Να ‘ναι τα πάθη που δημιουργούν και καταστρέφουν τα πάντα; Μπορεί. Όμως ζωή δίχως πάθη θα ήταν κήπος χωρίς πράσινο χρώμα… Κι ο Θέμης Αδαμαντίδης, από πάθη; Κατάσπαρτος!
Τελευταία, όλο και πιο συχνά ο λαϊκός τραγουδιστής, που ο «δύσκολος» και «εγωλάτρης» Στέλιος Καζαντζίδης είχε χρίσει διάδοχό του, ξεπροβάλει από το ημίφως του μικρόκοσμού του, στο φως της δημοσιότητας. Αιτία; Ένα από τα πάθη του: η χαρτοπαιξία. Ο τζόγος γενικά χωρίς προσδιορισμούς και περιορισμούς… Κι ο έρωτας! Και το ποτό, και, και… Και ο Θέμης Αδαμαντίδης το γνωρίζει καλά πια, πως και οι χαρτοπαίκτες και οι εραστές, στην πραγματικότητα, παίζουν για να χάνουν. Και το σπούδασε αυτό ο Αδαμαντίδης, «χάνοντας» κι απ’ τη ζωή
«Ένας υπέροχος άνθρωπος»!
Τον συνέλαβαν τρεις φορές μέσα σε λίγους μήνες σε παράνομες χαρτοπαικτικές λέσχες. Και; «Ας ασχοληθούμε με κάτι άλλο πιο σημαντικό που έχει ανάγκη ο κόσμος…. Άλλωστε εκεί που πάω, πάω πολύ διακριτικά και δεν θέλω να προκαλώ», είπε και δίκιο είχε.
την πρώτη φορά και τότε ήταν άμεσος κι αληθινός: «Ούτε υφυπουργός είμαι, ούτε δάσκαλος του κατηχητικού! Ένας απλός άνθρωπος είμαι. Και στο φινάλε δικαίωμά μου δεν είναι; Πρέπει να πάω κάπου που διαφημίζουν; Πάω εκεί που θέλω εγώ»!
«Ούτε υφυπουργός»! Και στις δηλώσεις του ταπεινός και σεμνός. Άλλος θα έλεγε «πρωθυπουργός». Δεν είπε ούτε καν υπουργός! Γιατί, αυτός είναι ο Αδαμαντίδης για όσους τον γνωρίζουν: «Ένας υπέροχος άνθρωπος!». Αγνός και ταπεινός, σαν ένα παιδί που ακόμα δεν ανηφόρισε στα δύσκολα της ζωής. Κι αν δεν αγκομάχησε σ’ ανήφορους ο Αδαμαντίδης; Ένας υπέροχος άνθρωπος με τα πάθη του και τις αφελείς παιδικές αντιδράσεις του.
Ο Στέλιος Καζαντζίδης τον είχε «δείξει» ως διάδοχό του. Φωνή αντρίκια λαϊκή ξέχειλη από πάθος κι αυτή! Στην αρχή πήγαν να τον περάσουν ως «Έλληνα Τομ Τζόουνς» με τραγούδια σαν το «Αγάπησέ με» ή εκείνο το «Η νύχτα μυρίζει γιασεμί» κτλ. Τον υπολόγιζαν για πόλο του ελαφρολαϊκού τραγουδιού πλάι στον Γερολυμάτο…
«My Way» Και σ’ όποιον αρέσει
Μετά ήρθαν τα λαϊκά: «Κάτι πράγματα δικά σου που κρατάω» (Ο Ξένος), «Μα πού να πάω», «Στην καρδιά». Και ξεδίπλωσε ψυχές και πόνεσε καρδιές! Η τέχνη θέλει είτε τη μοναξιά είτε την ανάγκη είτε το πάθος. Κι ο Αδαμαντίδης τα ‘χε και τα τρία πάντα πλάι του, να τον κρατούν από το χέρι. «Όμηρος των παθών του», λένε όσοι τον γνωρίζουν χωρίς να τον κακίζουν: «Αυτός είναι. Δεν κάνει κακό σε κανέναν, μοναχά στον εαυτό του. Λένε ακόμα: Ένα παιδί είναι ο Θέμης, ένα παιδί, που θα χαζέψει στη βιτρίνα του ΠΡΟΠΟτζιδικου το ΚΙΝΟ και θα κολλήσει με τις ώρες για ένα 20ευρω. Δεν μεγάλωσε ποτέ, ούτε ένοιωσε ποτέ το μεγαλείο και την έκταση της φωνής του. Δεν το κατάλαβε ότι είναι ένας από τους πέντε μεγάλους τραγουδιστές, που ακούστηκε η φωνή τους σαν καταιγίδα που έρχεται σε τούτο το στεγνό τόπο»! Λένε.
Όλα «ειπωμένα» με τον δικό του τρόπο. Άλλωστε το τραγούδησε κιόλας στα βραβεία «Αρίων»: «My Way», κι ο Σινάτρα ανατρίχιασε κάτω από τη μαρμαρένια πλάκα στο Μεμόριαλ Παρκ. «Είχαμε δυο μέρες πρόβα και τους είχα πει ότι δεν γίνονται αυτά. Τελικά το είπα», θα παραδεχτεί με κατεβασμένο το κεφάλι αργότερα.
Κοντεύει τα 65 κι ακόμα είναι παιδί…
Με τον χρόνο δεν έχει καλές σχέσεις, άλλωστε γι’ αυτό έχει μείνει ακόμα παιδί στα 64 χρόνια του. Παλιότερα, σε συνέντευξή του στη δημοσιογράφο Μαρία Μαρκουλή είχε μιλήσει ειλικρινά: «Με τα προγράμματα, δεν είμαι καλός. Δεν μ΄ αρέσει να προγραμματίζω γιατί πιστεύω πως δεν σε αφήνει η ζωή να το κάνεις. Όλα παίζονται πάνω στη στιγμή. Κάθεσαι, κοιτάς μια βιτρίνα λίγο παραπάνω, και γλιτώνεις ένα ατύχημα. Ένα δευτερόλεπτο σού αλλάζει τη ζωή. Έτσι δεν βάζω πρόγραμμα και έχω αποφύγει παγίδες χάρη σε αυτό. Πιστεύω στη ροή των πραγμάτων. Κοίτα, δεν φοράω καν ρολόι».
Η επαφή με τη μουσική και το τραγούδι ήρθε νωρίς, από την οικογένεια στη Ρόδο και στην Καισαριανή, ταξίδεψε μετά, πήγε Σουηδία, τραγούδησε, ώσπου: «Είχε εκείνη την ιδέα η γιαγιά. Είχε μιλήσει με τον Γιώργο Κατσαρό, γιατί είχε κλείσει θέση, να τραγουδήσω στο “Να η Ευκαιρία”. Και τώρα, όταν με ρωτάνε οι νέοι, τους λέω αρπάξτε όποια ευκαιρία σας δοθεί. Όμως μη βγείτε έτσι, να έχετε προετοιμαστεί. Μη βρεθείτε να είστε όνομα και μετά να αρχίσετε μαθήματα».
Με τζετ σκι στη συναυλία!
Και τα χρόνια κύλησαν και έγινε ό,τι έγινε για να παραδεχτεί: « Όχι, θυσία για τη δουλειά δεν έχω κάνει. Το βλέπω ότι όλοι κυνηγάνε κάτι, θέλουν την αρχηγία, όλα αυτά. Εγώ μάλλον κοιτάω να παίρνω ευχαρίστηση από αυτό που κάνω». Έχει τέσσερεις γιούς· γοητεύει και αρέσει ακόμα μ’ εκείνα τα σκοτεινά μάτια -κάρβουνα που κοιτάζει τη ζωή με το δικό του τρόπο, «his way»…
Και γελάει σαν θυμηθεί το παρελθόν του: «Να, μια φορά είχα πάει σε συναυλία με τζετ σκι. Από τη Ραφήνα στον Βόλο. Είχα σταματήσει στα Καμένα Βούρλα για ψαράκι, ξαναγέμισα το ντεπόζιτο και έφυγα. Έφτασα στον Βόλο ενώ είχε νυχτώσει. Είχα πει σε έναν φίλο μου να με περιμένει λίγο έξω από το λιμάνι, είχε φέρει και το αυτοκίνητό μου εκεί με αναμμένα φώτα για να το δω στο σκοτάδι. Το είδα, βγήκα, έκανα ένα ντους και πήγα στη συναυλία». Χαμηλώνει τη φωνή του. «Πάντα πάω. Μπορεί να αργώ λίγο, αλλά πάντα πάω».
Κάποτε τ’ άφταστα όνειρα γεννάνε τα μεθύσια τα πιο παθητικά. Και όνειρα είχε ο Αδαμαντίδης και τη ζωή του την ήπιε με δυο γουλιές κι ακόμα τη γλεντάει.
Και βυθίζεται στον «Απόλυτο Έρωτα»
Ο Αδαμαντίδης ήρθε σε μια εποχή, που η γενιά τού τότε «εφηύρε το μεταμοντέρνο, για να μπάσει από το παράθυρο της ειρωνείας όσα η καλαισθησία είχε βγάλει από την πόρτα»… όπως γράφει ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος. Κι ακόμα αντέχει ο Αδαμαντίδης. Και η φωνή του και τα πάθη του. Αντέχει γιατί- λένε όσοι τον ξέρουν- περνάει ακόμα τώρα στα 64, δύο και τρία εικοσιτετράωρα στο πόδι.
«Πιάνω τον εαυτό μου να τραγουδάω καλύτερα μετά. Μ΄ αρέσει κιόλας, βρίσκω και καμιά δικαιολογία, γιατί δεν θέλω να χάνω στιγμές». Φωνή δυνατή, σκονισμένη από τους δρόμους που την περπάτησε, δυνατή, αντρίκια. Κάθε ζεϊμπέκικο και καημός: «Πάνω ο Θεός κάτω εγώ», «Άκου με πώς τραγουδώ».
Και τώρα; Τώρα πια είναι ο Θέμης Αδαμαντίδης, ο κρυστάλλινος, ο γνήσιος, ο πούρος. Αυτός που δεν κρύβεται πίσω από ετικέτες καλλωπισμού για τον φόβο των δικηγόρων: «Ο φερόμενος ως εθισμένος από το τζόγο» κι άλλα μωρολογήματα. Αυτός που θέλησε να είναι, αυτός είναι και σ’ όποιον αρέσει τελικά. Άλλωστε μετά από κάποια χρόνια για τους «σοφούς» της ζωής, δεν έχουν σημασία ούτε το χρήμα ούτε η δόξα· το παιχνίδι είναι εκείνο που μετράει και ο Θέμης Αδαμαντίδης το ξέρει καλά! Και βυθίζεται στον «Απόλυτο έρωτα» του παιχνιδιού, που ακόμα τον κάνει να μην κοιμάται τα βράδια… Σαν να χαν ποτέ τελειωμό τα πάθια κ΄οι καϋμοί του κόσμου…
ethnos