Στην περιοχή της Λειβαδιάς δρούσε ως αρχηγός σώματος αρματολών ο Αθανάσιος Διάκος, οποίος μόλις είχε συμπληρώσει τα 30 του χρόνια. Ήταν από τους ευγενέστερους, ηρωικότερους και ανωτέρας μορφής αγωνιστής της ελληνικής ελευθερίας. Κατόρθωσε με μεγάλες δυνάμεις που συγκέντρωσε μπήκε αιφνιδιαστικά στην Λειβαδιά και ύψωσε τη σημαία της Επαναστάσεως.
Οι Τούρκοι οχυρώθηκαν στο φρούριο, αλλά εκάμφθησαν και αναγκάστηκαν να παραδοθούν. Η Επανάσταση κηρύχθηκε εκεί με ειδική τελετή στην οποία οι αρχιερείς Ταλαντίου Νεόφυτος Μεταξάς και Αμφίσσης Ησαΐας ευλόγησαν την σχεδιασθείσα από τον Διάκο χειροποίητη σημαία χρώματος λευκού με την εικόνα του Αγίου Γεωργίου και με την φράση : «Ελευθερία ή Θάνατος»
Η Υψηλή Πύλη, με το σχέδιο της να εξολοθρεύσει τους ηγέτες της Ελληνικής ορθοδοξίας και των επιφανέστατων Ελλήνων, θα στερήσει τους επαναστάτες των ηγετικών στοιχείων και με τις ομαδικές σφαγές να σπείρει τον πανικό και τον τρόμο και θα διέλυε την Επανάσταση, κατάλαβε αυτό το σχέδιο να έχει αποτύχει. Οι Έλληνες πείστηκαν ότι η Επανάσταση του 1821 είχε την έννοια ή ελευθερίας ή ολικής εξολοθρεύσεως του γένους. Το μίσος που είχε φουντώσει εναντίον των τυράννων αλλά και το πάθος της εκδικήσεως, παρέσυραν τους αγωνιστές και στις βιαιότητες. Έτσι, οι συλλαμβανόμενοι στις μάχες ή ακόμα και οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί να έχουν χωρίς οίκτο την τύχη των Ελλήνων που έπεφταν στα χέρια των Τούρκων.
Ο Αθανάσιος Διάκος, τον βασάνισαν οι Τούρκοι, τον σούβλισαν και τον εκτέλεσαν χωρίς να αλλαξοπιστήσει, λέγοντας: «εγώ γραικός γεννήθηκα γραικός θε να πεθάνω…)
Ο Δράμαλης πασάς που βρισκόταν στη Λάρισα διασκόρπισε τους επαναστάτες της Θεσσαλίας, τμήματα της στρατιάς Ηπείρου του Χουρσίτ πασά, υπό τον Κιοσέ Μεχμέτ και τον Ομέρ Βρυώνη, εξόρμησαν προς την Ανατολική Ελλάδα με σκοπό να καταπνίξουν την Επανάσταση στην Φθιωτιδοφωκίδα και την Αττικοβοιωτία και μετά να εισβάλουν στην Πελοπόννησο.
Εκείνο το διάστημα, ο Αθανάσιος Διάκος στέλνει την παρακάτω επιστολή (ανέκδοτος και αυτόγραφος που βρέθηκε στα αρχεία εκκλησιάς το 1900) για να πάρουν μέρος στην μάχη, προς τους κατοίκους της Αράχοβας της Παρνασσίδος που έγραφε τα εξής:
Ο Διάκος ορμά με το σπαθί του κατά των Τούρκων
«ΤΟΙΣ ΑΓΑΠΗΤΟΙΣ ΜΟΥ ΑΡΑΧΩΒΙΤΕΣ,
Αιδεσιμώτατε άγιε πρωτόπαπα και Παπαδημήτρη ευλαβώς προσκυνώ και αγαπητοί μου Γεωργάκη Σιδερά και Γιάννη Αλεξανδρή. Σας φανερώνω λαμβάνοντας το παρόν μου αμέσως να σηκωθήτε και μαζώξετε όλους τους ραγιάδες να μου ξημερώσετε Τρίτη πουρνό εις Λυκούρασιν οπού να έλθετε όλοι 200 διακόσιοι νομάτοι και της ώρας μαζί με τα άρματά σας να πάρετε και 10 φορτώματα οπού έετε μπαρουτι ψωμί και κρασί και όλον τον τζημέ ανέν (?) όπου έχετε μπαρούτι και κουρσούμια και να μου φέρετε και 6 έξη άλογα καλά μεζηλιάρικα και έτζη να μου ακολουθήσετε εξ αποφάσεως. Υγιαίνετε.
Κόπερνα 28 Μαρτίου 1821
Αγαπητός σας
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΙΑΚΟΣ
ΥΓ) Γιάννη Αλεξανδρή και πατέρα Γεωργάκη ατοί σας να πάρετε τους ανθρώπους και εν τω άμα να μου ευρεθήτε εδώ»
Ο Ομέρ Βρυώνης επιτέθηκε και διασκόρπισε τα σώματα του Δυοβουνιώτη και του Πανουργιά και άρχισε την μάχη στην Αλαμάνα, εναντίον μίας μικρής δύναμης που συγκεντρώθηκε υπό τον Αθανάσιο Διάκο. Στην γέφυρα της Αλαμάνας, ένα κτίσμα των Μεσαιωνικών χρόνων συνάντησε την αντίσταση των περίπου 530 ανδρών του Διάκου που είχε σκοπό να ανακόψει την προέλαση του Ομέρ Βρυώνη και του Κιοσέ πασά στην Ανατολική Ελλάδα.
Η μάχη ήταν σκληρή και φονική και ο συμπολεμιστής του Διάκου Μπούσγος πρότεινε να υποχωρήσουν. Ο Διάκος άφησε τους άλλους να φύγουν λέγοντας «εγώ θα μείνω εδώ» και έμεινε μόνος με 48 παλικάρια. Η μάχη στο τέλος έγινε σώμα με σώμα. Ο Διάκος τραυματίσθηκε στον δεξί ώμο, δύο παλληκάρια του ο Καλύβας και ο Μπακογιάννης έτρεξαν με τα σπαθιά να τον σώσουν και πέντε Τσάμηδες τους πυροβόλησαν και τους σκότωσαν.
Η σκληρή μάχη στην Αλαμάνα όπου τραυματίσθηκε ο Αθανάσιος Διάκος κι έπεσε στα χέρια των Τούρκων…
Ο Διάκος μεταφέρθηκε στη Λαμία μπροστά στον γνώριμο του Ομέρ Βρυώνη, που του είχε ζητήσει να τον κάνει αξιωματικό αλλά έπρεπε πρώτα να αλλαξοπιστήσει. Τότε είπε ο Διάκος την άρνηση του με την φράση «πάτε κι’ εσείς και η πίστη σας, μουρτάδες να χαθείτε, εγώ γραικός γεννήθηκε, γραικός θε να πεθάνω». Τελικά οδήγησαν τον Διάκο σ’ ένα σημείο, τον βασάνισαν, τον εκτέλεσαν με την μέθοδο του ανασκολοπισμού και μετά τον σούβλισαν. Πριν ξεψυχήσει φώναξε: «Για δες καιρό που διάλεξε, ο χάρος να με πάρει, τώρα π’ ανθίζουν τα κλαδιά και βγάζει η γης χορτάρι…»
Μπροστά του οι Τούρκοι τοποθέτησαν τα κομμένα κεφάλια των παλικαριών του που στάθηκαν στο πλευρό του. Και όταν ξεψύχησε ο Διάκος, πήραν το πτώμα του, και το πέταξαν σ’ ένα χαντάκι.
Η προτομή του Αθανασίου Διάκου στο Πεδίον Άρεως στην Αθήνα