Τα δύο στοιχεία που καθόρισαν ως βασικό ύποπτο τον Μπάμπη Αναγνωστόπουλο
Δύο είναι τα στοιχεία που από την πρώτη στιγμή καθόρισαν ως ύποπτο για τη δολοφονία της Καρολάιν τον σύζυγό της, Χαράλαμπο Αναγνωστόπουλο, σύμφωνα με πληροφορίες του ethnos.gr.
Και τα δύο προέρχονται από τα δεδομένα που προέκυψαν από το εργαστήριο Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών τα οποία οι Αρχές είχαν στα χέρια τους λίγες ώρες μετά το άγριο έγκλημα που έχει «παγώσει» το πανελλήνιο. «Ένα κρίσιμο εύρημα ήταν ότι αυτά τα σημάδια του 32χρονου ήταν μόλις διακρινόμενα, δεν ήταν ιδιαίτερα ορατά και αυτό δημιούργησε έναν αρχικό προβληματισμό, για το κατά πόσο αυτό ήταν αναμενόμενο σε σχέση με τον χρόνο κατά τον οποίο ο σύζυγος ισχυρίσθηκε αρχικά ότι ήταν δεμένος», δήλωσε στην χθεσινή ενημέρωση ο επικεφαλής του Ανθρωποκτονιών, Κώστας Χασιώτης. Οι δηλώσεις τους αυτές έχουν να κάνουν με την πρώτη ένδειξη από τα ευρήματα του ιατροδικαστή την οποία είχαν οι αστυνομικοί για την ενοχή του Μπάμπη.
Στην πρώτη κατάθεσή του ο 32χρονος πιλότος που επί 37 ημέρες υποκρινόταν και έπαιζε θέατρο είχε υποστηρίξει τα εξής: «Ήμουν δεμένος και ακινητοποιημένος κάτω από κρεβάτι. Κάποια στιγμή λιποθύμησα γιατί και στο πρόσωπό μου με είχαν τυλίξει με κολλητική ταινία». Η ιατροδικαστής, όμως, βεβαίωσε ότι από τα ευρήματά της όχι μόνο δεν μπορεί να ήταν λιπόθυμος, αλλά δεν λιποθύμησε και ποτέ!
Η κατάθεση της ιατροδικαστή
Ενδεικτική είναι η κατάθεση της ιατροδικαστή που έχει έρθει στο φως της δημοσιότητας: «Τον εξέτασα 8 ώρες περίπου μετά την 6:08 ώρα. Η επικοινωνία ήταν άριστη δεν έφερε κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις ούτε εμφάνιζε ασφυκτικά σημεία. Αποκλείω την πιθανότητα ο άντρας που εξέτασα, ηλικίας 33 ετών, πιλότος στο επάγγελμα και χωρίς κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, να έχει παραμείνει επί 2 ώρες σε κατάσταση αναισθησίας. Η απώλεια των αισθήσεων σε ένα άτομο για οποιοδήποτε λόγο όπως φόβο, υπογλυκαιμία ή προσωρινή πρόκληση ασφυξίας, αναμένεται να διαρκέσει 10 λεπτά της ώρας και σε καμία περίπτωση 2 ώρες».
Χρειάστηκαν 37 ημέρες υποκρισίας μέχρι την ομολογία
Για να ομολογήσει χρειάστηκαν 37 ημέρες υποκρισίας και θεάτρου, αλλά και πολλές συμπληρωματικές εξηγήσεις στις οποίες μέχρι και την περασμένη Πέμπτη δεν έδειχνε καμία διάθεση να πει την αλήθεια. Γιατί, όμως, το έπραξε τελικώς; Στο ερώτημα αυτό απαντούν έμπειροι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. στο ethnos.gr υπογραμμίζοντας τα εξής: «Σίγουρα δεν μιλάμε για έναν άνθρωπο που δεν καταλάβαινε τι έκανε. Από τον τρόπο που έπνιξε την γυναίκα του, σκότωσε στη συνέχεια τον σκύλο της και χωρίς ίχνος αιδούς χρησιμοποίησε ακόμη και το μωρό τους, βάζοντάς το δίπλα στη νεκρή του μητέρα, για να καταστήσει ακόμη πιο αληθοφανές το σενάριό του, μάς δείχνει ότι είναι ένας άνθρωπος χωρίς αναστολές. Δεν πρόκειται για έναν στοργικό πατέρα, όπως θέλει να φανεί στην Αστυνομία και τη Δικαιοσύνη. Είναι ένας έξυπνος άνθρωπος που στις φλέβες του κυλά “κρύο” αίμα, αλλιώς δεν θα είχε φτάσει σε τέτοια μορφή παράνοιας και υπερβολής».
«Όταν, λοιπόν, οι αστυνομικοί τον πήραν από το μνημόσυνο στην Αλόννησο για να περάσει για ακόμη μία φορά το κατώφλι του ενδέκατου ορόφου της ΓΑΔΑ ήξερε πολύ καλά ότι δεν θα έφευγε από εκεί χωρίς χειροπέδες. Για τον λόγο αυτό, θεωρώ, ότι άρχισε να τα λέει όλα από μόνος του ούτως ώστε να πέσει -όπως νόμιζε- στα… μαλακά», συμπληρώνει.
Δεν έπεισε κανέναν
Οι διώξεις σε βάρος του αποδεικνύουν περίτρανα ότι δεν έπεισε κανέναν. Συγκεκριμένα, ο εισαγγελέας Πρωτοδικών άσκησε σε βάρος του ποινική δίωξη για ανθρωποκτονία από πρόθεση τελεσθείσα σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και κακοποίηση ζώου -κατηγορίες που είναι κακουργηματικού χαρακτήρα- ενώ κατηγορείται και για τα πλημμελήματα της ψευδούς καταγγελίας καθώς κατέστησε άλλους ύποπτους των πράξεών του και της ψευδούς κατάθεσης κατ´ εξακολούθηση.
Σε βάρος του ψυχρού δολοφόνου, όπως τον χαρακτηρίζουν οι αστυνομικοί, εκδόθηκε μάλιστα και ένταλμα σύλληψης από τις δικαστικές αρχές καθώς θεωρείται ύποπτος φυγής λόγω της ιδιότητάς του ως πιλότος, αλλά και γιατί κρίθηκε ύποπτος τέλεσης νέων αξιόποινων πράξεων.
Παρόλο που πήρε προθεσμία να απολογηθεί την Τρίτη, όπως και να έχει θα κληθεί να απολογηθεί για τις ειδεχθείς του πράξεις και πολύ δύσκολα θα αποδομήσει -πολλώ δε μάλλον θα πείσει τους δικαστικούς λειτουργούς με τις αιτιάσεις του- το βαρύ κατηγορητήριο.
Ούτε οι αστυνομικοί δεν ήθελαν να το πιστέψουν
Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Έθνους οι αστυνομικοί δούλευαν και τα δύο σενάρια ταυτόχρονα. Για τον λόγο αυτό και εργάστηκαν στο να αποκλείσουν το ενδεχόμενο ύπαρξης ληστών. «Παρά τις αγωνιώδεις και κοπιώδεις προσπάθειές μας και αφού συλλέξαμε πλήθος υλικού, μαρτυρίες και αλλά και με τη βοήθεια της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών που εξέτασε εργαστηριακά τον χώρο, δεν καταφέραμε να διαπιστώσουμε την ύπαρξη άλλων προσώπων πέραν των δύο ενηλίκων που βρισκόταν εκείνη τη στιγμή στο σπίτι και του μωρού. Η έρευνα έπρεπε αναγκαστικά να στραφεί στον σύζυγο», δήλωσε χθες σχετικά ο επικεφαλής του Ανθρωποκτονιών, Κώστας Χασιώτης.
Η δήλωση αυτή είναι ενδεικτική του γεγονότος ότι κανείς -ακόμα και οι αστυνομικοί- δεν θα ήθελε να αποδειχτεί ότι όλα ήταν σενάρια φαντασίας του 32χρονου, καθώς ο τρόπος με τον οποίο έδρασε κατατάσσει το έγκλημά του σε ένα από τα πιο στυγερά που έχουν καταγραφεί τις τελευταίες δεκαετίες στη χώρα μας. Οι αστυνομικοί του ΥΔΕΖΙ γνωρίζουν πολύ καλά ότι τέλειο έγκλημα δεν υπάρχει και φυσικά στόχος τους πάντα είναι να βρίσκουν τον δολοφόνο και να τον οδηγούν στη φυλακή. Αυτό, εντούτοις, δεν σημαίνει ότι δεν επηρεάζονται συναισθηματικά -διόλου, όμως, επαγγελματικά.
Το είπε, άλλωστε, με τον πιο απλό τρόπο στην ίδια ενημέρωση ο επικεφαλής της Διεύθυνσης Ασφαλείας Αττικής, Πέτρος Τζεφέρης: «Σε όλες τις υποθέσεις δίνουμε κόπο και ψυχή, για να τις εξιχνιάσουμε. Σε αυτήν είχαμε ως άνθρωποι έναν λόγο παραπάνω. Συνεργαστήκαμε απόλυτα με τις Εγκληματολογικές Υπηρεσίες και φυσικά με την Ιατροδικαστική Υπηρεσία. Η υπόθεση ήταν δύσκολη διότι δεν υπήρχαν στοιχεία και ίχνη και η Αστυνομία δεν δουλεύει με υποψίες. Οφείλει να σχηματίζει δικογραφίες, δηλαδή να τεκμηριώνει αδιάσειστα ότι λέει».