Τι είναι τα αυτοάνοσα νοσήματα;
Τα αυτοάνοσα νοσήματα χαρακτηρίζονται από καταστροφή ιστών του οργανισμού από το ίδιο του το αμυντικό σύστημα. O οργανισμός δηλαδή, αναγνωρίζει ως ξένα κάποια κύτταρά του και ενεργοποιεί τους αμυντικούς μηχανισμούς με σκοπό την καταπολέμησή τους.
Ποια είναι αυτά τα νοσήματα;
Χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων νοσημάτων είναι:
- η ρευματοειδής αρθρίτιδα
- ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος
- η σκλήρυνση κατά πλάκας
- ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου Ι
- η θυρεοειδίτιδα Χασιμότο
- η κοιλιοκάκη
- η φλεγμονώδης νόσος του εντέρου
Αυτοάνοσα νοσήματα και Ανοσοπροστατευτική διατροφή
Η διατροφή μπορεί να συμβάλλει αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση των αυτοάνοσων νοσημάτων. Συγκεκριμένα, ο ρόλος της επικεντρώνεται στο αν και κατά πόσο μπορεί να επιβραδύνει την εξέλιξη της νόσου, να βελτιώσει τα συμπτώματα και να αντισταθμίσει διατροφικές ελλείψεις θρεπτικών συστατικών.
Αν έχουμε να κάνουμε με αυτοάνοσα που αφορούν το γαστρεντερικό σύστημα, τότε ο κίνδυνος για διατροφικές ελλείψεις είναι ιδιαιτέρως αυξημένος. Η συμπληρωματική χορήγηση αντιοξειδωτικών βιταμινών E και C, σεληνίου και σιδήρου είναι συχνά απαραίτητη. Τα τελευταία χρόνια η δυνατότητα παρέμβασης στην πορεία των νοσημάτων με ειδική διαιτητική αγωγή έχει γίνει αντικείμενο μελετών, χωρίς ξεκάθαρα όμως αποτελέσματα. Φαίνεται πάντως πως η διαιτητική παρέμβαση στους ασθενείς αυτούς θα πρέπει να αποσκοπεί σε:
- καταστολή της φλεγμονώδους αντίδρασης και πιθανά ανοσοκαταστολή
- μείωση του οξειδωτικού στρες
- εξασφάλιση ιδανικού βάρους και σύστασης σώματος
- ισχυροποίηση εντερικής οδού
Ο ρόλος των λιπαρών οξέων
Τα ω-3 πολυακόρεστα λιπαρά οξέα (PUFAs), συγκεκριμένα το εικοσαπεντανοϊκό οξύ (ΕΡΑ) και το εικοσιδιεξαενοϊκό οξύ (DHA), τα οποία βρίσκονται στα ιχθυέλαια, εμφανίζουν σημαντικές ανοσορρυθμιστικές ιδιότητες.
Όπως υποστηρίζεται από κλινικές μελέτες, τα ωμέγα-3 PUFAs έχουν αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες και, ως εκ τούτου, μπορεί να είναι χρήσιμα στο αντιμετώπιση φλεγμονωδών και αυτοάνοσων νοσημάτων
Επίσης, αρκετά συχνά, ασθενείς με αυτοάνοσα νοσήματα εμφανίζουν καρδιαγγειακά νοσήματα. Για το λόγο αυτό, μια διατροφή πλούσια σε ω-3 λιπαρά οξέα είναι κρίσιμης σημασίας. Τα ω-3 λιπαρά οξέα βρίσκονται κυρίως στα ψάρια αλλά και σε φυτικές πήγες όπως ο λιναρόσπορος, ο κολοκυθόσπορος και τα καρύδια.
Ο ρόλος της βιταμίνης D
H βιταμίνη D έχει ανοσοκατασταλτική δράση και φαίνεται να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην παθογένεια διαφόρων αυτοάνοσων νοσημάτων, όπως ο διαβήτης τύπου Ι, η πολλαπλή σκλήρυνση και η ρευματοειδής αρθρίτιδα. Συμμετέχει στην καταπολέμηση της φλεγμονής μέσω της αλληλεπίδρασής της με τα μακροφάγα και άλλα κύτταρα του ανοσοποιητικού και συμβάλλει στην ενεργοποίηση των Τ-κυττάρων που καταστέλλουν τον εισβολέα.
1. Ρευματοειδής αρθρίτιδα και διατροφή
Η διατήρηση ενός υγιούς σωματικού βάρους, είναι πολύ σημαντική στην αντιμετώπιση της ΡΑ. Υπερβάλλον βάρος επιβαρύνει τις αρθρώσεις, οι οποίες ίσως έχουν ήδη υποστεί βλάβη, εξαιτίας της νόσου. Επιπλέον, η βιβλιογραφία αναφέρει πως ο συνδυασμός νηστείας υπό παρακολούθηση, η οποία ακολουθείται από χορτοφαγική δίαιτα, μπορεί να επηρεάσει θετικά τον έλεγχο της φλεγμονής των αρθρώσεων.
Νηστεία
Η νηστεία έχει μελετηθεί για τις επιδράσεις της στη ρευματοειδή αρθρίτιδα (ΡΑ). Συγκεκριμένα, έχει βρεθεί ότι μειώνει τα επίπεδα φλεγμονής, αν και ο ακριβής μηχανισμός της παραμένει άγνωστος. Η πεντοσιδίνη, ένα τελικό προϊόν προχωρημένης γλυκοζυλίωσης πρωτεϊνών και σακχάρων, σχετίζεται με την εκδήλωση της ρευματοειδούς αρθρίτιδας. Όσο αυξάνεται η ενεργότητα της νόσου, τόσο αυξάνεται η πεντοσιδίνη στα ούρα. Ο Iwashige (2004) μελέτησε το αν η νηστεία θα μείωνε την πεντοσιδίνη στα ούρα, όπως επίσης και την ενεργότητα της νόσου. Δέκα ασθενείς με ΡΑ ακολούθησαν δίαιτα περιορισμένων θερμίδων (1085 kcal/ημέρα) σε εναλλαγή με μέρες νηστείας. Η μελέτη διήρκεσε 54 μέρες. Η πεντοσιδίνη ούρων την πρώτη και την εικοστή πέμπτη μέρα δεν είχε μειωθεί, αλλά ήταν σημαντικά χαμηλότερη στο τέλος της μελέτης και η ενεργότητα της νόσου είχε ελαττωθεί. Αυτή ήταν μια μικρή μελέτη, που όμως έδειξε ότι η μειωμένη ενεργειακή πρόσληψη ίσως δρα ευεργετικά σε ασθενείς με ΡΑ, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι η σίτιση είναι επαρκής.
Χορτοφαγική δίαιτα
Κάποιες μελέτες δείχνουν, ότι η χορτοφαγική δίαιτα βελτιώνει τα συμπτώματα της νόσου ενώ άλλες μελέτες δεν βρήκαν κάποιο όφελος από τη χορτοφαγική δίαιτα. Η υιοθέτηση μιας ισορροπημένης διατροφής είναι σημαντική για τη διατήρηση της άμυνας του οργανισμού. Αν και υπάρχουν προβλήματα με τη ρύθμιση της ανοσολογικής απόκρισης στα αυτοάνοσα νοσήματα, κρίνεται σημαντική η πρόληψη διατροφικών ελλείψεων, που αλληλοεπιδρούν με τη λειτουργία. Εφόσον η χορτοφαγική δίαιτα είναι πλούσια σε φυτοχημικά και αντιοξειδωτικά και οι μελέτες δείχνουν κάποιο όφελος, δεν θα έβλαπτε τους ασθενείς να τη δοκιμάσουν. Θα πρέπει όμως να έχουν υπόψη, ότι ίσως πάρει χρόνο μέχρι να δουν αποτελέσματα.
Μια χορτοφαγική δίαιτα ελεύθερη γλουτένης, ίσως να προστατεύει την καρδιά σε ασθενείς με ΡΑ. Σύμφωνα με μελέτη, 38 ασθενείς που ακολούθησαν ελεύθερη γλουτένης χορτοφαγική δίαιτα είχαν μειωμένα επίπεδα LDL χοληστερόλης και αυξημένα καρδιοπροστατευτικά αντισώματα IgA anti-PC σε σχέση με την ομάδα ελέγχου. Επιπλέον, συμπέρανε ότι τα Ω-3 λιπαρά οξέα βελτιώνουν μέτρια τα συμπτώματα σε ασθενείς με ΡΑ και παρέχουν καρδιοπροστασία.
Μεσογειακή διατροφή
Η Μεσογειακή Διατροφή, είναι μια ισορροπημένη διατροφή, ευρέως διαδεδομένη για τις ευεργετικές της ιδιότητες. Ειδικοί, κατέληξαν στο συμπέρασμα, πως ένα μεγάλο μέρος των στόχων που θέτει η διατροφική θεραπεία της ΡΑ, μπορούν να επιτευχθούν με την εφαρμογή της Μεσογειακής Διατροφής. Σύμφωνα με μελέτη, η υψηλή κατανάλωση ω-3 λιπαρών οξέων, φρούτων, λαχανικών και β-κρυπτοξανθίνης (καροτενοειδές) είχαν προστατευτική δράση, ενώ η χαμηλή πρόσληψη αντιοξειδωτικών, μείωνε τον κίνδυνο για ΡΑ. Μια δίαιτα πλούσια σε ελαιόλαδο, ψάρια, φρούτα και λαχανικά, φυτικές ίνες, ξηρούς καρπούς και σπόρους μπορεί να βοηθήσει στην πορεία της νόσου . Επιπλέον, προτείνεται η αποφυγή ή μειωμένη πρόσληψη των παρακάτω τροφίμων και θρεπτικών συστατικών:
2. Συστηματικός Ερυθηματώδης Λύκος και διατροφή
Δεν υπάρχουν γενικές διαιτητικές οδηγίες για την αντιμετώπιση του ΣΕΛ. Η δίαιτα προσαρμόζεται στις ανάγκες του ατόμου, λαμβάνοντας υπόψη τα επακόλουθα της ασθένειας και της φαρμακευτικής αγωγής στην λειτουργία των οργάνων και το μεταβολισμό των θρεπτικών συστατικών.
Συστατικά της διατροφής που μπορεί να επιδεινώσουν τη φλεγμονή και την πορεία της νόσου αποτελούν:
- η περίσσεια θερμίδων και πρωτεΐνης
- η υψηλή πρόσληψη λίπους(ιδιαίτερα τα κορεσμένα και ω-6 πολυακόρεστα λιπαρά οξέα)
- ο ψευδάργυρος
- ο σίδηρος
- και η L-καναβίνη που εντοπίζεται στις ταμπλέτες alfalfa
Οι ασθενείς θα πρέπει να αποφεύγουν τρόφιμα με υψηλή περιεκτικότητα σε κορεσμένα λιπαρά και χοληστερόλη, αλκοολούχα ποτά, επεξεργασμένα τρόφιμα που περιέχουν αλάτι (κονσερβοποιημένα τρόφιμα, έτοιμες σάλτσες, μουστάρδα, τουρσί, ελιές…) και τρόφιμα που περιέχουν ω-6 λιπαρά οξέα όπως φυτικά έλαια από καλαμπόκι, βαμβακέλαιο, παπαρούνα, σουσάμι, σόγια, ηλίανθος και καρύδια
Από την άλλη πλευρά, το διαιτολόγιο θα πρέπει να περιέχει βιταμίνες και ιχνοστοιχεία, πλούσια σε ευεργετικά θρεπτικά συστατικά αλλά και αντιφλεγμονώδης ιδιότητες όπως είναι:
- η βιταμίνη Ε
- η βιταμίνη Α(β-καροτένιο)
- το σελήνιο,
- τα ιχθυέλαια (ω-3 πολυακόρεστα λιπαρά οξέα)
- και το ασβέστιο με βιταμίνη D (αν γίνεται χρήση κορτικοστεροειδών)
Σε γενικές γραμμές, τα άτομα με ερυθηματώδη λύκο πρέπει να ακολουθούν μια ισορροπημένη διατροφή πλούσια σε φρούτα, λαχανικά, δημητριακά ολικής αλέσεως και μέτριες ποσότητες κρέατος, πουλερικών και λιπαρών ψαριών.
3. Σκλήρυνση κατά πλάκας και διατροφή
Οι βασικές αρχές διαιτητικής παρέμβασης στην σκλήρυνση κατά πλάκας είναι η υποβοήθηση του οργανισμού να καταστέλλει αυτοάνοσες αντιδράσεις και η ενίσχυση του νευρικού συστήματος.
Βιταμίνη D
Η επαρκής πρόσληψη βιταμίνης D μειώνει τις φλεγμονώδεις κυτοκίνες μέσω του ελέγχου της έκφρασης γονίδιων, και γι’ αυτό το λόγο η ανεπαρκής πρόσληψη βιταμίνης D, θα μπορούσε να οδηγήσει στην ανάπτυξη σκλήρυνσης κατά πλάκας. Τα άτομα με αυξημένη έκθεση στο ηλιακό φως έχουν σημαντικά μειωμένο κίνδυνο εμφάνισης της νόσου. Καλή διατροφική πηγή της βιταμίνης D είναι τα ψάρια.
Η χορήγηση βιταμίνης D μέσω συμπληρωμάτων διατροφής, μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο για ανάπτυξη της νόσου κατά 40%
Βιταμίνη Β5 & Β12
Η βιταμίνη Β6 είναι απαραίτητη στην λειτουργία του νευρικού μας συστήματος. Έρευνα έδειξε, ότι έλλειψη της συγκεκριμένης βιταμίνης, είχε ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη της σκλήρυνση κατά πλάκας. Επιπλέον, μελέτες έχουν δείξει ότι η ανεπάρκεια της Β12 στους ασθενείς με σκλήρυνση κατά πλάκας ενδέχεται να επιδεινώνει ή να εμποδίζει την αποκατάστασή της.
Αντιοξειδωτικά
Η συντριπτική πλειοψηφία των ερευνών επιδεικνύουν αυξημένη κινητικότητα ελεύθερων ριζών (οξειδωτικού στρες) στους πάσχοντες με σκλήρυνση κατά πλάκας. Τα αντιοξειδωτικά όπως τα καροτονοειδή και οι βιταμίνες C και Α, αποτρέπουν το οξειδωτικό στρες, ιδίως κατά την διάρκεια των υποτροπών της νόσου. Επιπλέον, τα αντιοξειδωτικά στοιχεία επηρεάζουν την σύνθεση των προσταγλανδινών και έχουμε κίνδυνο για εμφάνιση σκλήρυνση κατά πλάκας. Παραδείγματα γνωστών αντιοξειδωτικών είναι η ρεσβερατρόλη που περιέχεται στο κόκκινο κρασί και το πράσινο τσάι , η πυκνογενόλη που περιέχεται στον ανανά και τα σταφύλια, το συνένζυμο Q10 που περιέχεται στους ξηρούς καρπούς, το μοσχάρι και τις σαρδέλες και οι πολυφαινόλες που περιέχονται στο ρόδι, το κόκκινο κρασί και το πράσινο τσάι.
Απαραίτητα λιπαρά οξέα
Μελέτες που πραγματοποιήθηκαν σε ασθενείς με σκλήρυνση κατά πλάκας, διαπιστώθηκε ότι:
- η χορήγηση λινολεικού και λινολενικού οξέος μειώνει την υποτροπή της νόσου
- τα συμπληρώματα πολυακόρεστων λιπαρών οξέων έχουν ευεργετική δράση
- μια διατροφή με πολύ χαμηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά παρείχε πολλά οφέλη στους ασθενείς
Γλουτένη
Η γλουτένη θεωρείται ύποπτη για τα αυξημένα περιστατικά σκλήρυνση κατά πλάκας και θα πρέπει να αποφεύγεται.
4. Σακχαρώδης διαβήτης τύπου Ι και διατροφή
Η σωστή δίαιτα και η κατάλληλη διατροφική θεραπεία είναι ένα καθοριστικό κομμάτι στην αποτελεσματική αντιμετώπιση του σακχαρώδους διαβήτη τύπου Ι. Κύρια προτεραιότητα για τους διαβατικούς που λαμβάνουν αγωγή ινσουλίνης είναι η ενσωμάτωση σχήματος ινσουλίνης που ταιριάζει στον τρόπο ζωής του ασθενούς. Η ινσουλινοθεραπεία είναι απαραίτητο να συνδυάζεται με την κατάλληλη διατροφική αγωγή, διότι σε αντίθετη περίπτωση μπορεί να οδηγήσει σε χαμηλή γλυκόζη αίματος (υπογλυκαιμία), δηλαδή γλυκόζη αίματος λιγότερο από 70 mg/dl (3.9 mmol/l).
Διατροφικές συστάσεις
Σημαντική κρίνεται η διατήρηση του σωματικού βάρους εντός των φυσιολογικών ορίων (ΔΜΣ= 20-25 kg/m2) και η σύσταση απώλειας βάρους στην περίπτωση που ο ασθενής είναι υπέρβαρος ή παχύσαρκος. Η πλειονότητα των υδατανθράκων (σύνθετοι) πρέπει να προέρχεται από δημητριακά και σπόρους ολικής αλέσεως, φρούτα και λαχανικά και να περιοριστεί η πρόσληψη απλών υδατανθράκων και γλυκαντικών ουσιών. Η συνολική πρόσληψη λίπους δεν θα πρέπει να ξεπερνά το 30% της ολικής ενέργειας και τα κεκορεσμένα και τα trans-πολυακόρεστα λιπαρά οξέα θα πρέπει να αποτελούν κάτω από 10% της συνολικής ημερήσιας ενέργειας. Η περιεκτικότητα σε φυτικές ίνες των διαιτολογίων για την αντιμετώπιση του ΣΔ θα πρέπει ιδανικά να είναι 30-40 g/ημέρα.
Σακχαρώδης διαβήτης τύπου Ι και Βιταμίνη D
Η βιταμίνη D ενδέχεται να επιδρά ευνοϊκά στην ευαισθησία στην ινσουλίνη μέσω επαγωγής της έκφρασης των υποδοχέων ινσουλίνης και ενισχύοντας την ενδοκυττάρια μεταφορά της γλυκόζης. Μελέτη έδειξε ότι η πρόσληψη 2.000 IU βιταμίνης D στον πρώτο χρόνο ζωής μείωσε κατά 80% τον κίνδυνο εμφάνισης ΣΔ τύπου Ι.
5. Θυρεοειδίτιδα Χασιμότο και διατροφή
Η επαρκής πρόσληψη θρεπτικών συστατικών παίζει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην σωστή λειτουργία του θυρεοειδούς αδένα. Αυτά είναι το ιώδιο, το σελήνιο, η βιταμίνη D , το σίδηρο και η βιταμίνη Β12.
Ιώδιο
Το ιώδιο είναι απαραίτητο για την σύνθεση της θυροξίνης (Τ4) και της τριιωδοθυρονίνης (Τ3). Τόσο η ανεπαρκής όσο και η υπερβολική πρόσληψη ιωδίου μπορούν να δημιουργήσουν προβλήματα στη λειτουργία του θυρεοειδούς.
Σελήνιο
Η επαρκής πρόσληψη σεληνίου, ακόμη και σε συμπλήρωμα σε κάποιες περιπτώσεις, φαίνεται πως βελτιώνει τον αριθμό αντισωμάτων που προσβάλλουν το θυρεοειδή. Μελέτη έδειξε ότι σε ασθενείς με αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα Hashimoto η χορήγηση 200 mg σεληνίου την ημέρα για 3 μήνες μείωσε τα επίπεδά των αντιμικροσωμιακών αντισωμάτων (αντι-TPO) στο 63.6% της αρχικής τους τιμής.
Βιταμίνη D
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα έρευνας που πραγματοποιήθηκε στην Κρήτη από Έλληνες ερευνητές, η έλλειψη βιταμίνης D ενδέχεται να σχετίζεται με την παθογένεια της θυρεοειδίτιδας Hashimoto και η συμπληρωματική χορήγηση της βιταμίνης D3 θα μπορούσε να είναι μια αποτελεσματική θεραπεία για την αυτοάνοση αυτή νόσο. Η συμπληρωματική χορήγηση βιταμίνης D προκάλεσε σημαντική μείωση της τάξεως του 20,3% στα επίπεδα της anti-TPO.
Σίδηρο & Βιταμίνη Β12
Η έλλειψη και άλλων ιχνοστοιχείων και βιταμινών όπως το σίδηρο και η βιταμίνη Β12, απαντώνται συχνά σε ασθενείς με θυρεοειδίτιδα Hashimoto. Ο σίδηρος είναι ένα σημαντικό ιχνοστοιχείο για τη σύνθεση των θυρεοειδικών ορμονών και η έλλειψη του μειώνει τη δραστικότητα του ενζύμου θυρεοειδική υπεροξειδάσης (TPO). Επιπροσθέτως, έχει βρεθεί ότι το 30 % των ασθενών με αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα έχουν έλλειψη Β12 γι’ αυτό θα πρέπει να ακολουθούν μια διατροφή πλούσια σε αυγά, μοσχάρι, συκώτι και λιπαρά ψάρια.
Τα συμπληρώματα σιδήρου, επίσης μπορεί να επηρεάσουν την απορρόφηση της θυροξίνης για αυτό και συστήνετε η λήψη τους να απέχει τουλάχιστον 2 ώρες από τη λήψη της.
6. Κοιλιοκάκη και διατροφή
Η πλήρης αποφυγή τροφών που περιέχουν γλουτένη , εφ’ όρου ζωής, είναι απαραίτητη για την θεραπεία των ασθενών με κοιλιοκάκη. Η δίαιτα αυτή απαιτεί τον αποκλεισμό του σιταριού, της σίκαλης, του κριθαριού και της βρώμης καθώς και κάθε προϊόντος που περιέχει τα ανώτερα δημητριακά, όπως ψωμιού, ζυμαρικών, αλεύρων, κέικ, πολλών δημητριακών πρωινού, μπισκότων και γλυκών. Στα φαρμακεία και στα καταστήματα βιολογικών προϊόντων υπάρχουν ειδικά προϊόντα ελεύθερα γλουτένης.
7. Φλεγμονώδης νόσος του εντέρου και διατροφή
Η κακή θρέψη είναι συνήθης στην περίπτωση των ΙΦΝΕ και επέρχεται ως αποτέλεσμα αρκετών παθογενετικών παραγόντων, συμπεριλαμβανομένων της ανορεξίας, της δυσαπορρόφησης, του διαταραγμένου μεταβολισμού, της απώλειας υγρών και ηλεκτρολυτών και των ανεπιθύμητων ενεργειών των φαρμάκων.
Δεν υπάρχουν ειδικές διαιτητικές οδηγίες που να μπορούν να συσταθούν στους ασθενείς με ελκώδη κολίτιδα και νόσο Crohn. Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι η λήψη μιας υγιούς, ισορροπημένης δίαιτας με στόχο την διατήρηση του βάρους και την πρόσληψη θρεπτικών συστατικών για τον οργανισμό.
Κατά τις περιόδους έξαρσης, κάθε ασθενής συνήθως αποφεύγει τα «επικίνδυνα» για εκείνον τρόφιμα όπως τα γαλακτοκομικά, τους ξηρούς καρπούς, τα όσπρια, τα προϊόντα ολικής άλεσης, τις λιπαρές και τηγανητές τροφές, τα φρούτα με τη φλούδα, τα εσπεριδοειδή και άλλα όξινα τρόφιμα.
Ενώ σε περιόδους ύφεσης η ελεύθερη και ισορροπημένη διατροφή με επιλογή τροφών από όλες τις ομάδες τροφίμων θα πρέπει να προτείνεται σε όλους τους πάσχοντες.
Σε γενικές γραμμές οι διαιτητικές συστάσεις περιλαμβάνουν δίαιτα χαμηλής περιεκτικότητας σε λίπος εξαιτίας της μειωμένης απορρόφησης των λιπών και υψηλής περιεκτικότητας σε πρωτεΐνες για τη βελτίωση ή πρόληψη της υποαλβουμιναιμίας. Όταν η αγωγή περιλαμβάνει κορτικοστεροειδή, απαιτείται λήψη συμπληρώματος ασβεστίου και βιταμίνης D.
Συμπερασματικά
Πολλοί άνθρωποι με αυτοάνοσα νοσήματα θέλουν να πιστεύουν ότι μπορούν με τη δίαιτα να θεραπευτούν, αλλά τα πράγματα δεν είναι έτσι. Ξοδεύουν πολλά χρήματα σε εναλλακτικές τροφές, βότανα και φάρμακα, με την ελπίδα να ανακουφιστούν από τα συμπτώματα.
Μελέτες έχουν δείξει ότι μια διατροφή που περιλαμβάνει επαρκείς ποσότητες βιταμινών, μετάλλων, βιταμίνης D, αντιοξειδωτικών και ω-3 λιπαρών οξέων, λίγο λίπος και λίγες θερμίδες μπορεί να ωφελήσει ασθενείς με αυτοάνοσα νοσήματα.
Συνεπώς, η βελτίωση της διατροφικής κατάστασης ασθενών με αυτοάνοσα νοσήματα, βελτιώνει σίγουρα την ποιότητα ζωής τους.
Εύα Μακρή Κλινική Διαιτολόγος – Διατροφολόγος, M.Sc
.