“Έτσι φεύγουν οι Άγιοι. Την ώρα της προσευχής. Έκανε ήσυχα το σταυρό του, ψέλλισε λόγια καρδιάς και παρέδωσε ειρηνικά το πνεύμα του. Κι άρχισε το πανηγύρι στον Ουρανό από Αγίους και Αγγέλους για μια ακόμη οσία ψυχή, που αναπαύτηκε στον αγκαλιά του Θεού, αφού υπέμεινε με καρτερία και υπομονή τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε τα τελευταία έτη.
Ο Αρχιμανδρίτης π. Διονύσιος Χουρμουζιάδης, κατά κόσμον Πρόδρομος, γεννήθηκε στο Βόλο το 1944. Από τα νεανικά του χρόνια πόθησε το δρόμο της ολοκληρωτικής αφιερώσεως στο Θεό. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, εντάχθηκε στην
Aδελφότητα Θεολόγων «Ο Σωτήρ». Διετέλεσε υποδιευθυντής του φοιτητικού οικοτροφείου του Μεγάλου Βασιλείου στην Αθήνα και υπηρέτησε ως λαϊκός ιεροκήρυκας στην Αθήνα και στο Αγρίνιο.
Το 1984 εκάρη μοναχός στην Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Μετεώρων, οπότε και έλαβε το όνομα Διονύσιος. Την επομένη της κουράς του χειροτονήθηκε διάκονος στο Μητροπολιτικό Ναό Αγίου Νικολάου Τρικάλων υπό του Μητροπολίτου Τρίκκης και Σταγών κυρού Αλεξίου. Το 1985
χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στον Ιερό Ναό Παναγίας Φανερωμένης.
Υπηρέτησε ως διάκονος στον Ιερό Ναό Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης και ως εφημέριος στον Ιερό Ναό Αγίου Αθανασίου Αγίας Μονής. Το 1986 του ανατέθηκε το διακόνημα της πνευματικής πατρότητας. Υπήρξε ο πνευματικός προϊστάμενος της ΓΕΧΑ Τρικάλων και στυλοβάτης της χριστιανικής κατασκήνωσης στο Νεραϊδοχώρι.
Εμπνεύστηκε και οργάνωσε την ανέγερση του Ιερού Ναού Αγίου Κοσμά του Αιτωλού στην κατασκήνωση, τιμώντας τον μεγάλο Ισαπόστολο, που είχε περιοδεύσει στο Νεραϊδοχώρι τα χρόνια της πολύτιμης για το Εθνος και την Ορθοδοξία ιεραποστολικής του δράσης.
Στο πετραχήλι του π.Διουσίου ακούμπησαν την ψυχή τους πλήθος συμπολιτών μας, παρηγορήθηκαν, έλαβαν καθοδήγηση, εμπνεύστηκαν τον ωραίο αγώνα της Πίστεως και της ζωής κοντά στον Χριστό και θαύμασαν το ζήλο και την αφοσίωσή του, αρετές τις οποίες προσεχτικά προσπαθούσε να αποκρύψει.
Η ιεραποστολική του δράση επί 37 ολόκληρα έτη στην πόλη μας υπήρξε πλούσια: κηρύγματα σε όλους τους Ιερούς Ναούς της Μητροπόλεώς μας, ομιλίες, κύκλοι μελέτης της Αγίας Γραφής, συνάξεις παιδιών και νέων, επισκέψεις στα σχολεία, φιλανθρωπία, πνευματική καθοδήγηση. Άνθρωπος εκατό τοις εκατό δοσμένος στο έργο του Θεού και της ιεραποστολής, με τον ίδιο αμείωτο ζήλο και νεανική φλόγα μέχρι σχεδόν τα ογδόντα του, όπως ξεκίνησε όταν αφιέρωσε τη ζωή του στο Θεό. Με αυταπάρνηση εργαζόταν νυχθημερόν για το έργο αυτό.
Αγάπησε ιδιαίτερα τα νιάτα και αδιάκοπα συντόνιζε την κάθε ιεραποστολική χρονιά στην κάθε λεπτομέρεια. Στα κατηχητικά που οργάνωνε γνώρισαν τον Χριστό πλειάδα παιδιών και νέων της πόλης μας και έλαβαν καθοδήγηση που υπήρξε πολύτιμη και καθοριστική στη μετέπειτα πορεία της ζωής τους, είτε ως οικογενειαρχών, είτε ως κληρικών και μοναχών.
Αξιοποιώντας την τεχνολογία, δεν σταμάτησε το κατηχητικό έργο μικρών και μεγάλων, ακόμη και όταν οι υγειονομικοί περιορισμοί ανέκοψαν το δια ζώσης έργο της ιεραποστολής και της μελέτης του Θείου Λόγου.
Η χριστιανική κατασκήνωση όμως ήταν ίσως το πιο αγαπητό μέλημά του. Την πονούσε, την αγαπούσε και πίστευε βαθιά στην αξία της. «Όσα κερδίζουν τα παιδιά σε δέκα μέρες στην κατασκήνωση, δεν τα παίρνουν έναν ολόκληρο χρόνο στο κατηχητικό», επαναλάμβανε κάθε χρόνο.
Προκαλούσε μεγάλη εντύπωση πώς κατάφερνε να εμπνεύσει ένα μεγάλο αριθμό εθελοντών, που εργάζονταν κάθε χρόνο αφιλοκερδώς ως στελέχη ή επιτελείο. Μόλις τελείωνε η μία κατασκηνωτική περίοδος, ξεκινούσε αμέσως την προετοιμασία για την επόμενη, βάζοντας κάθε χρόνο και ένα λιθαράκι
για τη βελτίωση των υποδομών της. Πρωτίστως τον ένοιαζε η πνευματική πρόοδος των κατασκηνωτών, αλλά παράλληλα φρόντιζε και για τον ευτρεπισμό της στην κάθε λεπτομέρεια, καταβάλλοντας και πολλή προσωπική εργασία.
Μα δεν θα είχαν αξία όλα αυτά, αν ο πατήρ Διονύσιος δεν αντλούσε χάρη και ζωή από την προσευχή και την Αγία Τράπεζα. Ακάματος εργάτης και διάκονος του Ιερού Θυσιαστηρίου, λειτουργούσε ασταμάτητα πάρα την εύθραυστη υγεία του και κήρυττε γνήσια, καρδιακά, ευσύνοπτα και εύληπτα για όλο το εκκλησίασμα, καταλήγοντας με απλές συμβουλές ζωής για την τήρηση του θελήματος του Θεού και την αποφυγή της ποικιλόμορφης αμαρτίας. Και το έργο του έφερε πολύτιμους καρπούς, πάντοτε εν υπακοή στον Μητροπολίτη μας και στην Αδελφότητά του. Μία υπακοή αβίαστη και αληθινή.
Άνθρωπος αγνός, άδολος, ανιδιοτελής, μας κληροδότησε στους Τρικαλινούς μία βαριά παρακαταθήκη 37 ολόκληρων ετών θυσίας, προσευχής, αγώνα, και δακρύων. Νιώθουμε όλοι βαρύ το τίμημα της προσφοράς που αφήνει στους ώμους μας αλλά και τόσο ευλογημένοι που σταθήκαμε συνεργάτες.”