Η σιλουέτα του ξεμάκραινε στους βάλτους, το κίτρινο ψάθινο κοφίνι που είχε στην πλάτη ανεβοκατέβαινε σε κάθε του βήμα. Η εικόνα του ήταν περίπου ίδια με την εικόνα του ερχομού του σ αυτό τον τόπο, πριν πάνω από ένα τέταρτο του αιώνα. Με τη διαφορά βεβαίως ότι όλα αυτά τα χρόνια που είχαν προστεθεί πάνω στο σώμα του είχαν ελαττώσει κατά πολύ τη σβελτάδα της κίνησης του και ότι η απόγνωση τον είχε εξασθενήσει, κάτι που φαινόταν στο κύρτωμα των ώμων του που κουβαλούσαν το κοφίνι.
Φαινομενικά δεν υπήρχε τίποτε να τον εμποδίσει να αρχίσει μια νέα καριέρα και χάρη στην πείρα του να προκόψει περισσότερο από ότι στο παρελθόν, τότε που η ψυχή του ήταν αδιαμόρφωτη. Αλλά ο Θεός και η φύση έχουν επινοήσει έναν ευφυή μηχανισμό που μειώνει τις πιθανότητες βελτίωσης του ανθρώπου στο ελάχιστο. Είναι ο μηχανισμός που όταν ο άνθρωπος αποκτά τη σοφία του ποιείν, χάνει το ζήλο για δημιουργία. Δεν είχε την παραμικρή διάθεση να ριχτεί για δεύτερη φορά στην εγκόσμια αρένα, που δεν ήταν πια γι αυτόν παρά ένα θέατρο πόνου….
Συχνά αμπελοφιλοσοφούσε σκεπτόμενος φωναχτά ως επί το πλείστον με ακροατές τα στάχυα και τα πετεινά του ουρανού….. «Εδώ κι εκεί και παντού κάθε λεπτό ως και δευτερόλεπτο του λεπτού, υπάρχουν άνθρωποι που πεθαίνουν πριν την ώρα τους σαν τα φύλλα που τα έκαψε η παγωνιά, παρόλο που τους αγαπά η οικογένεια τους, οι γείτονες του, ο κόσμος όλος, ενώ εγώ που είμαι ένα άχρηστο βάρος στη φύση , την κοινωνία, τη γη ολάκερη που όλοι αποστρέφονται, εξακολουθώ να ζω παρά τη θέληση μου. Γιατί αυτό το βρωμομικρόβιο που παίρνει όλους αυτούς τους αγαπημένους, εμένα με αφήνει;;» Το ερώτημα αυτό είχε σφηνωθεί βαθιά μέσα του τούτες τις μέρες της συμφοράς, τούτες τις μέρες της δακρυσμένης άνοιξης.
Πριν φύγει αυτοκυνηγημένος από την πόλη, είχε ξεχάσει το κλουβί του. Ένα σκαλιστό από έβενο κλουβάκι που μέσα του βρισκόταν μια καρδερίνα με υπέροχη φωνή όπως όλες οι καρδερίνες. Η τύχη του άμοιρου ωδικού πτηνού ήταν άσχημη, καθώς πέθανε από ασιτία μέσα στα πουπουλάκια του. Ένας αναστεναγμός έφυγε από το στήθος του γιατί ένιωσε την απώλεια και σκέφτηκε ότι ακόμη και η μοναδική συντροφιά των τελευταίων ημερών που είχε, χάθηκε ………Κάποιος όμως που βρήκε το κλουβί, έθαψε τον μικρό φτερωτό τραγουδιστή και η καρδιά του αυτοεξόριστου εκείνη την ώρα μαλάκωσε. Τώρα ήρεμος μπορούσε να είναι έτοιμος να αφεθεί στην κυνική πορεία της ασύμμετρης πάλης στη ζωή τούτη, με τα εξωτερικά θηρία που τον βασανίζουν, μα με τη σκέψη του να περιφέρεται στα εσωτερικά του μικρόβια. Τα σύννεφα και οι καταιγίδες φώτισαν τις μικρές αξίες , τα άνθη που παραμελεί να καλλιεργεί.
Από μακριά άκουσε καμπάνες και μια γλυκόλαλη φωνή που έλεγε.. «Λάμπρυνον μου την στολήν της ψυχής…». Κοίταξε προς το δείλι κι είδε χελιδόνια να πετούν ανέμελα. Πρέπει να ξεκίνησε η Μεγάλη Eβδομάδα και μέσα σε όλον αυτόν τον τραγικό ξεπεσμό, πήρε να ξηλώνει τα αγκαθωτά σύρματα της υπερβολής, το “φαίνεσθαι” πού τόσο επικίνδυνα ελλοχεύει μέσα του. Στα προηγούμενα χρόνια, τέτοιες μέρες, καθώς ανεβαίνει εις Ιεροσόλυμα προς το Θείο πάθος και την Ανάσταση, έκανε σχέδια πως θα στολίσει τον Επιτάφιο για να ξεχωρίζει, να παραγγείλει του κόσμου τα καλούδια, καθώς και τόσες άλλες υπερβολικές ενέργειες.
Πολλές Πασχαλιές πέρασαν από μπροστά του και σβήστηκαν ξαφνικά. Κάτι του έλεγε ότι η φετινή θα είναι αξέχαστη, μοναδική, κορυφαία και η Ανάσταση πραγματική……
Ο κατά συρροή ονειροπόλος
Δημήτρης Νούλας