Τις πρώτες μέρες της απομόνωσης το κρεβάτι ήταν η πιο μεγάλη παγίδα. Σου φαίνεται υπέροχο, δεν θα χτυπήσει το ξυπνητήρι, δεν θα σηκωθείς επειδή πρέπει να βάλεις τη μέρα μπρος, το κλειδί στη μίζα. Είσαι με τις ευχές όλων στο σπίτι σου. Αυτό θέλουν από σένα. Να μείνεις σπίτι. Οπότε βουλιάζεις στην ποθητή αγκαλιά του παπλώματος κάνοντας σκρολ χιλιάδες φορές στην οθόνη του κινητού σου.
Βλέπεις κυρίως οδηγίες που σου λένε τι πρέπει να κάνεις για να μείνεις ασφαλής εσύ και όσοι αγαπάς.
Πολλοί σου λένε πως πρέπει να εκμεταλλευτείς τον χρόνο σου στο σπίτι. Να διαβάσεις, να γράψεις, να ακούσεις μουσική. Παράξενο, δεν θέλεις να κάνεις τίποτα από όλα αυτά. Κι ας είναι η δουλειά σου να γράφεις και να διαβάζεις.
Κλείνεις τα βιβλία και δεν μπορείς να γράψεις λέξη. Διαβάζεις μόνο ειδήσεις.
Το κρεβάτι έχει γίνει το γήπεδο σου, κι εκεί τα κάνεις όλα.
Ξυπνάς, σκρολάρεις, τρως, μιλάς στο τηλέφωνο, ξανατρώς, βλέπεις σίριαλ που συχνά πάνε παρακάτω χωρίς να έχεις καταλάβει πώς, αφού εντωμεταξύ ξαναβλέπεις ειδήσεις. Γράφεις κείμενα για τη δουλειά και πρέπει να έχεις στο μυαλό σου πως πρέπει να είσαι ψύχραιμος γιατί αυτό είναι το σωστό.
Το κρεβάτι σου, όσο παίρνουν οι μέρες, σε ρουφάει, σε βυθίζει στη δική του ανυπαρξία.
Το καταλαβαίνεις κάποια στιγμή.
Λες «αύριο θα σηκωθώ πρωί και θα κάνω γυμναστική». Η τελειωμένη μερέντα στο κομοδίνο μειδιά. Δεν σηκώνεσαι την άλλη μέρα. Σηκώνεσαι μετά από καναδυό μέρες.
Και επιτέλους κάνεις ό,τι δεν έκανες τις πρώτες μέρες. Δεν ενημερώνεσαι συνεχώς. Περιμένεις να πάει 6. Θα τα πει ο Τσιόδρας όλα. Κλείνεις την τηλεόραση και απομακρύνεις το κινητό.
Εντάξει, γυμναστική δεν κάνεις, μην το παρακάνουμε κιόλας. Αλλά βάζεις σειρά προτεραιότητας στα βιβλία που θα διαβάσεις. Και αρχίζεις να διαβάζεις σοβαρά κάποιο. Εξαφανίζεις από το οπτικό σου πεδίο τα γλυκά, κάτι σοκολατάκια που ξέμειναν από τα Χριστούγεννα και ήσουν έτοιμη να τα φας κι αυτά. Ο υπολογιστής παίζει μια λίστα από τα αγαπημένα σου τραγούδια. Βγάζεις τις πιτζάμες και τις φόρμες. Φοράς κάτι άλλο. Καλά όχι καμιά σπέσιαλ εμφάνιση, το τζιν και το φούτερ βοηθάνε την κατάσταση «κατεβάζω σκουπίδια και πάω στο super market». Δεν θα πας μακριά. Το super market για κακή-καλή τύχη είναι δίπλα στην είσοδο της πολυκατοικίας. Και το περίπτερο. Σου λέγαν τα παιδιά να πάρετε σκύλο, ανένδοτη εσύ! Ορίστε τώρα!
Ξανανεβαίνεις στον πέμπτο. Φτιάχνεις καφέ που ΔΕΝ πίνεις στο κρεβάτι. Βγαίνεις στο μπαλκόνι. Για δες, άνθισε η μπουκαμβίλια. Την πλησιάζεις και σου ανοίγει η όρεξη να σκαλίσεις το χώμα στις γλάστρες και να κόψεις τα αγριόχορτα του χειμώνα. Το κάνεις αλλά συνειδητοποιείς πως άνοιξες δουλειές. Τις επόμενες μέρες θα ασχοληθείς με τη βεράντα. Μετά μαγειρεύεις. Και το κάνεις καλά. Οι βιντεοκλήσεις δίνουν και παίρνουν. Φίλοι παιδικοί σε ξαναθυμούνται και συ ξαναθυμάσαι κι άλλους. Μόνιμη επωδός «όταν λευτερωθούμε να τα πούμε οπωσδήποτε…».
Ο Τόμας Μαν σου κλείνει το μάτι, είναι πάνω στο «Μαγικό βουνό» που έχεις ακουμπήσει στο τραπέζι. «Τι να μας πείτε εσείς, εμείς περάσαμε λοιμούς και καταποντισμούς», τον ακούω να λέει. Ναι. Έτσι είναι.
Δυναμώνεις μέρα με τη μέρα. Αποδέχεσαι τον «εγκλεισμό» σου. Ο ιός ακόμα εξαπλώνεται αλλά εστιάζεις πιο πολύ στις καλές ειδήσεις. Και τα βραδιά, επιστρέφεις στο κρεβάτι, κλείνεις τα μάτια και εύχεσαι, ελπίζεις, ονειρεύεσαι, πως οι άνθρωποι σου είναι όλοι ασφαλείς και πως δεν θα αργήσει να ‘ρθει μια καλύτερη μέρα για όλους.
Κυριακή Μπεϊόγλου
ΠΗΓΗ: www.awakengr.com , lifo.gr