Καθώς έδενε τη ζώνη της, δευτερόλεπτα πριν την απογείωση, ένα μειδίαμα διαγράφηκε στα υπέροχα χείλη της. Είχε μια παντοτινή γεύση φρεσκοκομμένου σύκου και ποτέ μιας αλμυρής τρικυμίας, αυτήν η γαλανομάτα ξανθομαλλούσα καραγκούνα, γέννημα θρέμμα της Θεσσαλικής γης, τέκνο της απόλυτης αγάπης των γονιών της, που σειόταν οι πλάκες των πεζοδρομημένων δρόμων της πανέξυπνης πόλης και αναστέναζαν τα στρουμπουλούλικα κράματα της Βλαχιάς και της Καραγκούνικης «φυλής» στο θυελλώδες πέρασμά της.
Μεγαλωμένη η Εύα σε προστατευμένο περιβάλλον είχε την τύχη να είναι όμορφη αλλά και έξυπνη ταυτόχρονα, ώστε να προσπεράσει γρήγορα τις συμβουλές των γονιών της, να αυτονομηθεί και να κατακτήσει σε ταχύτατο χρόνο μια θέση στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου όπου έκανε το διδακτορικό της. Όμως ήταν Ελληνίδα… και η ευτυχισμένη οικογένεια, στην οποία μεγάλωσε, την καλούσε στα όνειρά της να επιστρέψει.
Πριν καν κλείσει την τρίτη δεκαετία της ζωής της επέστρεψε – αφήνοντας τους εραστές της από όλη την Ευρώπη να πνίγονται στα δάκρυα της απόρριψης – στη φημισμένη πόλη της επαρχίας, για να κάνει μαθήματα Αγγλικών, Ισπανικών και Γερμανικών, ενώ γνώριζε πολύ καλά Πορτογαλικά, που θα τα χρησιμοποιούσε για ανώτερο σκοπό και να προσφέρει τις γνώσεις και την ομορφιά της σε αρκετούς συνδέσμους και Εθελοντικές Ομάδες, που είχαν σκοπό την κοινωνική γαλήνη και ευτυχία.
Στα δύο χρόνια της παλιννόστησης η «τύχη» της έφερε στα ψιλόλιγνα πόδια της τον Ερνέστο με καταγωγή από τη Βολιβία, ένα απόγευμα μετά από ξαφνικό μπουρίνι κάτω από δύο μεγάλες ομπρέλες της Βύρωνος. Ήταν Έρωτας με μια ματιά ή δύο; Για την Εύα δεν ήταν, για τον Ερνέστο όμως ήταν χτύπημα από το οποίο δεν έχει συνέλθει ακόμα και δεν… το παραδέχτηκε ποτέ, όταν εμφανίστηκαν τα πρώτα σύννεφα στην περίεργη σχέση τους.
Η Αϊμάρα, μητέρα του Ερνέστο γνώρισε τον πατέρα του όταν επισκέφτηκε με εμβληματικούς συντρόφους τη Λατινική Αμερική επί δύο μήνες με έξοδα του κόμματος στα τέλη της ηρωικής δεκαετίας του ’80, για να αντλήσουν γνώση από τα «παπούδια» των κινημάτων εναντίον του αμερικανικού καπιταλισμού και να εφαρμόσουν τη μοναδική αλήθεια του μαρξισμού – μετά βεβαίως την επανάσταση στη Μύκονο και στο Ντουμπάι – μόλις ρίξουν από την εξουσία τους κολερούς ημιαστούς. Στη διαδρομή τους οι σύντροφοι βαρέθηκαν επί σαράντα χρόνια να αναμένουν την αλλαγή και δημιούργησαν το κόμμα των Μη Προνομιούχων Μεγαλοϊδιοκτητών Μονίμων και Εξοχικών Κατοικιών, τα οποία νοίκιαζαν λιγότερο από τον ΕΝΦΙΑ που πλήρωναν για το καθένα!
-Έλα! Αναφωνούσε κάθε φορά η Εύα στον Έρνεστ, -πώς τα καταφέρνουν; -Απλά, γλυκιά μου, δηλώνουν μόνο την αποθήκη, το μπάρμπεκιου και το γκαράζ, -αλλά δεν σου λέω, για να μην με μαρτυρήσεις στον Μπαμπά!
Ο Μπαμπάς αναγνωρισμένος μεγαλοεργολάβος μηχανικός, έμεινε σταθερό μέλος του πιο παλιού αλλά ιστορικότατου κόμματος, απέκτησε μια τεράστια περιουσία κτίζοντας ανάδελφες βαλκανικές πολυκατοικίες στα όμορα κράτη της Ελλάδας, εκεί όπου αναγνωριζόταν κάτι σαν λαϊκός ήρωας, αφού για πρώτη φορά έβαλε βεράντες στα κτίσματα αναμορφώνοντας την καθετοποιημένη και επίπεδη πολυκατοικία των χρόνων του υπαρκτού σοσιαλισμού βάζοντας το λιθαράκι για την πρώτη φορά εξωτερική συγκέντρωση της οικογένειας στο διαμέρισμα, όπου πια καθήμενοι στα κυριλάτα μπαλκόνια έβλεπαν το πρόσωπο του Θεού συζητώντας και αναπολώντας τα χρόνια των παππούδων τους πριν την Οκτωβριανή. Με την κλιματική αλλαγή και την άνοδο της θερμοκρασίας τα οικογενειακά πηγαδάκια στις βεράντες έγιναν πραγματικότητα και ο Μπαμπάς λαϊκός ήρωας. Οι δουλειές και το εισόδημα αυξάνονταν συνεχώς τόσο που οι σύντροφοι μηχανικοί του Μπαμπά τον πίεζαν να βάλει υποψηφιότητα για Δήμαρχος, ώστε να πάρουν όλα τα κατασκευαστικά έργα του δήμου, αλλά τον πρόλαβε το Γελαστό Παιδί, που ήταν πανέξυπνος κοινωνικά και είχε πατρικό «μπακράουντ» ανώτερο…
Όταν ο Μπαμπάς πρωτοείδε την Εύα ενήλικη και καλλιεργημένη την ερωτεύτηκε με την πρώτη και την διεκδίκησε μέσω του γιου του. Προσπάθησε να την μπάσει στα μυστικά του κόμματος και να την προσεγγίσει ιδεολογικά και ερωτικά, αλλά προσέκρουσε στο βάθος της σκέψης της και στην εμμονή της με μικρότερους, η οποία δεν τσιμπούσε με τα μεγάλα, γεμάτα ισότητα των λαών, λόγια των γερασμένων παλιμπαίδων κομσομόλων της ελληνικής επαρχίας.
Στις ομηρικές συζητήσεις σκοτώνονταν, με την Εύα να τσακίζει τον Μπαμπά, που πάντα θυμωμένος άναβε το τσιμπούκι του πίνοντας βότκα, την καλή, απειλώντας την, ότι θα αποκληρώσει τον Ερνέστο, κάτι που δεν το κατάλαβε ποτέ η Εύα… Λες; Τραγική ειρωνεία: οι δύο μπαμπάδες ήταν αντίπαλοι εκ γενετής. Κυρίως στο σχολείο και στο μάθημα της γλώσσας ο πατέρας της Εύας υπερίσχυε κατά κράτος τον Μπαμπά, που επαναλάμβανε μακροπερίοδα τσιτάτα του Λένιν, χωρίς λογικό ειρμό, παίρνοντας όμως πάντα άριστα από τον φιλόλογο της τρίτης λυκείου, που τύχαινε να είναι θείος του και αυτοεξόριστος στην Ελβετία τα χρόνια της δικτατορίας.
Στο ανείπωτο ερώτημα: Πώς ένας πλούσιος επιχειρηματίας εξακολουθεί να ασπάζεται τη θεωρία της Υπεραξίας, η Εύα δεν έπαιρνε καμία απάντηση. Καθώς όμως αναρωτιέται τώρα, βγάζει το συμπέρασμα, πως δεν υπάρχει καμιά πίστη παρά μια φαιδρή τάση για διαφορετικότητα με γνώμονα την αντίδραση και την ανυπακουή. Πού ‘σαι Αλέκα; Ο παιδικός της φίλος της όμως, δεξιός και επιτυχημένος επιχειρηματίας, διάκονος του υπαρκτού καπιταλισμού, της τονίζει συνεχώς: πως είναι απλά πετυχημένοι πωλητές τίποτα παραπάνω… ψεκασμένοι και αμόρφωτοι, ιδεοληπτικοί και ανασφαλείς, εκμεταλλευτές της στιγμής και του κάματου των εργαζομένων τους.
Στο δεύτερο ερώτημα γιατί τα τρισέγγονα του Καρόλου απεμπολούν τον Εθελοντισμό η Εύα σοκαρίστηκε, γιατί η απάντηση ήταν: Πως είναι ο φερετζές του καπιταλισμού. Ανατρίχιαζε, όταν στην πραγματικότητα το αντίπαλο δέος είναι τα στρατόπεδα του Ιωσήφ… Όμως η Εύα γνώρισε τυχαία κάτι ευτραφείς κυρίους και κυρίες με μόνιμο χαμόγελο, αυτό της καρδιάς και της ψυχής, Εθελοντές του Δήμου λέει, και … κόλλησε μαζί τους, παίρνοντας μέρος σε όλες τις δράσεις τους. Γελούσε μέρα νύχτα στις συντροφιές τους με το χιούμορ τους, αν και έβαλε μερικά κιλά μετά τη γνωριμία μαζί τους…
Θυμάται η σύγχρονη Αφροδίτη το πρώτο καλοκαίρι, προ Κορωνοϊού, το ταξίδι-προσφορά του Μπαμπά- στην Κούβα, όπου άλλα της είπε η Οικογένεια και άλλα συνάντησε. Η δια ζώσης επαφή της Εύας με τη φτώχεια είχε άλλα αποτελέσματα, αφού έγραψε ολόκληρη πραγματεία για τον Ολοκληρωτισμό του Αγίου Καθεστώτος, που σε λίγο θα βγει στα βιβλιοπωλεία με τίτλο: «Ο Κάστρο της …οργής».
Θυμάται όμως και την αντίδραση του αγαπημένου της πατέρα, όταν έμαθε ότι τα ‘φτιαξε με τον γιο του Εργολάβου. Ένα απλό δάκρυ, που η Πηγή της Ζωής νόμιζε πως ήταν δάκρυ χαράς. Μετά από δύο μήνες κατά τη διάρκεια του ταξιδιού στην Κούβα, ο πατέρας της νοσηλεύτηκε με διπλό καρδιακό στον τρίτο όροφο, πάνω απ’ την πτέρυγα του Σάκη, μην μπορώντας να αντέξει το χτύπημα της ζωής, να τα φτιάξει η κόρη του με τον αριστερό γόνο… Ευτυχώς ο κορωνοϊός ήρθε το φετινό καλοκαίρι και όχι το προηγούμενο, γιατί ειδάλλως θα είχε συγχωρεθεί, όπως και χιλιάδες άνθρωποι σε όλον τον κόσμο.
Στις σκέψεις της η Εύα χώρεσε αλλά δεν συγχώρεσε την φθονερή κριτική του εκκολαπτόμενου πεθερού – κατά φαντασία εραστή – για την δουλειά της. Η Εύα αύξησε τις δουλειές της εν μέσω κορωνοϊού και έγινε πλούσια μέσα σε λίγους μήνες δημιουργώντας μια start-up εταιρεία διαδικτυακών μαθημάτων σε δεκαπέντε γλώσσες διδάσκοντας τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης έχοντας πάνω από εκατό εργαζομένους, όλοι ένας κι ένας, πολύ περισσότερους από τους δεκατρείς Αλβανούς κακοπληρωμένους τεχνικούς του Μπαμπά και δίνοντας εργασία σε ανέργους πολύγλωσσους νέους με ιδιαίτερα προσόντα, που αμείβονταν αδρά από την πανέμορφη εργοδότρια.
Ο κατά φαντασίαν πεθερός το θεωρούσε προσβολή, η «νύφη» του να αβγατίζει τις δουλειές της και να δίνει δουλειά, γιατί το συντροφικό αφήγημα είχε μόνο δάκρυα, μιζέρια και ανεργία. Μα εποχές είναι αυτές για αρχαίο ελληνικό πολιτισμό; Του το ξέκοψε δίνοντας μια τελευταία ευκαιρία στον Ερνέστο να μην ανακατεύονται στις δουλειές της.
Το τελειωτικό χτύπημα όμως εναντίον της εκπαιδευμένης με σαξονική αυστηρότητα λογικής της προσωποποιημένης Ελλάδας ήταν η αλλοπρόσαλλη αντιμετώπιση της Πανδημίας από τους ψεκασμένους ένθεν κακείθεν και την υποτιθέμενη αλά Ερντογάν επίδειξη ισχύος του Μήτσου του Εργάτη με δύο χιλιάδες παμίτες στην Ομόνοια, όπου πήγε και ο Ερνέστο με τον Μπαμπά παρ’ όλες τις αντιρρήσεις της, μόνο και μόνο για να δηλώσουν την ανυπακοή τους στον Μωυσή και τα μέτρα εναντίον του ιού. Όσον αφορά το εμβόλιο, που θα επαναφέρει την κανονικότητα και αποτελεί τον Θρίαμβο της Επιστήμης και της Λογικής, Μπαμπάς και Γιος άλλαξαν πέντε φορές άποψη, ανάλογα κάθε φορά με τις συντονισμένες εντολές του κόμματος.
-Είναι ουδέτερη η Επιστήμη Εύα; Της έλεγαν και ξανάλεγαν. Χαμογελούσε συγκαταβατικά για τη σύγχυσή τους. Έπρεπε όμως να πάρει αποφάσεις.
Η αλήθεια για τον χωρισμό με τον Γόνο της Αριστεράς είναι ότι κατά τη διάρκεια των μαθημάτων γνωρίστηκε με τον Αλεχάντρο, Βραζιλιάνο γιατρό, παίκτη για πέντε χρόνια της Κορίνθιανς , φανατικό μελετητή της ελληνικής ιστορίας και μιγάς μελαχρινός αλλά όχι αρλές, ένα και ενενήντα θεός της Praia Grande. Ο ίδιος μάθαινε ελληνικά, που τώρα τα ξέρει τέλεια θα ‘λεγε κανείς. Κάλεσε την επίγεια θεά για δύο εβδομάδες στο Σάο Πάολο, για να παρακολουθήσουν με τους Bando de Loucos τον αγώνα με τη Φλουμινένσε και να ανταλλάξουν ιδέες για πολιτισμικές ανταλλαγές μεταξύ των Τρικάλων και των Παουλίστας. Το μειδίαμα έγινε χαμόγελο, το χαμόγελο γέλιο, που μεταδόθηκε σε όλη την καμπίνα του αεροπλάνου, πάντα πίσω από τις μάσκες…
-Καλό ταξίδι Εύα στο 2021!
ΑΔΑΜΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ