Το “Συνοδικό της Ορθοδοξίας” (κείμενο καθολικής αποδοχής, συνοδικών αποφάσεων, που έλαβε την τελική του μορφή κατά το β’ ήμισυ του 14ου αιώνος), εκφωνείται κατά την τάξη στους ορθόδοξους ιερούς ναούς την Κυριακή της Ορθοδοξίας και περιλαμβάνει μεταξύ των άλλων και τον αναθεματισμό αιρέσεων και αιρεσιαρχών, κακοδοξιών της θύραθεν φιλοσοφίας, και διαφόρων ειδωλολατρικών αντιλήψεων που αναβιώνουν και εμφανίζονται παράλληλα προς τον βίο και τη διδασκαλία της Ορθοδόξου Χριστιανικής Εκκλησίας. Στο πρώτο και αρχικό κείμενο του «Συνοδικού της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου» του 9ου αιώνος, περιέχονται και τα ονόματα των διαφόρων αιρεσιαρχών που είχαν προηγηθεί, όπως ο Άρειος, ο Νεστόριος, ο Σαβέλλιος, Ευτυχής κ.ά. Στη συνέχεια υπήρξαν συμπληρώσεις, όπου καταδικάζονται υπό τοπικών συνόδων οι αιρέσεις και οι αιρετικοί που εμφανίσθηκαν κατά τους μετέπειτα αιώνες (10ο-14ο).Προφανώς έχουν συμπληρωθεί και τα κατά την περίοδο του Ησυχασμού (14ο αι.) προκύψαντα ονόματα. Μακαρίζονται και εδώ οι Ορθόδοξοι περί τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά και αναθεματίζονται οι αιρετικοί περί τον Βαρλαάμ Καλαβρό και τον Γρηγόριο Ακίνδυνο. Αναθεματίζονται όμως, στο ίδιο κείμενο, και όσοι δεν αναθεματίζουν τους αιρετικούς, ενώ θα το όφειλαν. Κι έχει κι αυτό τη σημασία του.
Η λέξη «ανάθεμα» (εκ του ρ. ανατίθημι) με την καλή της έννοια, σημαίνει το αφιερωμένο στο Θεό πρόσωπο (ανάθημα) ή το προσφερόμενο αντικείμενο (το τάμα). Κυριάρχησε όμως περισσότερο η αρνητική της σημασία, με την έννοια του χωρισμένου και απομονωμένου από τον Θεό, προσώπου. Σ’ αυτή την περίπτωση σημαίνει την εγκατάλειψη του αιρετικού στο έλεος του Θεού, για τη συναίσθηση των ευθυνών του, και την καταδίκη της πλάνης του. Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε εδώ, ότι ο αναθεματισμός δεν επέχει θέση ποινής ή τιμωρίας για εκδικητικούς ή άλλους λόγους. Πρόκειται για αμυντική τακτική της Εκκλησίας, στην προσπάθειά της από τη μία να συνετίσει τον αιρετικό και από την άλλη να διαφυλάξει ακέραιη την ενότητα του ποιμνίου της.
Το μέγα παράδοξο των ημερών μας είναι ότι ενώ η Εκκλησία μας αναθεματίζει διαχρονικά και τελικώς αποκόπτει εκ του σώματός της (στα πλαίσια της πρόνοιάς της για το πλήρωμά της) όσους προσπαθούν να διαστρεβλώσουν τα δόγματά της, όπως μας υπενθυμίζει και η σημερινή μεγάλη Εορτή, κάποια εκκλησιαστικά κέντρα προσπαθούν να επιβάλλουν την νομιμοποίηση των αιρετικών και σχισματικών δυτικών στην ορθόδοξη συνείδηση, και την θεσμική τους – με πανορθοδόξου κύρους απόφαση – εκκλησιαστικοποίηση. Αυτό γίνεται φανερό από την θεματολογία της μέλλουσας να συνέλθει Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας και ειδικότερα από τα προς ψήφιση κείμενα που δημοσιεύθηκαν στο προηγούμενο χρονικό διάστημα.
Στα κείμενα αυτά οι άλλες χριστιανικές ομολογίες – κάποιες από τις οποίες οι άγιοι πατέρες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας κατονόμαζαν αιρετικές σε παρελθούσες Συνόδους – ονομάζονται Εκκλησίες, γίνεται λόγος για την αναζήτηση της χαμένης ενότητας, εκθειάζονται οι διαχριστιανικοί και διαθρησκειακοί διάλογοι στα πλαίσια του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών και απειλούνται με επιτίμια όσοι εκφράσουν τις αντιρρήσεις τους στα αποφασισθέντα.
Αυτό δε που προκαλεί μεγάλη, αλγεινή εντύπωση στο πλήρωμα της Εκκλησίας είναι το γεγονός ότι πολλοί εκ των Ιεραρχών που πρόκειται να συμμετάσχουν στην Μεγάλη Σύνοδο δεν αντιδρούν, δηλώνουν άγνοια περί του νοήματος των κειμένων ή, ακόμη χειρότερα, προσπαθούν να μετριάσουν τις φυσιολογικές αντιδράσεις των πιστών ή των υπολοίπων αρχιερέων με έωλα επιχειρήματα.
Τι πρέπει, λοιπόν, να πράξουμε εμείς, όσοι ανήκουμε στην Εκκλησία του Χριστού; Με ποιο τρόπο μπορούμε να κάνουμε γνωστή την αντίθεσή μας σε όσα αντορθόδοξα και αντιπαραδοσιακά τεκταίνονται, σε όσα προωθούνται σχετικά με τις αποφάσεις που καλείται να λάβει η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος;
Πρωτίστως οφείλουμε – και το οφείλουμε στους πατέρες και τους μάρτυρες της Εκκλησίας μας – να κρατήσουμε ανόθευτη την παραδεδομένη σε μας Αλήθεια, τη φιλτάτη μας Ορθοδοξία και να αποκόψουμε από το Σώμα της κάθε αιρετική ή καινοφανή δοξασία, απ’ όπου κι αν προέρχεται.
Πρέπει να γνωρίζουμε ότι για την ορθόδοξη Παράδοσή μας δεν υπάρχει άλλη εκκλησία πλην της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας και δεν μπορούμε να εκχωρήσουμε τέτοιο δικαίωμα – ακόμη και τη χρήση του όρου – σε καμιά “χριστιανική” παραφυάδα όπως οι παπικοί ή οι πολυάριθμες ομάδες των προτεσταντών.
Πρέπει να γνωρίζουμε ότι κατά την θεολογία μας, η ενότητα της Εκκλησίας μας παραμένει ασάλευτη. Το “σεσηπός μέλος αποκόπτεται” κατά τον Χρυσορρήμονα, δηλ. οι αιρετικοί αποκόπτονται από την Εκκλησία χωρίς να διαταράσσεται η ενότητά της.
Πρέπει να γνωρίζουμε ότι οι διαχριστιανικοί και πολύ περισσότερο οι διαθρησκειακοί διάλογοι έχουν αποτύχει παταγωδώς. Δεν υπήρξε η ελάχιστη πρόοδος κατά τη διεξαγωγή τους. Αυτό παραδέχονται και όσοι υψηλόβαθμοι κληρικοί παραμένουν θιασώτες της συμμετοχής της Ορθόδοξης Εκκλησίας σε οργανισμούς όπως το ΠΣΕ. Αρκεί να διαβάσει κανείς τα πορίσματα – αποτίμηση των διαλόγων.
Πρέπει να γνωρίζουμε, επίσης, ότι στο παρελθόν, Οικουμενικές Σύνοδοι κρίθηκαν ληστρικές και οι αποφάσεις τους ακυρώθηκαν στην πράξη μετά την υγιή αντίδραση του λαού του Θεού, κληρικών και λαϊκών. Αυτός, ο λαός του Θεού, είναι ο έσχατος θεματοφύλακας της ορθής πίστης και της παράδοσής μας. Το ίδιο πρέπει να συμβεί – και θα συμβεί – και στην συγκεκριμένη περίπτωση. Αυτό που επιβάλλεται είναι η αφύπνιση όλων μας, η συνεχής και ανύστακτη προσοχή μας, η μελέτη και η ενημέρωσή μας για τα συμβαίνοντα. Και ασφαλώς, προσευχή! Πολλή και έντονη προσευχή!
Ο αναθεματισμός, πέρα από έκφραση καταδίκης της πλάνης, αποτελεί και ένα τελευταίο παιδαγωγικό μέτρο αγάπης. Αποβλέπει στην μετάνοια του αιρετικού, στη συνειδητή του μεταστροφή και στην τελική του επιστροφή στους κόλπους της Εκκλησίας. Έτσι πρέπει να εκλαμβάνεται σε κάθε περίπτωση.
Ένεκα της ημέρας, λοιπόν, και απευθυνόμενοι σε όλους, αντιγράφουμε εκ του Συνοδικού: “Ὁ μή λέγων τοῖς αἰρετικοῖς ἀνάθεμα, ἀνάθεμα ἔστω”.
Γεώργιος Μηλιώτης
Εκπαιδευτικός