Η επέτειος του «ΟΧΙ» που γιορτάζεται σήμερα, ως εθνική γιορτή και επίσημη αργία της χώρας, αφορά σε ένα «όχι» που δεν ειπώθηκε ποτέ, αλλά σφυρηλατήθηκε με το αίμα χιλιάδων Ελλήνων (και Ιταλών) στρατιωτών, στα βουνά της Αλβανίας.
Η ιστορία του ελληνοϊταλικού πολέμου, μπορεί να αρχίζει στις 03.00 τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940, με την επίσκεψη του Ιταλού Πρέσβη Εμανουέλε Γκράτσι στην κατοικία του τότε Πρωθυπουργού της Ελλάδας, Ιωάννη Μεταξά, ωστόσο είχε πολύ παρελθόν. Από το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη, την 1η Σεπτεμβρίου του 1939, με την εισβολή της Γερμανίας στην Πολωνία, η ελληνική κυβέρνηση προσπάθησε να τηρήσει στάση ουδετερότητας. Να αποφύγει τον πόλεμο.
Ο Μεταξάς, απόστρατος αξιωματικός με ευφυή στρατηγική σκέψη, αντιλαμβανόταν ότι ο πόλεμος θα σήμαινε καταστροφή για την Ελλάδα. Τήρησε τόσο υποχωρητική στάση έναντι της ιμπεριαλιστικής φασιστικής Ιταλίας, που ακόμη και όταν είχε στα χέρια του τις αποδείξεις ότι ιταλικό υποβρύχιο είχε τορπιλίσει το καταδρομικό Έλλη στην Τήνο, έδωσε εντολή να μην δημοσιοποιηθούν.
Ωστόσο είχε προβλέψει να προετοιμάσει τη χώρα για πόλεμο. Η βασική του προετοιμασία ήταν ότι είχε θέσει την χώρα σιωπηρά σε επιστράτευση. Οι έφεδροι καλούνταν συνεχώς με φύλλα πορείας να παρουσιαστούν σε μονάδες στα σύνορα για μετεκπαίδευση δήθεν. Έτσι όταν οι Ιταλοί εισέβαλαν μεγάλο μέρος του Ελληνικού Στρατού τους περίμενε.
Η νύχτα της 28ης Οκτωβρίου
Εκείνο που μάλλον δεν περίμενε ο Μεταξάς, ήταν ότι θα τον ξυπνούσε στις 3 η ώρα την νύχτα, ο Γκράτσι για να να του πει ότι σε τρεις ώρες οι Ιταλοί θα εισβάλουν. Ταράχτηκε. Ο Γκράτσι χτύπησε νύχτα την πόρτα του σπιτιού στην Κηφισιά και αξίωσε να ξυπνήσουν τον πρωθυπουργό. Του επέδωσε ό ίδιος, το τελεσίγραφο με το οποίο η κυβέρνηση στην Ρώμη απαιτούσε από την κυβέρνηση στην Αθήνα να επιτρέψει την ελεύθερη διέλευση του Ιταλικού στρατού από την Ελληνοαλβανική μεθόριο, προκειμένου στη συνέχεια να καταλάβει κάποια στρατηγικά σημεία του Βασιλείου της Ελλάδος, (λιμένες, αεροδρόμια κλπ.), για ανάγκες ανεφοδιασμού και άλλων διευκολύνσεων, στη μετέπειτα προώθησή του προς την Αφρική.
Η σκηνή είναι γνωστή, σε όσους έχουν ασχοληθεί με το συγκεκριμένο περιστατικό της ιστορίας. Μετά την ανάγνωση του κειμένου ο Μεταξάς έστρεψε το βλέμμα του στον Ιταλό Πρέσβη και του απάντησε στα γαλλικά, που ήταν η επίσημη διπλωματική γλώσσα, της εποχής. Δεν του είπε «ΟΧΙ». Του είπε την ιστορική φράση «Alors, c’est la guerre», που σημαίνει «άρα έχουμε πόλεμο». Μια άλλη ερμηνεία είναι «Λοιπόν, αυτό σημαίνει πόλεμο».
Περίμενε από τον Ιταλό πρέσβη να καταλάβει ότι η κίνηση της κυβέρνησής του δεν θα μπορούσε να έχει άλλη κατάληξη. Ο Γκράτσι προφανώς το περίμενε. Κάτι που ίσως δεν είναι τόσο γνωστό στην συγκεκριμένη σκηνή είναι η περιγραφή που κάνει ο Ιταλός στα απομνημονεύματά του. Δεν διαφέρει ριζικά από τα όσα περιγράφει η Ελληνική Ιστορία. Έχει όμως κάποιες παράπλευρες περιγραφές της σκηνής, μέσα στην νύχτα, που απεικονίζουν την συναισθηματική φόρτιση του Μεταξά.
Γράφει ο Γκράτσι στα απομνημονεύματά του, που εξέδωσε το 1945: «Μόλις καθίσαμε, του είπα ότι η κυβέρνησή μου μού είχε αναθέσει να του κάνω μία άκρως επείγουσα ανακοίνωση και χωρίς άλλα λόγια του έδωσα το κείμενο. Ο Μεταξάς άρχισε να το διαβάζει. Τα χέρια που κρατούσαν το χαρτί έτρεμαν ελαφρά, και μέσα από τα γυαλιά έβλεπα τα μάτια του να βουρκώνουν όπως συνήθιζε όταν ήταν συγκινημένος.
Όταν τελείωσε την ανάγνωση με κοίταξε κατά πρόσωπο και μου είπε με φωνή λυπημένη αλλά σταθερή φωνή: «Alors, c’est la guerre!» (λοιπόν έχουμε πόλεμο).Τού απάντησα ότι η ιταλική κυβέρνηση ήλπιζε ότι η ελληνική κυβέρνηση θα δεχόταν τα αιτήματά της και θα άφηνε να περάσουν ελεύθερα τα ιταλικά στρατεύματα τα οποία θα άρχιζαν τις μετακινήσεις τους στις 6 το πρωί.
Ο Μεταξάς με ρώτησε τότε πώς θα μπορούσα να σκεφτώ ότι ακόμη και αν είχε πρόθεση να ενδώσει θα του ήταν δυνατόν μέσα σε τρεις ώρες να λάβει τις διαταγές του βασιλιά και να δώσει τις απαραίτητες οδηγίες για την ελεύθερη διέλευση των ιταλικών στρατευμάτων» (Εμμανουέλε Γκράτσι, Η αρχή του τέλους, Εστία. 1980, σελ. 285). Ο Μεταξάς, αν και δικτάτορας, εκείνη τη στιγμή είχε εκφράσει το ελληνικό λαϊκό συναίσθημα, την άρνηση της υποταγής, και αυτή η άρνηση πέρασε στον ελληνικό Τύπο με την λέξη «ΟΧΙ».
Το «ΟΧΙ» στον Τύπο
Αυτούσια η λέξη «ΟΧΙ» παρουσιάσθηκε για πρώτη φορά ως τίτλος στο κύριο άρθρο της εφημερίδας ‘Ελληνικό Μέλλον’ του Ν. Π. Ευστρατίου, στις 30 Οκτωβρίου του 1940. Την υιοθέτησαν και οι άλλες εφημερίδες στην συνέχεια και έγινε σύνθημα. Μπορεί να μην ειπώθηκε ποτέ, αλλά ο φοβερός πόλεμος που ακολούθησε την επαλήθευσε στην πράξη.
Ο πόλεμος
Οι Ιταλοί κινήθηκαν μία ώρα πριν από τη λήξη του τελεσιγράφου και επί δύο ημέρες προωθήθηκαν σχετικά εύκολα ως τον ποταμό Καλαμά. Εκεί τους χτύπησε αλύπητα το πυροβολικό της 8ης Μεραρχίας. Τα ιταλικά άρματα μάχης κόλλησαν στο λασπώδες έδαφος και αποδεκατίστηκαν. Στο άλλο σημείο της ιταλικής εισβολής στην Δυτική Μακεδονία, οι Ιταλοί έφτασαν με πολύ μικρές δυνάμεις σε σχέση με εκείνες με τις οποίες είχαν ξεκινήσει. Το έδαφος ήταν δύσβατο, ο καιρός κακός και οι Ιταλοί στρατιώτες δεν ήταν μαθημένοι σε τέτοιες συνθήκες. Οι ελληνικές δυνάμεις στην Δυτική Μακεδονία είχαν σχεδόν ολοκληρώσει την επιστράτευσή τους, πριν αρχίσει ο πόλεμος. Οι Ιταλοί αιφνιδιάστηκαν και στα δύο μέτωπα. Ακολούθησε η ελληνική αντεπίθεση με τα γνωστά αποτελέσματα.
Το δεύτερο ΟΧΙ
Την Άνοιξη του 1941, εκδηλώθηκε η επίθεση των Γερμανών στην Ελλάδα. Ο Ελληνικός Τύπος ήταν αυτός που είπε το λεγόμενο δεύτερο «ΟΧΙ», την ώρα που οι ελληνικές δυνάμεις στην Μακεδονία έδιναν άνισο αγώνα απέναντι στις άρτια εξοπλισμένες γερμανικές μεραρχίες. Το εξώφυλλο της εφημερίδας Η Βραδυνή, στις 6 Απριλίου 1941 με αφορμή τη γερμανική εισβολή στην Ελλάδα, είναι χαρακτηριστικό.
Οι γιορτές
Αντίθετα με ό,τι συνήθως συμβαίνει στον κόσμο, η Ελλάδα δεν γιορτάζει το νικηφόρο τέλος του πολέμου. Γιορτάζει την νικηφόρα αρχή του πολέμου κατά της Ιταλίας. Η επέτειος του «ΟΧΙ» γιορτάστηκε για πρώτη φορά στα χρόνια της Κατοχής. Στο κεντρικό κτίριο και στον προαύλιο χώρο του Πανεπιστημίου Αθηνών ήταν που έγινε ο πρώτος εορτασμός στις 28 Οκτωβρίου 1941. Γίνονταν ομιλίες από τους φοιτητές, ενώ μίλησε για την επέτειο την παραμονή και ο καθηγητής Κωνσταντίνος Τσάτσος.
Ο μετέπειτα Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας αρνήθηκε τότε να κάνει μάθημα στους φοιτητές του και έκανε διάλεξη για τον πόλεμο. Το αποτέλεσμα ήταν το γερμανοκρατούμενο πανεπιστήμιο τότε να τον απολύσει.
Στη δεύτερη επέτειο (28/10/1942), ο εορτασμός έγινε στην Πλατεία Συντάγματος, με πρωτοβουλία των οργανώσεων ΕΠΟΝ και ΠΕΑΝ. Υπήρχε ανησυχία για το πώς θα αντιδράσουν οι ιταλικές δυνάμεις κατοχής, οι οποίες όμως δεν παρενέβησαν. Εκδηλώσεις και διαδηλώσεις κατά της κατοχής εκείνη την ημέρα έγιναν και σε άλλες πόλεις. Στον Πειραιά πραγματοποιήθηκαν ολιγοπληθείς συγκεντρώσεις. Ανέβαινε κάποιος σε μια καρέκλα, έβγαζε ένα σύντομο λόγο, και κατόπιν εξαφανίζονταν όλοι, για να αποφύγουν επέμβαση των καραμπινιέρων.
Δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες για το τι έγινε στις 28 Οκτωβρίου 1943. Σύμφωνα με τον Ηλία Βενέζη γιορτάστηκε η επέτειος στο κτίριο της Εθνικής Τράπεζας, στην πλατεία Κοτζιά. Ο Βενέζης ήταν τότε υπάλληλος της τράπεζας. Κατέφθασαν όμως οι Γερμανοί, που είχαν την ευθύνη της αστυνόμευσης πλέον, υποχρέωσαν όσους συμμετείχαν να σταθούν με τα χέρια ψηλά μέχρι το βράδυ. Συνέλαβαν περίπου 20 άτομα από αυτούς και τους έστειλαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Κάποια δεν επέστρεψαν.
Για πρώτη φορά η επέτειος γιορτάστηκε επίσημα ως κρατική γιορτή, στις 28 Οκτωβρίου 1944, με παρέλαση ενώπιον του τότε Πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου.
enikos