Τα νέα ποσοστά αναπλήρωσης ισχύουν για παλαιούς και νέους συνταξιούχους και για τον λόγο αυτόν, όπως προβλέπει ο νόμος, οι συντάξεις θα επανυπολογιστούν.

Ο επανυπολογισμός, όπως αποκαλύπτει σήμερα ο Ελεύθερος Τύπος της Κυριακής, θα γίνει σε δύο δόσεις και εξ αυτού του λόγου οι αυξήσεις θα πληρωθούν σε δύο περιόδους.

Πρώτοι θα έχουν επανυπολογισμό οι νέοι συνταξιούχοι που αποχώρησαν με διατάξεις νόμου 4387, μετά τις 13/5/2016, και σε δεύτερο χρόνο θα γίνει ο επανυπολογισμός για τους παλαιότερους συνταξιούχους που είχαν πάρει σύνταξη με τις παλαιές διατάξεις πριν από τον νόμο 4387, δηλαδή πριν από τις 13/5/2016.

Για τον λόγο αυτό θα εκδοθούν δύο αποφάσεις-εγκύκλιοι, μία που θα αφορά στον επανυπολογισμό και τον υπολογισμό συντάξεων για νέους μετά τις 13/5/2016 συνταξιούχους και μία για τον επανυπολογισμό των συντάξεων των παλαιότερων συνταξιούχων.

Οι αυξήσεις που θα προκύψουν θα πληρωθούν σε κάθε περίπτωση το 2021 και ο νέος προγραμματισμός είναι να έχει κλείσει ο επανυπολογισμός για τους νέους συνταξιούχους σε έναν μήνα και να πάρουν τις αυξήσεις οι νέοι συνταξιούχοι εντός του Ιανουαρίου και από τον Φεβρουάριο να πληρωθούν οι αυξήσεις των παλαιών. Το αρχικό χρονοδιάγραμμα ήταν να έχουν τελειώσει όλα, δηλαδή αυξήσεις και αναδρομικά σε παλαιούς και νέους συνταξιούχους, τον Δεκέμβριο του 2020. Το δεύτερο κύμα του κορονοϊού και οι απανωτές απαγορεύσεις, όμως, σε συνδυασμό με την υπολειτουργία του Δημοσίου λόγω αναγκαστικής τηλεργασίας, έφεραν πίσω όλη τη διαδικασία και πλέον, όπως ανέφερε και ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Γιάννης Βρούτσης, υπάρχει νέο χρονοδιάγραμμα για τις αυξήσεις Ιανουάριο και Φεβρουάριο.

Η πρώτη εγκύκλιος για τον επανυπολογισμό των συντάξεων όσων αποχώρησαν με 30 έτη και πάνω από τις 13/5/2016 και μετά προβλέπει ότι οι αυξήσεις που προκύπτουν θα πληρωθούν σε μία δόση, όπως και σε μία δόση θα δοθούν τα αναδρομικά των αυξήσεων για 14 μήνες, ήτοι από Οκτώβριο 2019 έως Δεκέμβριο 2020.

Η δεύτερη εγκύκλιος, που ετοιμάζεται σχετικά με τον επανυπολογισμό των παλαιών συντάξεων, προβλέπει ότι οι αυξήσεις θα δοθούν εφόσον είναι μεγαλύτερες από το ποσό της θετικής προσωπικής διαφοράς που λαμβάνουν οι συνταξιούχοι και η πληρωμή τους θα είναι σε 5 ισόποσες ετήσιες δόσεις.

Αναλυτικά παραδείγματα

  • Ενας συνταξιούχος του 2017 με 40 έτη που θα έχει αύξηση 170 ευρώ με τον επανυπολογισμό θα την πάρει σε μία δόση με τη σύνταξη που θα πληρωθεί τον Ιανουάριο και επίσης σε μία δόση θα πάρει αναδρομικά αύξησης για 14 μήνες με ποσό 2.380 ευρώ, όπως προβλέπει ο νόμος 4670 για τον επανυπολογισμό των νέων συνταξιούχων.
  • Ενας συνταξιούχος του 2008 με 40 έτη που θα έχει αύξηση 170 ευρώ με τον επανυπολογισμό, αλλά έχει και προσωπική διαφορά 70 ευρώ, θα πάρει στην τσέπη καθαρή αύξηση 100 ευρώ, γιατί τα 70 ευρώ θα ισοφαρίσουν την προσωπική διαφορά (σ.σ.: η προσωπική διαφορά δόθηκε, ώστε να παραμείνει η παλαιά σύνταξη και να μην ισχύσει η μείωση που έγινε με τον επανυπολογισμό του «νόμου Κατρούγκαλου»). Η αύξηση των 100 ευρώ θα δοθεί σε 5 ετήσιες δόσεις με 20 ευρώ κατ’ έτος και για τον Φεβρουάριο του 2021 θα πρέπει να πληρωθεί αύξηση 40 ευρώ για το 2020 και το 2021. Τα αναδρομικά, δε, θα είναι για 14 μήνες, αλλά όχι για όλο το ποσό της αύξησης, παρά μόνο για την πρώτη δόση, δηλαδή για τα 20 ευρώ, οπότε τα αναδρομικά 14μήνου θα είναι μόλις 280 ευρώ, όπως προβλέπει ο νόμος 4670 για τον επανυπολογισμό των παλαιών συνταξιούχων.

Πώς θα υπολογιστούν οι νέες προσωπικές διαφορές

Κρίσιμο είναι το θέμα της προσωπικής διαφοράς για τους νέους συνταξιούχους, όπως και ποιο θα είναι το συγκρίσιμο ποσό σύνταξης κατά τον νέο επανυπολογισμό. Αυτό που λένε οι υπηρεσίες είναι αν η σύνταξη που θα προκύψει για τους συνταξιούχους με τον επανυπολογισμό του «νόμου Βρούτση» θα συγκριθεί με τη σύνταξη που πήραν από τον «νόμο Κατρούγκαλου» ή με τη σύνταξη που θα έπαιρναν αν δεν υπήρχε ο νόμος 4387, ώστε να ξεκαθαριστεί και ποια θα είναι η νέα προσωπική διαφορά.

Ο «νόμος Κατρούγκαλου» έλεγε ότι όσοι έχουν μείωση άνω του 20% σε σύγκριση με τη σύνταξη που θα έβγαζαν με το παλαιό σύστημα θα παίρνουν ένα μέρος της μείωσης ως προσωπική διαφορά. Για το 2016, η προσωπική διαφορά είναι ίση με το 50% της μείωσης, για το 2017 είναι το 1/3 της μείωσης και για το 2018 είναι το ¼ της μείωσης.

Για παράδειγμα, συνταξιούχος που αποχώρησε τον Δεκέμβριο του 2016 με 35 έτη ασφάλισης πήρε σύνταξη με τον «νόμο Κατρούγκαλου» 950 ευρώ προ φόρου, ενώ με το παλαιό καθεστώς (προ «νόμου Κατρούγκαλου») θα έπαιρνε 1.250 ευρώ προ φόρου. Η μείωση είναι 24% (-300 ευρώ), οπότε ενεργοποιείται η προσωπική διαφορά και ο συνταξιούχος, επειδή βγήκε το 2016, έχει ως προσωπική διαφορά το 50% της μείωσης, δηλαδή από τα 300 ευρώ της περικοπής επιστράφηκαν τα 150 ευρώ και η τελική σύνταξη είναι 1.100 (950 ευρώ σύνταξη + 150 ευρώ προσωπική διαφορά).

Αν αποχώρησε το 2017, η προσωπική του διαφορά είναι 100 ευρώ και η σύνταξη 1.050 ευρώ (950 ευρώ + 100 ευρώ προσωπική διαφορά), ενώ με έξοδο το 2018 η προσωπική διαφορά μικραίνει κι άλλο και γίνεται 75 ευρώ, με τη σύνταξη στα 1.025 ευρώ (950 ευρώ + 75 ευρώ προσωπική διαφορά).

Με έξοδο από 1/1/2019 και μετά, δεν δίδεται προσωπική διαφορά, που σημαίνει ότι η μείωση του παραδείγματος (-300 ευρώ) περνάει όλη στη σύνταξη και ο συνταξιούχος παίρνει τα 950 ευρώ μόνο.

Αυτό που διευκρινίζεται στην πρώτη εγκύκλιο του επανυπολογισμού είναι ότι σε κάθε περίπτωση κανένας συνταξιούχος δεν θα χάσει τις προσωπικές διαφορές, αν λόγω καλύτερων συντελεστών η μείωση πέσει κάτω από 20%. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο συνταξιούχος θα συνεχίσει να παίρνει το ίδιο συνολικό ποσό με μια νέα προσωπική διαφορά.

Για παράδειγμα, αν η σύνταξη του 2016 που επανυπολογίζεται με τον «νόμο Βρούτση» βγαίνει στα 1.050 ευρώ (αντί 950 ευρώ που ήταν με τον «νόμο Κατρούγκαλου»), αυτό σημαίνει ότι συγκρινόμενη με την παλαιά ων 1.250 ευρώ δεν έχει μείωση 24% αλλά 12%, οπότε δεν ισχύει και ο μηχανισμός της προσωπικής διαφοράς. Ο συνταξιούχος, όμως, λόγω προσωπικής διαφοράς έπαιρνε, τελικά, 1.100 ευρώ, ενώ με τον επανυπολογισμό πάει στα 1.050 ευρώ. Για να μην έχει, λοιπόν, μείωση, θα πάρει νέα προσωπική διαφορά 50 ευρώ και η νέα σύνταξη θα είναι 1.100 ευρώ.