Το σκεύασμα θα χορηγείται σε νοσηλευόμενους ασθενείς με λοίμωξη Covid-19 στο πλαίσιο κλινικής μελέτης την οποία ανέλαβε η ερευνητική ομάδα του καθηγητή Λοιμωξιολογίας Σωτήρη Τσιόδρα.
Το σκεύασμα αναμένεται να πάρει έγκιση από τον ΕΟΦ την ερχόμενη εβδομάδα.
Συγκεκριμένα ο καθηγητής Ιατρικής στο Ιατρικό Κέντρο του Τελ Αβίβ και επικεφαλής του Κέντρου Πρόληψης Καρκίνου Ναντίρ Αρμπερ βρίσκεται στην Ελλάδα και θα έχει συναντήσεις με τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη στο Μέγαρο Μαξίμου, παρουσία και του Σωτήρη Τσιοδρα.
Σημειώνεται πως χτες τον καθηγητή Ναντίρ Αρμπερ υποδέχθηκαν στο Νοσοκομείο «Αττικόν», ο αναπληρωτής υπουργός Υγείας Βασίλης Κοντοζαμάνης και ο καθηγητής Σωτήρης Τσιόδρας.
O κ. Κοντοζαμάνης καλωσόρισε τον καθηγητή Ναντίρ Αρμπερ στη χώρα μας, τονίζοντας ότι με την επιστημονική του έρευνα έβαλε τα θεμέλια για τη δημιουργία ενός καινοτόμου φαρμάκου, το οποίο, όπως είπε, «αισιοδοξούμε ότι θα συμβάλλει αποτελεσματικά στη μάχη κατά της πανδημίας, εφόσον ολοκληρωθούν οι μελέτες και τα αποτελέσματα είναι θετικά». Άμεσα προσέθεσε ο αναπληρωτής υπουργός Υγείας, θα ξεκινήσει στην Ελλάδα, σε συνεργασία με Ισραηλινούς επιστήμονες, η κλινική μελέτη για το νέο φάρμακο.
Υπενθυμίζεται ότι κατά την πρόσφατη επίσκεψη του στο Ισραήλ, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης συζήτησε και συμφώνησε με τον Ισραηλινό ομόλογό του, Μπέντζαμιν Νετανιάχου, τη συμμετοχή ελληνικών νοσοκομείων στις κλινικές δοκιμές.
Το φάρμακο είναι εισπνεόμενο και κατά την πρώτη φάση των κλινικών δοκιμών δεν προκάλεσε καμία παρενέργεια στους ασθενείς που το έλαβαν, όπως ο Ναντίρ Αρμπερ, έχει αναφέρει. Παράλληλα, είχε τονίσει πως το φάρμακο είχε θετική επίδραση στην εξέλιξη των ασθενών.
Τι γνωρίζουμε για το «θαυματουργό» φάρμακο
Η εν λόγω αγωγή αφορά ένα εισπνεόμενο φάρμακο που με βάση τις πρώτες ενδείξεις έχει επιτύχει ελπιδοφόρα αποτελέσματα με ποσοστά αποτελεσματικότητας στο 96% επί των ασθενών στους οποίους δοκιμάστηκε: Συγκεκριμένα, 29 από τους 30 έλαβαν εξιτήριο από το νοσοκομείο σε διάστημα από τρεις έως πέντε ημέρες αφότου έλαβαν την αγωγή.
Πιο συγκεκριμένα όπως αναφέρουν οι «Times of Israel», η ανακάλυψη αφορά την ουσία EXO-CD24 η οποία αναπτύχθηκε από τους επιστήμονες του ιατρικού κέντρου Ichilov στο Τελ Αβίβ.
Eίχε σχεδιαστεί αρχικά για την θεραπεία του καρκίνου των ωοθηκών
Το φάρμακο που είναι αποτέλεσμα της έρευνας του καθηγητή Ναντίρ Αρμπερ, σχεδιάστηκε αρχικά για τη θεραπεία του καρκίνου των ωοθηκών.
Ο ίδιος δήλωσε ότι «ακόμα και αν τα εμβόλια κάνουν τη δουλειά τους, ακόμη και αν δεν υπάρξουν νέες μεταλλάξεις, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο ο κοροναϊός θα μείνει μαζί μας». Πρόσθεσε ότι «για αυτό αναπτύξαμε αυτό το ειδικό φάρμακο».
Από την πλευρά του ο διευθυντής του ιατρικού κέντρου Ichilov, Roni Gamzu, χαρακτήρισε τα αποτελέσματα των δοκιμών της πρώτης φάσης ως «εξαιρετικά”, προαναγγέλλοντας τη συνέχιση των δοκιμών του φαρμάκου.
Τι είχε πει ο δημιουργός του «θαυματουργού» ισραηλινού φαρμάκου
Είναι πράγματι τόσο «θαυματουργό» αυτό το φάρμακο; ρωτήσαμε τον «πατέρα» του, καθηγητή Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Τελ Αβίβ και διευθυντή του Ολοκληρωμένου Kέντρου για την Πρόληψη του Καρκίνου στο Νοσοκομείο Ιχίλοφ Ναντίρ Αρμπερ.
Ο καθηγητής Αρμπερ, ένας από τους εξέχοντες επιστήμονες στη χώρα του, απάντησε στο «ΒΗΜΑ» και την Θεοδώρα Ν. Τσώλη ότι θέλει να είναι «μετριόφρων και ταπεινός» απέναντι στα ενθουσιώδη λόγια, αφήνοντας τα έργα να αποδείξουν την αξία του φαρμάκου που ανέπτυξε με την ομάδα του.
Δεν έκρυψε όμως την πίστη του στην εισπνεόμενη θεραπεία του η οποία, όπως είπε, «έχει ήδη αποδείξει την ασφάλειά της και είμαι άκρως αισιόδοξος ότι σύντομα θα αποδείξει στο πλαίσιο της κλινικής δοκιμής φάσης ΙΙ και τη μεγάλη αποτελεσματικότητά της, η οποία έχει ήδη διαφανεί από τα πρώτα μας αποτελέσματα». Και αν όλα πάνε καλά, σύμφωνα με τον καθηγητή, «προς το τέλος του έτους το φάρμακο θα είναι διαθέσιμο ευρέως», αποτελώντας ένα σημαντικό όπλο το οποίο θα συμβάλει ώστε να πάρουμε τη ζωή μας πίσω αλλά και να… την κρατήσουμε, αφού ο νέος κορωνοϊός πιθανότατα δεν θα μας «εγκαταλείψει» τόσο εύκολα.
Η θεραπεία EXO-CD24 βασίζεται στην πρωτεΐνη CD24, η οποία εμπλέκεται σε πολλές κυτταρικές λειτουργίες, αλλά και στη ρύθμιση της απόκρισης του ανοσοποιητικού συστήματος. Η πρωτεΐνη μεταφέρεται απευθείας στους πνεύμονες των ασθενών με COVID-19 μέσα σε εξωσώματα, μικροσκοπικά σωματίδια τα οποία απελευθερώνονται από τα κύτταρά μας και είναι ζωτικής σημασίας για την κυτταρική επικοινωνία.
Η σύλληψη για χρήση της θεραπείας ενάντια στην COVID-19 ήλθε από το πεδίο του καρκίνου, στο οποίο ειδικεύεται ο καθηγητής Αρμπερ. Ποια κοινά μεταξύ καρκίνου και νέου κορωνοϊού οδήγησαν την ερευνητική ομάδα στο να στρέψει τη θεραπεία αυτή που πρωτοαναπτύχθηκε για τον καρκίνο των ωοθηκών στο αντι-COVID μονοπάτι; «Τα καρκινικά κύτταρα διαφεύγουν το ανοσοποιητικό σύστημα υπερεκφράζοντας την CD24. Αυτό μας έδωσε την ιδέα να καταστείλουμε το ανοσοποιητικό σύστημα στους ασθενείς με COVID-19 στους οποίους εμφανίζεται υπεραντίδραση, μέσω αυτής της πρωτεΐνης».
Η καταιγίδα των κυτταροκινών
Η θεραπεία στοχεύει εκείνους τους ασθενείς με COVID-19 οι οποίοι εμφανίζουν την αποκαλούμενη «καταιγίδα κυτταροκινών», μια υπεραπόκριση του ανοσοποιητικού συστήματος που πυροδοτείται μετά τη λοίμωξη με τον νέο κορωνοϊό. «Η COVID-19 χαρακτηρίζεται από δύο φάσεις. Η πρώτη μοιάζει με μια κλασική ιογενή λοίμωξη που χρειάζεται μόνο συμπτωματική θεραπεία. Ωστόσο το 4%-7% των ασθενών, συνήθως εκείνοι που έχουν παράγοντες κινδύνου για σοβαρή νόσηση, όπως τα άτομα με υποκείμενα νοσήματα, μετά από πέντε ως επτά ημέρες εμφανίζουν ταχεία επιδείνωση εξαιτίας της καταιγίδας των κυτταροκινών.
Η καταιγίδα αυτή χτυπά κυρίως τους πνεύμονες προκαλώντας δύσπνοια και χαμηλό κορεσμό οξυγόνου – η κατάσταση μπορεί να είναι άκρως επικίνδυνη οδηγώντας σε αναπνευστική ανεπάρκεια, σε ανάγκη διασωλήνωσης, ακόμη και στον θάνατο» περιέγραψε ο δρ Αρμπερ και πρόσθεσε ότι στόχος της θεραπείας η οποία χορηγείται μία φορά την ημέρα επί πέντε ημέρες είναι ακριβώς να προλάβει την εξέλιξη αυτής της καταστροφικής για τον οργανισμό «καταιγίδας».
«Η θεραπεία πρέπει να χορηγείται στην αρχή της καταιγίδας κυτταροκινών, όταν οι ασθενείς ξεκινούν να έχουν αναπνευστικά προβλήματα και χαμηλό οξυγόνο. Ωστόσο ένα σημαντικό πλεονέκτημά της είναι ότι ακριβώς επειδή είναι εισπνεόμενη, δεν χρειάζεται να χορηγείται μόνο στο νοσοκομείο αλλά και σε ασθενείς που αρχίζουν να εμφανίζουν επιδείνωση στο σπίτι προκειμένου να αποφύγουν τη νοσηλεία».
in.gr