Ήταν η κόρη του Ηλία Τσάκου, αδελφού του ζωντανού θρύλου της ποντοπόρου καπετάν Παναγιώτη Τσάκου.
Καταγόταν από τα Καρδάμυλα της Χίου, και η σχέση της με τα αυτά ήταν πολύ στενή, καθώς, εκτός του παραδοσιακού δεσίματος της εφοπλιστικής κοινωνίας που υπάρχει εδώ και πολλές δεκαετίες με το νησί, παντρεύτηκε τον συμπατριώτη της και καπετάνιο του εμπορικού ναυτικού Μιχάλη Κουιμάνη.
Σπούδασε νομικά στο Λονδίνο όπου μετακόμισε σε ηλικία δεκαεπτά ετών, ώστε να προετοιμαστεί για τις εισαγωγικές εξετάσεις στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου του Λονδίνου. Μετά την αποφοίτηση της συνέχισε τις σπουδές της στο Ινστιτούτο Ναυτικού Δικαίου του Πανεπιστημίου του Σαουθάμπτον. Έλαβε το μεταπτυχιακό τίτλο της το 1993 και από την επόμενη χρονιά άρχισε να εργάζεται στις οικογενειακές επιχειρήσεις.
Οι τομείς που ειδικεύτηκε ήταν η χρηματοδότηση, οι συμβάσεις, τα ναυτικά ατυχήματα και οι απαιτήσεις από και κατά τρίτων, και οι ναυτασφαλίσεις.
Υπήρξε ειδική γραμματέας του ΔΣ της HELMEPA (Ελληνική Ένωση Προστασίας Θαλασσίου Περιβάλλοντος) καθώς και μέλος του Διεθνούς Κέντρου Ναυτικής Έρευνας και Παράδοσης του Ιδρύματος «Μαρία Τσάκος». Υπήρξε υποψήφια βουλευτής με τη Δράση και το Ποτάμι.
Το 2012 ίδρυσε μαζί με τον συγγραφέα Κυριάκο Αθανασιάδη τον Amagi, ένα ξεχωριστό ραδιόφωνο που πρωτοεξέπεμψε δοκιμαστικά στις 31 Αυγούστου και «επίσημα» στις 15 Οκτωβρίου. Ως πολιτικός, πολιτιστικός και μουσικός διαδικτυακός σταθμός ο Amagi είχε την έδρα του στην Αθήνα αλλά και στούντιο στη Θεσσαλονίκη. «Ο Αmagi τάσσεται με έμφαση ενάντια στον εθνικισμό, την ξενοφοβία, το ρατσισμό, το σεξισμό και την πολιτική βία. Αμάγκι σημαίνει ελευθερία» είχε πει.
Ήταν και εκ των μελών της οικογένειας Τσάκου που, σύμφωνα με το «Trade Winds Plus», ασχολούνταν και με την επένδυσή τους στην ψαροταβέρνα του Κόλλια, η οποία από τα Ταμπούρια του Πειραιά έχει μετεγκατασταθεί στη λεωφόρο Συγγρού, κοντά στο ίδρυμα Τσάκου και στα γραφεία της ομώνυμης ναυτιλιακής.
«Μικρή ήθελα να γίνω καπετάνισσα» είχε πει σε συνέντευξή της στο mononews. Είμαστε από τη Χίο και εκεί η αγάπη για τη θάλασσα είναι δεδομένη. Ο πατέρας μου ήταν μηχανικός πλοίων κι από μικρή, τόσο με τον πατέρα μου όσο με τον αδερφό του, τον θείο μου Παναγιώτη Τσάκο, ανέβαινα στα ποντοπόρα πλοία και οι μνήμες αυτές με έδεσαν βαθιά μαζί τους. Η λάντζα, η ανεμόσκαλα, το τεράστιο μέγεθος, οι μυρωδιές, οι άνθρωποι, μου δημιουργούσαν δέος, είχαν ένα μυστήριο, προκαλούσαν έντονα συναισθήματα. Μεγάλωσα με φοβερό σεβασμό για το πλοίο και τους ανθρώπους του.
Κι επειδή αγαπούσα το δίκαιο και αφού η δραστηριότητα όλης της οικογένειας ήταν στη ναυτιλία, συνδύασα τα δύο και έγινα νομική σύμβουλος στα ναυτιλιακά. Ο νομικός σύμβουλος στη ναυτιλιακή είναι ο… Κονσιλιέρε. Πρέπει να γνωρίζει τα πάντα, από τα συμβόλαια μέχρι τους διεθνείς κανονισμούς και τους νόμους, τα sanctions, τις ναυτασφαλίσεις. Οι νομικές ευθύνες και αρμοδιότητες δεν έχουν τέλος σε μια μεγάλη εταιρεία.
Καπετάνισσα, βέβαια, δεν έγινα, γιατί θεώρησα ότι δεν είναι επάγγελμα που το κάνουν οι γυναίκες. Τώρα στην εταιρεία μας, όπως και σε πολλές άλλες, υπάρχουν γυναίκες καπετάνισσες και ζηλεύω πάρα πολύ. Και περιττό να σου πω ότι είναι καλύτερες οι γυναίκες καπετάνισσες, πιο οργανωμένες, πιο πειθαρχημένες, πιο συγκροτημένες. Ίσως επειδή ισχύει το κλισέ, ότι οι γυναίκες είναι καλύτερες γιατί μόνο οι καλύτερες καταφέρνουν να υπερνικήσουν την προκατάληψη, ότι οι γυναίκες δεν είναι επαρκείς.
Ακόμη και στη ναυτιλία, όμως, παρότι υπάρχουν πλέον πολλές γυναίκες επαγγελματίες, κατά κάποιον περίεργο τρόπο, κουβαλάνε μαζί και όλα τα πρέπει και του «γυναικείου» ρόλου.
Tα ταμπού πρέπει όμως να σπάνε. Και κάθε κοινωνία να γίνεται λίγο καλύτερη από την προηγούμενη και να ξεπερνάμε τη φύση.»
Με πληροφορίες από το politischios.gr