Αρρωστιάρικα παιδιά – Αληθινή ιστορία: Το ξεκίνημα της ιστορίας
Η κοινωνική κριτική είναι μια ασθένεια μεταδοτική, που κολλάει κυρίως ανάμεσα σε εκείνους που φοβούνται να ζήσουν ελεύθερα, ανάμεσα σε εκείνους που δίνουν σχήμα και πνοή σε απαρχαιωμένες προκαταλήψεις, τις οποίες μεταμορφώνουν στη συνέχεια σε τέρατα. Συχνά αυτά τα τέρατα καταλήγουν να ρουφάνε αδίστακτα την ίδια τη ζωή και όλες τις εκφράσεις της. Συχνά αυτά τα τέρατα παίρνουν ανθρώπινη μορφή και λύνουν το φάντασμα της κοινωνικής κριτικής με την δική τους μορφή αυτοδικίας.
Παρακάτω θα σας διηγηθούμε την ιστορία του πατροκτόνου Βασίλη Τάκου. Ας πάρουμε συλλογικά μια βαθιά ανάσα. Το 1979, ο 58χρονος αγρότης Βασίλης Τάκος προσπαθούσε να βρει την αφετηρία μιας νέας ζωής. Μετρούσε μήνες από την αποφυλάκισή του για κατοχή και χρήση ναρκωτικών και η ησυχία του χωριού του, στο Ξηροκάμπι Σπάρτης, έμοιαζε ιδανική. Στο πλευρό του είχε την Χρυσούλα, την κατά 16 χρόνια μικρότερη σύντροφο του, η οποία αντιμετώπιζε έντονα ψυχολογικά προβλήματα.
Ελάχιστοι συμπαθούσαν και ήθελαν την παρέα του Βασίλη στο χωριό. Στα πηγαδάκια τον φώναζαν ‘ο ληστής’ και οι συζητήσεις έδιναν και έπαιρναν πίσω από την πλάτη του με μια βασική απορία: Γιατί ποτέ δεν είχε εμφανίσει το δεύτερο παιδί του σε κανέναν; Τι του συνέβαινε; Αφού όλοι έλεγαν πως ήταν ένα υγιέστατο κοριτσάκι.
Αρρωστιάρικα παιδιά – Αληθινή ιστορία: Νέο παιδί
Θα μπορούσε να πει κανείς πως ήταν ‘χαράς ευαγγέλιο’ η γέννηση του τρίτου παιδιού της οικογένειας, ενός αγοριού, το καλοκαίρι του 1981. Όμως κι αυτό δεν το έβλεπε κανείς στο χωριό. Όταν ρωτούσαν τον Βασίλη και τους συγγενείς του που βρίσκεται το δεύτερο και το τρίτο παιδί της οικογένειας, εκείνοι απαντούσαν μπερδεμένα: Τη μια έλεγαν πως πέθαναν στο στο Νοσοκομείο Παίδων της Βούλας από μηνιγγίτιδα, την άλλη πως τα είχαν χαρίσει σε ένα ζευγάρι πλουσίων από την Αθήνα που δεν μπορούσε να τεκνοποιήσει.
Μέχρι και πως τα έκλεισαν στο βρεφοκομείο της Σπάρτης “επειδή ήταν αρρωστιάρικα’ έφτασαν να ισχυριστούν. Η πεθερά του Βασίλη Τάκου ήταν ο μόνος άνθρωπος που δεν πίστεψε ποτέ τους ισχυρισμούς του. Το 1983, η Χαρούλα μπήκε ξανά στο μαιευτήριο, για να φέρει στον κόσμο το τέταρτο παιδί της. Πώς άραγε θα μπορούσε να γεννήσει μια ακόμα ψυχή, όταν τα δυο από τα τρία παιδιά της είχαν συνδεθεί με τρομακτικές φήμες και ανυπόστατα ψεύδη;
Ο εφιάλτης μέσα στο μυαλό μιας ψυχικά διαταραγμένης γυναίκας σταμάτησε να είναι υπόκωφος και βουβός, έγινε ουρλιαχτό. Η Χαρούλα αφού έφερε στον κόσμο το τέταρτο παιδί της, αποκάλυψε στην μητέρα της μια αποτρόπαιη αλήθεια.
Αρρωστιάρικα παιδιά – Αληθινή ιστορία: «Το ένα δίπλα στο άλλο για να έχουν παρέα»
Τα δυο από τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας Τάκου είχαν θαφτεί ζωντανά στο υπόγειο του σπιτιού της. Ο πατέρας τους είχε πιάσει το φτυάρι και είχε μετατραπεί σε πατροκτόνο ‘επειδή ήταν αρρωστιάρικα’. Η πεθερά του Τάκου δυσκολεύτηκε να πιστέψει τα λόγια της κόρης της, θεώρησε πώς όλα ήταν ένας μύθος που είχε γεννήσει ο διαταραγμένος ψυχισμός της. “Τι με βάζεις να πω στην αστυνομία, θα γίνω ρεζίλι αν πάω να καταγγείλω τέτοια πράγματα” της έλεγε έξαλλη. Λίγες μέρες αργότερα όμως, ο άντρας της έμαθε γι’ αυτή την κουβέντα μεταξύ μάνας και κόρης και απασφάλισε: Ο Βασίλης Τάκος έδειρε την γυναίκα του σε σημείο αναισθησίας. Εκείνη δεν άντεξε άλλο. Μίλησε για όλα στην μητέρα της και εκείνη πήγε στην αστυνομία.
Η αστυνομία κάλεσε τον Βασίλη Τάκο για κατάθεση: Εκείνος ενοχοποίησε τη σύζυγο και την πεθερά του, φωνάζοντας πως τα παιδιά ήταν άρρωστα και επαναλαμβάνοντας σενάρια για το βρεφοκομείο της Σπάρτης, μιλώντας ακόμα και για απαγωγές από τσιγγάνους. Μετά από αρκετές ώρες ανάκρισης, ο Τάκος ‘έσπασε’ και ομολόγησε. Άρχισε να περιγράφει με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες τα εγκλήματα του. Το κορίτσι, σε ηλικία μόλις 5 μηνών, το είχε θάψει μαζί με την γυναίκα του, γιατί όπως ισχυρίστηκε “εκτός από μηνιγγίτιδα, έπασχε από στραβισμό και είχε σπάσει το πόδι του”. Το αγοράκι ήταν 18 μηνών, όταν ο πατέρας του αποφάσισε το ίδιο τέλος και γι’ αυτό. Ο ίδιος κυνικά συμπλήρωσε πως: “Το θάψαμε δίπλα στο άλλο, για να έχει παρέα”.
Αρρωστιάρικα παιδιά – Αληθινή ιστορία: Χωρίς έλεος
Κανένα έλεος
Στις 3 Μαρτίου 1983, ο Βασίλης Τάκος μαζί με αστυνομικούς βρέθηκαν στο σπίτι της οικογένειας για την αναπαράσταση και την αποκάλυψη της εγκληματικής πράξης του. Το πτώμα του μικρού βρέθηκε γυμνό και θαμμένο σε βάθος 70-80 εκατοστών. Είχε πεθάνει από πολλαπλά κατάγματα και αναρρόφηση. Για τον εντοπισμό του κοριτσιού, χρησιμοποιήθηκε εκσκαφέας την επόμενη μέρα. Τελικά βρέθηκαν μόνο τα οστά.
“Τα λυπήθηκα επειδή ήταν άρρωστα. Τα λύτρωσα από τη μίζερη ζωή τους” είχε πει ο παιδοκτόνος, προσπαθώντας να δικαιολογήσει τις πράξεις του. Ο μεγάλος γιος του (5 ετών) αποκάλυψε στη συνέχεια πως και εκείνος μια μέρα είχε κυνηγηθεί από τον πατέρα του με ένα κλαδευτήρι, αλλά δεν είχε καταφέρει να τον πιάσει.
Ο Βασίλης Τάκος καταδικάστηκε από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Κυπαρισσίας σε δις εις θάνατο. Η σύζυγος του, κατηγορούμενη για συνεργεία σε δυο ανθρωποκτονίες, αθωώθηκε, με ελαφρυντικό την βεβαρημένη ψυχική της υγεία και την πολυετή κακοποίηση που είχε υποφέρει στα χέρια του Βασίλη Τάκου. Είπε στην απολογία της: “Έξι χρόνια ο σύζυγός μου με έδερνε, επειδή πίστευε ότι το δεύτερο παιδί μας δεν ήταν δικό του. Γι’ αυτό δεν πήγα στην Αστυνομία από την πρώτη στιγμή. Εκείνη την ημέρα τον είδα να ανοίγει το λάκκο. Ήξερα τι πήγαινε να κάνει και έφυγα για να μην βλέπω” και ξεκίνησε τον αγώνα της ψυχικής της αποθεραπείας στο ψυχιατρείο της Τρίπολης. Ο Τάκος δικάστηκε σε δεύτερο βαθμό από το Μικτό Ορκωτό Εφετείο του Ναυπλίου. Η ετυμηγορία δεν άλλαξε.