Εκείνη του ξεκαθάρισε από την πρώτη στιγμή ότι διατηρούσε ερωτικό δεσμό με αστυνομικό. Παρ’ όλα αυτά, υπήρχε τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ τους και ανταλλαγή γραπτών μηνυμάτων μέσω των κινητών τηλεφώνων τους.
Το δεύτερο δεκαήμερο του Φεβρουαρίου του 2013 ο αστυνομικός αντελήφθη τα μηνύματα στο κινητό της 23χρονης και κάνοντας ο ίδιος χρήση του κινητού της άρχισε να απαντάει στα μηνύματά του. Εκείνος νομίζοντας ότι αποστολέας ήταν η 23χρονη απαντούσε ελεύθερα, χωρίς κανέναν δισταγμό και εξέφραζε τα συναισθήματά του προς εκείνη
Στον αστυνομικό έγινε πλέον ξεκάθαρο ότι ο συγκεκριμένος τη διεκδικεί και έτσι αποφάσισε να επιδιώξει να συναντηθούν και οι τρεις προκειμένου να ξεκαθαρίσει την κατάσταση. Η βρεφονηπιοκόμος ενημέρωσε τον συνάδελφό της ότι ο αστυνομικός είχε λάβει γνώση των μηνυμάτων και ότι τον αναζητούσε. Τελικά, μετά από τηλεφωνική επικοινωνία, κατά την οποία ο αστυνομικός εξέπεμψε απειλές ότι «θα του γαμ… τη μάνα και θα τον κάψει», κανόνισαν να συναντηθούν.
Πράγματι, ο 22χρονος πήγε στο ραντεβού με το αυτοκίνητό του, ενώ νωρίτερα είχε φτάσει ο αστυνομικός με το δικό του. Αμφότεροι επιβιβάστηκαν στο αυτοκίνητο του αστυνομικού προκειμένου να μεταβούν στην 23χρονη για να συνομιλήσουν. Αρχικά ο αστυνομικός ήταν ήρεμος και συζητούσε φυσιολογικά. Η εικόνα αυτή όμως άλλαξε άρδην όταν ο υπάλληλος του παιδικού σταθμού τον ρώτησε: «Πες μου τι ζημιά σού έκανα να σε πληρώσω». Αμέσως εκνευρίστηκε θιγόμενος ως προς την ανδρική του υπόσταση και άλλαξε κατεύθυνση. Βρίζοντας και φωνάζοντας πρόσταξε τον 22χρονο να απαγγέλλει συνεχώς το «Πάτερ ημών».
Στη συνέχεια οδήγησε το αυτοκίνητο σε λόφο ερημικής τοποθεσίας. Εκεί τον πρόσταξε να βγει από το αυτοκίνητο. Αμέσως τον δάγκωσε στη μύτη και στο αριστερό αυτί. Του έβαλε χειροπέδες, του έσκισε με βία τα ρούχα και τα εσώρουχα, τον άφησε γυμνό και άρχισε να πυροβολεί απειλητικά στον αέρα.
Αμέσως μετά, ο αστυνομικός έσπασε το κινητό τηλέφωνο του 22χρονου προκειμένου να μην μπορεί να καλέσει σε βοήθεια, τον εγκατέλειψε γυμνό και χωρίς υποδήματα στην ερημική περιοχή, μπήκε στο αυτοκίνητό του και έφυγε.
Δύο ώρες μετά τα μεσάνυχτα, ο αστυνομικός συνελήφθη από όργανα της Υποδιεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΛ.ΑΣ. και σε έρευνα που έγινε βρέθηκαν κροτίδες, χειροπέδες, φυσίγγια και όπλο που κατείχε νόμιμα.
Από ψυχίατρο νοσοκομείου διαπιστώθηκε ότι ο υπάλληλος του παιδικού σταθμού «πάσχει από μεικτή αγχώδη κατάθλιψη με έντονα φοβικά στοιχεία ως προς την ασφάλειά του και του χορηγήθηκε αντικαταθλιπτική αγωγή».
Φυσικά, έκτοτε ο υπάλληλος δεν είχε καμία επικοινωνία με τη βρεφονηπιοκόμο και τον αστυνομικό, ενώ οι δύο τελευταίοι, οκτώ μήνες μετά το περιστατικό, παντρεύτηκαν και τώρα έχουν αποκτήσει ένα κοριτσάκι.
Ο 33χρονος αστυνομικός καταδικάστηκε από το Μεικτό Ορκωτό Εφετείο Λάρισας σε φυλάκιση 27 μηνών, με τριετή αναστολή, για τα αδικήματα της: 1) παράνομης κατακράτησης, 2) έκθεσης, 3) απλής σωματικής βλάβης, 4) φθοράς ξένης ιδιοκτησίας, 5) παράνομης κατοχής κροτίδων και 6) παράνομης οπλοφορίας.
Ο Αρειος Πάγος, όμως, αναίρεσε την ποινή ως προς ορισμένα από τα αδικήματα λόγω των επιεικέστερων διατάξεων του νέου Ποινικού Κώδικα.