24 χρόνια από τη μέρα που σκότωσε με τσεκούρι τον γιο του γιατί “δεν άντεχε να βλέπει την οικογένειά του να βασανίζεται”.
Ο μηχανολόγος μηχανικός ζούσε στην Κηφισιά μαζί με τα τρία του παιδιά και τη γυναίκα του μια μάλλον συνηθισμένη ζωή, μέχρι τη μέρα που ο μεγαλύτερος γιος του, ο 15χρονος τότε Βαγγέλης, άρχισε να εκδηλώνει τα πρώτα σημάδια ψυχική ασθένειας. Είναι 1984 και οι γιατροί αρχικά θα μιλήσουν για δύσκολη εφηβεία, για συνηθισμένες εκρήξεις θυμού λόγω ηλικίας… Η κατάσταση όμως θα αρχίσει να χειροτερεύει.
“Είχα αδυναμία στο παιδάκι μου. Ήταν ο πρωτότοκος. Ήταν έξυπνος, χαρισματικός”, θα πει ο παιδοκτόνος στο δικαστήριο. “Στα 15 του χρόνια εκδήλωσε τα πρώτα συμπτώματα. ‘Περνάει έντονη εφηβεία’ είπαν οι γιατροί. Ίσως κι εμείς να το ζορίσαμε. Σχολείο, γερμανικά, αγγλικά, πιάνο”.
Το 1989 όμως, η οικογένεια θα αναγκαστεί να δει την αλήθεια πίσω από τις προκαταλήψεις και το κοινωνικό στίγμα, που τους θόλωνε την κρίση. Ο μεγάλος τους γιος είναι ένας ψυχικά ασθενής άνθρωπος.
“Ήμουν μόνος στο σπίτι. Έρχεται το παλικάρι μου και μου λέει ότι ένας γείτονάς μας μπαίνει στο μυαλό του και του υπαγορεύει τι να κάνει. ‘Το κεφάλι μου πονάει, παραπονιέται. Θα τον σκοτώσω’”.
Τον Αύγουστο του ίδιου έτους οι ειδικοί θα συστήσουν στους γονείς τον εγκλεισμό του Βαγγέλη σε κάποια ψυχιατρική κλινική. Μάλιστα, ο επίκουρος καθηγητής Νευρολογίας και Ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Λ. Παπαγεωργίου, θα τους πει ότι η “αναγκαστική νοσηλεία είναι η μόνη λύση”.
“Για πρώτη φορά μας συνιστούν εισαγωγή σε ψυχιατρείο”, συνεχίζει ο Κοσμάς ενώπιον του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Αθήνας. “Τον πάμε στην κλινική ‘Γαλήνη’. Είδα να τον πιάνουν τέσσερις πέντε μαζί. Τον δένουν και τον κλείνουν σε ένα υπόγειο για ένα μήνα. Ήταν βαριά περίπτωση. Το παιδάκι μου μου ζητάει να βγει. Δεν αντέχει άλλο εκεί μέσα. Δεν αντέχω κι εγώ. Υπογράφω. Τον παίρνω στο σπίτι. Υπ’ ευθύνη μου. Πάμε σε γιατρό. Βρίσκουμε τη σωστή φαρμακευτική αγωγή. Είναι καλά”.
Στην ίδια λογική κινείται και η μητέρα του. “Δεν θέλαμε να το βάλουμε σε δημόσιο ψυχιατρείο. Εκεί που το ένα παιδί βιάζει το άλλο. Αγάπη τού δίναμε, ελπίζοντας. Αγάπη και υπομονή”.Τον πρώτο καιρό ακολουθεί κατ’ οίκον τη φαρμακευτική του αγωγή και η κατάστασή του είναι σταθερή. Το 1995 όμως θα τη σταματήσει. Οι γονείς του θα το καταλάβουν και θα αρχίσουν να του κρύβουν τα χάπια του μέσα στο φαγητό. Τρώνε και οι ίδιοι απ’ το ίδιο φαγητό για να μην το αντιληφθεί.
“Δεν ήθελα να τον κλείσω σε ψυχιατρείο, δεν το άντεχα. Τον βάζω σε διάφορες δουλειές γνωστών μου. Φεύγει. Αγοράζει χασίς. Χειροτερεύει. Χτυπούσε τη μητέρα του. Αποφασίζουμε να τον πάμε στο Αιγινήτειο. Δεν γίνεται. Ο γιατρός φοβάται για τη ζωή του παιδιού (…) λέει να τον βάλουμε μέσα. Για δεύτερη φορά. Παίρνουμε εισαγγελική εντολή. Η Αστυνομία φοβάται. ‘Είναι επικίνδυνος’, μας λένε, ‘πρέπει να έλθουν τα ΕΚΑΜ’. Όχι τα ΕΚΑΜ. Όχι το παιδάκι μας (…) Μέχρι να βρω μια λύση, αποφασίζω να τον στείλω διακοπές στη Μύκονο. Και αν σκοτώσει κανέναν; Θα είχαμε ηθική ευθύνη”.
Αυτή επιμονή των γονιών να τον κρατήσουν μακριά από το ψυχιατρικό ίδρυμα θα αποδειχτεί και το μοιραίο τους λάθος. Στις 7 Ιουλίου του 1996, την ημέρα του φόνου, ο 27χρονος πια Βαγγέλης βρισκόταν σε κρίση. Ήταν μόνος μαζί με τον πατέρα του στο σπίτι και του φώναζε: “Αν μέχρι να γυρίσω δεν μου έχεις βρει λεφτά για όπλα, θα σε σκοτώσω”.
Ο μηχανολόγος τρέχει στην αστυνομία, αλλά για κακή του τύχη ο διοικητής λείπει. Γυρίζει στο σπίτι του πανικοβλημένος και ακούει και τον γιο του να επιστρέφει:
“Τρέχω στο σαλόνι. Με φωνάζει, με γυρίζει πίσω και… σας παρακαλώ, τα υπόλοιπα διαβάστε τα μόνοι σας. Σας παρακαλώ. Δικάστε με 100 χρόνια. Δεν με νοιάζει. Μη με στενοχωρείτε άλλο, όμως. Διαβάστε τα από τα χαρτιά σας. Δεν μπορώ”, θα πει στους δικαστές, σταματώντας τη διήγηση του κλαίγοντας.
Τι είχε συμβεί;
Ο Απόστολος Κοσμάς είχε σκοτώσει με τσεκούρι τον γιο του την ώρα που κοιμόταν. Στη συνέχεια και χωρίς κανένας απ’ την οικογένεια να καταλάβει τίποτα, μετέφερε το άψυχο σώμα του στον Κάλαμο, εκεί όπου είχαν το εξοχικό τους. Του έβαλε φωτιά και έφυγε. Την επόμενη μέρα επέστρεψε στον Κάλαμο και έκοψε με πριόνι σε κομμάτια το απανθρακωμένο σώμα του παιδιού του. Τη στιγμή που τοποθετούσε τα κομμάτια σε μικρές σακούλες για να τα πετάξει, οι αστυνομικοί έκαναν έφοδο και τον συνέλαβαν επ’ αυτοφώρω. Σύμφωνα με ένα δημοσίευμα της εποχής, στη σύλληψη είχε βοηθήσει ένας γείτονας που είχε βγει βόλτα εκείνη τη μέρα. Το σκυλί του είχε μυρίσει κάτι περίεργο -προφανώς το πτώμα- και είχε πάθει μια “εμμονή” με το εξοχικό, γαβγίζοντας και τρέχοντας συνεχώς προς αυτό.
“Ο πατέρας μου ήταν το πρότυπό μου. Προσπαθούσα να του μοιάσω. Σε όλα (…) Κατάλαβα ότι έπρεπε μόνος μου να προστατεύσω τον εαυτό μου. Κλείδωνα την πόρτα μου και άφηνα τα παντζούρια ανοιχτά. Δεν έφταιγε ο αδελφός μου. Η αρρώστια του μόνο”, θα πει ο μικρός αδερφός.
“Ήμουν η σανίδα σωτηρίας για το αδελφάκι μου. Δεν ήταν ο πατέρας μου που έκανε όλα αυτά”, θα πει ο μεσαίος γιος της οικογένειας. “Ο πατέρας σήκωνε το βαρύτερο φορτίο (…) Ο αδελφός μου είχε καλοσύνη, που την επισκίαζε η σχιζοφρένειά του. Έλεγε ότι θα μας σκότωνε εάν τον κλείναμε στο ψυχιατρείο. Τα περιστατικά τον τελευταίο καιρό δεν ήταν ένα και δύο. Ήταν σαν ένα βιβλίο, που κάθε σελίδα του ήταν γραμμένη με πολλά περιστατικά. Ήταν ένα μαρτύριο, το οποίο προσπαθούσαμε να αντιμετωπίσουμε με αγάπη. Προσευχόμουν, πίστευα και ήλπιζα, όπως όλοι μας”.
“Το παιδί μου είχε μια ζωή γεμάτη αγάπη”, θα συμπληρώσει η μητέρα. “Το τέλος του δεν δείχνει αγάπη. Αυτό με τυραννάει πάντα”.
Το δικαστήριο θα αποφανθεί “ένοχος, αλλά με δύο ελαφρυντικά” και θα του επιβάλει κάθειρξη 15 ετών και φυλάκιση 6 μηνών.
Ένα χρόνο μετά, την 1η Οκτωβρίου του 1998, ο Απόστολος Κοσμάς θα πεθάνει από ανακοπή καρδιάς την ώρα του προαυλισμού στην Ά Πτέρυγα των Δικαστικών Φυλακών Κορυδαλλού. Έπασχε απ’ την καρδιά του, ακόμα και μέσα στο δικαστήριο πολλές φορές σταματούσε την κατάθεσή του ψάχνοντας τα χάπια του στις τσέπες του παντελονιού του.Προσωπικά, μου προκαλεί εντύπωση ο οίκτος που έδειξαν στον δολοφόνο. Η δική μου θέση κρύβεται μέσα στα λόγια της αγόρευσης του εισαγγελέα και ας τελειώσουμε με αυτά:
“Ποιος είμαι εγώ που θα κάνω τον τιμητή; Δεν έχω δικαίωμα να απευθύνω κατηγορίες ηθικής φύσεως. Βρεθείτε στη θέση αυτού του τραγικά άτυχου πατέρα. Η αγάπη, πάντως, δεν σκοτώνει. Ας τον κρίνει ο Θεός ή η κοινωνία. Λύση, υπήρχε. Ο εγκλεισμός. Αλλά ο κατηγορούμενος ήταν δέσμιος των αντιλήψεών του. Παγιδεύτηκε. Εγκλωβίστηκε. Φοβόταν τον κοινωνικό στιγματισμό”.