“Αύξηση του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ”.
Μία από τις πιο… hot προεκλογικές υποσχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ, με καθοριστική συμβολή στην εκστρατεία που έφερε τον τίτλο “η ελπίδα έρχεται”.
Ωστόσο… «η δραστική αύξηση του (νομοθετημένου) κατώτατου μισθού θα έφερνε σε… χειρότερη θέση τους χαμηλόμισθους και θα προκαλούσε έντονες αναταράξεις στην αγορά εργασίας και στην απασχόληση… Στη σημερινή συγκυρία με την απαράδεκτα υψηλή ανεργία, προτεραιότητα της πολιτικής απασχόλησης δεν μπορεί παρά να είναι η δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης στον σημερινό ελάχιστο μισθό, με την ενθάρρυνση των επενδύσεων και των προσλήψεων, και όχι η βελτίωση της θέσης των χαμηλόμισθων».
Όπως αναφέρει η Ημερησία, στη διαπίστωση αυτή – κόλαφο καταλήγει επιστημονική μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος, που συντάχθηκε από τον ειδικό σύμβουλο της τράπεζας Κ. Κανελλόπουλο με τη συμβολή, εκτός των άλλων, και της συζύγου του υπουργού Οικονομικών Ευκλ. Τσακαλώτου, την κ. Heather Gibson.
Η μελέτη, προχωρώντας ένα βήμα πιο… πέρα, θεωρεί ως «εκσυγχρονιστική και εξευρωπαϊστική» τη μεταφορά της αρμοδιότητας καθορισμού των ελάχιστων αμοιβών από τη ΓΣΕΕ και τις εργοδοτικές στην κυβέρνηση (κατόπιν σχετικής εισήγησης από ειδική επιτροπή και μετά από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους) που έχει νομοθετηθεί και η εφαρμογή της, από το 2016 αποτελεί ένα από τα «ανοικτά» ζητήματα διαπραγμάτευσης με τους θεσμούς.
Κυβέρνηση VS σωματείων
«Η εκλεγμένη κυβέρνηση, κατά τον καθορισμό του ελάχιστου μισθού στο πλαίσιο των πολιτικών επιλογών της, λαμβάνει υπόψη της το επίπεδο και τις προοπτικές της ανεργίας, του πληθωρισμού, της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, την οικονομική συγκυρία και την κοινωνική συνοχή.
Αντίθετα, τα σωματεία των εργαζομένων και των εργοδοτών, όπως ρητά προβλέπουν τα καταστατικά τους, επιδιώκουν την προστασία και προώθηση των συμφερόντων των μελών τους, τα μεν με αυξήσεις των αμοιβών, τα δε με αποτροπή δυνητικού ανταγωνισμού από νέες επιχειρήσεις, αγνοώντας τους τρίτους (ανέργους, εκτοπισμένους από την αγορά εργασίας, συνταξιούχους, παραοικονομούντες στα όρια της νομιμότητας)», υπογραμμίζεται σχετικά.
Ενώ ακόμη επισημαίνεται ότι το ίδιο εφαρμόζουν πολλές ευρωπαϊκές χώρες (το Βέλγιο παραμένει ακόμη η εξαίρεση και η Γερμανία, μετά από συμφωνία των δύο μεγάλων πολιτικών κομμάτων, εφαρμόζει από τον Ιανουάριο του 2015 ελάχιστο ωρομίσθιο 8,5 ευρώ και προβλέπεται τα χαμηλότερα υφιστάμενα κλαδικά ελάχιστα ωρομίσθια να προσεγγίσουν τα 8,5 ευρώ μέχρι τις αρχές του 2017).
Επιπτώσεις
Τα συμπεάσματα της μελέτης είναι τα εξής:
– Οι ελάχιστοι μισθοί επηρεάζουν στενά και σημαντικά τους μέσους μισθούς τόσο των ανδρών όσο και των γυναικών. Επίσης φαίνεται ότι οι ελάχιστοι μισθοί μειώνουν σημαντικά την απασχόληση για αμφότερα τα φύλα (ελαστικότητα απασχόλησης ως προς ελάχιστο σχετικό μισθό περίπου -0,17). Επιπλέον, αν οι ελάχιστοι μισθοί είναι πολύ πάνω από τους μισθούς που μπορεί να πληρώσει η αγορά εργασίας, οδηγούν σε απώλεια θέσεων εργασίας και τελικά σε μικρότερη απασχόληση.
Click4more: Χάος με τον υπολογισμό συντάξεων στρατιωτικών
– Η βίαιη μείωση (το 2012) του ελάχιστου μισθού φαίνεται ότι συνέβαλε στη μετέπειτα ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας. Αμεση επαναφορά των ελάχιστων αμοιβών στα προ της μείωσης επίπεδα ισοδυναμεί με αύξηση ίση με 28,4% για τους άνω των 25 ετών (κατά 47% για τους μέχρι 25 ετών) και δεν θα γινόταν χωρίς έντονες αναταράξεις σε βασικά μεγέθη της αγοράς εργασίας, ιδιαίτερα στη σημερινή συγκυρία με την υψηλή ανεργία και τη δραματική απώλεια του (κατά κεφαλήν) ΑΕΠ της χώρας τα έτη της κρίσης σχεδόν κατά 25%.
Επιπλέον, διεθνείς οργανισμοί που έχουν εξετάσει τις εξελίξεις και τις προοπτικές στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα, δεν περιλαμβάνουν κάποια αύξηση των ελάχιστων μισθών ή έστω την ενοποίησή τους για όλες τις ηλικίες (χαμηλότερο ελάχιστο μισθό για ηλικιακά νεώτερους προβλέπουν το Βέλγιο, η Γαλλία, το Ην. Βασίλειο, η Ιρλανδία, η Λετονία, η Μάλτα, η Ολλανδία, η Πολωνία, η Σλοβακία και η Τσεχία).
– Εάν στόχος της πολιτικής στην αγορά εργασίας είναι η ενθάρρυνση της απασχόλησης, ο καθορισμός των ελάχιστων μισθών πρέπει να λαμβάνει υπόψη του, πέρα από την παραγωγικότητα της χαμηλο-αμειβόμενης εργασίας, το ισχύον πλέγμα φόρων και επιδομάτων. Ειδικά στην Ελλάδα, από τα 100 ευρώ που πληρώνει η επιχείρηση ο εργαζόμενος εισπράττει τα 64,1.
– Εάν οι ελάχιστες αμοιβές αυξάνονται διοικητικά δραστικά χωρίς οικονομική αιτιολόγηση, προκαλώντας, μέσω ενός ντόμινο εξελίξεων, αύξηση όλων των μισθών, αυτό θα επιιβαρύνει το κόστος παραγωγής, οδηγώντας σύντομα σε αύξηση των εγχώριων τιμών και έτσι σε απώλεια της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της χώρας (ακριβότερες εξαγωγές, φθηνότερες εισαγωγές) και υψηλότερη ανεργία.
Πηγή: Ημερησία