Πολύ γρήγορα, όμως, εγκατέλειψε την Ιατρική για να γίνει ηθοποιός και τελείωσε τη Δραματική Σχολή του Κάρολου Κουν.Αρχικά σπούδασε στη Σχολή του Ελληνικού Ωδείου και στη συνέχεια φοίτησε τέσσερα χρόνια στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, προκειμένου να ακολουθήσει το επάγγελμα του πατέρα του. Θείος του ήταν ο διάσημος μουσικός με διεθνή καριέρα Δημήτρης Μητρόπουλος.
Επαγγελματική πορεία
Είχε το χάρισμα να προκαλεί το γέλιο με απλές, απέριττες κινήσεις και εκφράσεις, καθώς ήταν προικισμένος με μεγάλο ταλέντο, το οποίο το αξιοποίησε στο μέγιστο βαθμό, διαγράφοντας αξιοσημείωτη πορεία στο θέατρο και στον κινηματογράφο.
Όταν παρακολούθησε την «Αγριόπαπια» του Ίψεν σε μα από τις πρώτες παραστάσεις του Κάρολου Κουν, ενθουσιάστηκε και πήγε στα καμαρίνια του Κουν, τον οποίο θα τον έβλεπε εφεξής πολύ συχνά…
Ο Γκιωνάκης σπούδασε στη σχολή του και βγήκε στο θέατρο από τον ίδιο, κάνοντας την πρώτη του εμφάνιση στη σκηνή του Θεάτρου Τέχνης, το 1944 με το έργο «Ο Τελευταίος Ασπροκόρακας».
Ένα χρόνο αργότερα εμφανίστηκε στην επιθεώρηση «Η Ζωή Ξαναρχίζει». Για πολλά χρόνια συνέχισε να συμμετέχει σε αξιόλογους θιάσους, πάντα ως βασικό στέλεχος, ενώ το 1959 ίδρυσε το δικό του θίασο.
Θεωρείται ο κύριος θεατρικός εκπρόσωπος των έργων του Δημήτρη Ψαθά με πάρα πολλές επιτυχίες στο ενεργητικό του (πολλές από τις οποίες μεταφέρθηκαν και στον κινηματογράφο με μεγάλη επιτυχία), όπως «Το Στραβόξυλο» και «Ο Αχόρταγος» και για αυτό το λόγο τιμήθηκε με Αναμνηστικό Μετάλλιο Δημήτρη Ψαθά.
Στη δεκαετία του 1970 συνεργάστηκε με το «Προσκήνιο» του Αλέξη Σολωμού με αξιοσημείωτες παρουσίες σε δύσκολους ρόλους.
Η πρώτη του εμφάνιση στον κινηματογράφο έγινε το 1951 στην ταινία «Εκείνες που δεν πρέπει να Αγαπούν» της Φίνος Φιλμ. Ο πιο χαρακτηριστικός του ρόλος είναι στην ταινία «Τα Κίτρινα Γάντια» στην οποία η ερμηνεία του στον ρόλο του Μπρίλη, ενός χωριάτη και χαζούλη νεαρού καφετζή έγινε σεμιναριακή.
Αξέχαστη έχει μείνει και η ερμηνεία του στην ταινία «Η Ωραία του Κουρέα», υποδυόμενος έναν κουρέα που προσπαθεί να παντρέψει τις αδελφές του. Ήταν εξαιρετικός μίμος, γι αυτό άλλωστε συνήθιζε να κάνει μιμήσεις προσώπων της επικαιρότητας στις επιθεωρήσεις.
Συνολικά πήρε μέρος σε πάνω από εκατό κινηματογραφικές ταινίες, έξι από τις οποίες ήταν στην Φίνος Φίλμ. Επίσης, έχει κυκλοφορήσει και δυο σατυρικούς δίσκους, ο πρώτος το 1978 με τίτλο «Ο Γκιωνάκης έχει πλάκα» και ο δεύτερος το 1979 με τίτλο «Ο ιπτάμενος δίσκος του Γκιωνάκη».
Ο γάμος, τα παιδιά & τα εγγόνια
Το πάθος υπήρχε και στην προσωπική του ζωή. Όλοι όσοι τον γνώριζαν έκαναν λόγο για έναν άνθρωπο με «σπίθα» και με αδυναμία στο ωραίο φύλο. Τη δεκαετία του ’50 ερωτεύτηκε παράφορα τη μετέπειτα σύζυγό του με την οποία και ανέβηκαν τα σκαλιά της εκκλησίας το 1957. Καρποί του έρωτά τους ήταν οι δύο κόρες τους, Ρενάτα και Πωλίνα.
Η Πωλίνα ακολούθησε τα βήματα του μπαμπά της στην υποκριτική και τη γνωρίζουμε από τις σειρές στις οποίες έχει συμμετάσχει. Η ίδια έχει έναν γιο, τον Λευτέρη Παπανικολάου-Γκιωνάκη, επίσης ηθοποιό.
Η παράνομη σχέση και η απιστία
Η είδηση της σύλληψης του ηθοποιού Γιάννη Γκιωνάκη, τον Οκτώβριο του 1984, προκάλεσε σοκ στο πανελλήνιο αλλά και στη θεατρική οικογένεια. Ο αγαπημένος κωμικός έγινε πρωτοσέλιδο γιατί πυροβόλησε την ερωμένη του μέσα στο σπίτι της στο Καστρί.
Η αδυναμία του Γιάννη Γκιωνάκη στις γυναίκες ήταν κοινό μυστικό για τους φίλους και τους συνεργάτες του. Όπως θα έλεγε αργότερα η κόρη του Πωλίνα Γκιωνάκη «ήταν ένας άπιστος σύζυγος και δεν ήξερε καν να το καλύψει».
Εκείνη την εποχή, παρά το γεγονός ότι ήταν παντρεμένος, ήταν ερωτευμένος με την Αφροδίτη Κοζανιτά. Ο Γιάννης Γκιωνάκης διατηρούσε παράνομο δεσμό με την γοητευτική γυναίκα την οποία λάτρευε και ζήλευε παράφορα. Μάλιστα, έφτανε στο σημείο να παρακολουθεί την αγαπημένη του και να στήνεται με τις ώρες έξω από το σπίτι της για να ελέγχει τις κινήσεις της. Στις 14 Οκτωβρίου ο Γιάννης Γκιωνάκης επισκέφθηκε την Αφροδίτη Κοζανιτά στο Καστρί.
Η σχέση του ζευγάρι βρισκόταν σε κρίση καθώς ο Γκιωνάκης ήταν παντρεμένος και δεν αποφάσιζε να προχωρήσει στο επόμενο βήμα.
Το δικαστήριο καταδίκασε τον Γιάννη Γκιωνάκη σε φυλάκιση 15 μηνών, ποινή η οποία ήταν εξαγοράσιμη.
Ο ηθοποιός εξαγόρασε την ποινή του και έφυγε ελεύθερος από το δικαστήριο γράφοντας με αυτό τον τρόπο τον επίλογο της πολύκροτης ιστορίας.
«Δεν ήθελα να τη σκοτώσω»
Η βίαιη μέρα που ο Γιάννης Γκιωνάκης πυροβόλησε τη σύντροφό του Αφροδίτη Κοζανιτά- αυτό ήταν το όνομα της γυναίκας με την οποία διατηρούσε παράνομο δεσμό. Η Κοζανιτά, για να μείνουμε στο πνεύμα που βρισκόμαστε μετά την αναφορά στα «Κίτρινα Γάντια» και να ικανοποιήσουμε την κίτρινη πλευρά του εαυτού μας, είναι, μάλιστα, η μητέρα του γνωστού μουσικοσυνθέτη Φοίβου.
Ένα απόγευμα στα μέσα Οκτωβρίου του 1984, ο Γκιωνάκης της τηλεφώνησε λέγοντάς της πως δεν αισθάνεται καλά και ότι μόλις είχε κρίση λόγω του ζαχάρου που τον ταλαιπωρούσε. Της ζήτησε να βρεθούν κι εκείνη του είπε πως τον περιμένει στο σπίτι της στο Καστρί.
Οι δυο τους βρέθηκαν ν’ ακούν μια κασέτα την οποία είχε γράψει εκείνος για χάρη της. Σε κάποια φάση η Κοζανιτά ζήτησε από τον γνωστό ηθοποιό να συζητήσουν για το μέλλον της σχέσης τους και την πιθανότητα επισημοποίησής της.
Αυτός- που, όπως καταλάβατε μέχρι τώρα, ήταν παντρεμένος- τη διαβεβαίωσε γι’ ακόμα μία φορά πως δεν τον συνδέει τίποτα με τη γυναίκα του, όμως δεν ήταν και θερμός υποστηρικτής της ιδέας του διαζυγίου. Τότε, η Αφροδίτη του ζήτησε να χωρίσουν.
Ο Γκιωνάκης θόλωσε, άρπαξε το περίστροφο που είχε μαζί του και πυροβόλησε τρεις φορές προς το μέρος της. Μία σφαίρα της προκάλεσε διαμπερές τραύμα στον ωμοθώρακα και η Κοζανιτά άρχισε να αιμορραγεί. Στη θέα αυτής της εικόνας εκείνος το έβαλε στα πόδια.
Για καλή του τύχη το θύμα πρόλαβε να ειδοποιήσει την αστυνομία πριν χάσει τις αισθήσεις του και μεταφέρθηκε τάχιστα στο ΚΑΤ, όπου και διέφυγε τον κίνδυνο. Λίγες ώρες αργότερα, ο Γκιωνάκης συνελήφθη και προφυλακίστηκε.
Η θεωρία που λέει πως ο γάμος είναι μια φυλακή μόλις είχε επιβεβαιωθεί με τον πιο πανηγυρικά σαδιστικό τρόπο.
Τώρα, ήταν η σειρά των ΜΜΕ να στήσουν το δικό τους πανηγύρι.
Το θέμα, φυσικά, έγινε πρωτοσέλιδο και η ζωή των δύο ανθρώπων στήθηκε, μαζί με το ζευγάρι, στο εδώλιο. Κατά τη διάρκεια της ανακριτικής διαδικασίας ήρθαν στο φως ορισμένες «πικάντικες» λεπτομέρειες: «Με υποψιαζόταν και έκανε απίθανα πράγματα. Με παρακολουθούσε συνεχώς με το ψευδώνυμο Δημητρακόπουλος και πολλές φορές στηνόταν κάτω από το σπίτι μου για να δει ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει. Μου έκανε πολλές σκηνές», θα έλεγε η Κοζανιτά, η οποία, ωστόσο, στο τέλος κατ’ ουσίαν αθώωσε τον ηθοποιό.
«Σας διαβεβαιώνω, ότι δεν ήρθε με πρόθεση να με δολοφονήσει. Αν ήθελε να με σκοτώσει, θα τα είχε καταφέρει. Σίγουρα είχε ελαττώματα, αλλά δεν ήταν εγκληματική φυσιογνωμία», δήλωσε ενώπιον του δικαστηρίου, συμφωνώντας με τον Γκιωνάκη που διατεινόταν πως δεν είχε ουδεμία πρόθεση να τη δολοφονήσει.
«Δεν ήθελα να την σκοτώσω»: Όταν ο πιο ξεχωριστός κωμικός ηθοποιός πυροβόλησε στο θώρακα την ερωμένη του.
Κάπως έτσι, η αρχική κατηγορία περί απόπειρας ανθρωποκτονίας και παράνομης οπλοκατοχής και οπλοχρησίας μετατράπηκε- μετά τις καταθέσεις των μαρτύρων και του θύματος- σε επικίνδυνη σωματική βλάβη με την αναγνώριση ελαφρυντικού.
Το τέλος
Τέσσερα χρόνια πριν το θάνατό του, υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο και ακολούθησαν σοβαρά προβλήματα υγείας. Τον τελευταίο μήνα της ζωής του, η υγεία του παρουσίασε σοβαρή επιδείνωση. Έσβησε το απόγευμα της Κυριακής 25 Αυγούστου 2002 στο νοσοκομείο Λευκός Σταυρός από μόλυνση του αναπνευστικού. Κηδεύτηκε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών παρουσία πολλών συναδέλφων του και απλού κόσμου.