Ως ζιζάνιο, μπορούμε να θέσουμε κάθε φυτό που αναπτύσσεται σε έναν χώρο όταν αυτό δεν είναι επιθυμητό. Ουσιαστικά θεωρούνται όλα εκείνα τα αυτοφυή καλλιεργούμενα φυτά που μπορούν να αναπτυχθούν σε χώρους και χρονικά διαστήματα όπου ο άνθρωπος δεν επιθυμεί. Για παράδειγμα, ο δρόμος, οι γραμμές τρένων, αποστραγγιστικά και αρδευτικά κανάλια ή βιομηχανικούς χώρους.
Τέτοια φυτά μπορούμε να συναντήσουμε σε οπωρώνες, αμπελώνες, χώρους εγκαταστάσεων, σε επικλινή εδάφη κτλ. Τα ζιζάνια θεωρούνται επιθυμητά σχεδόν μόνο στη διάρκεια του χειμώνα επειδή βελτιώνουν τη δομή και εμπλουτίζουν με θρεπτικά στοιχεία το έδαφος μετά την αποδόμηση τους. Βέβαια από την άλλη, η παρουσία των φυτών αυτών κατά τη διάρκεια της άνοιξης και του καλοκαιριού είναι ανεπιθύμητη επειδή ανταγωνίζονται τα δέντρα για τα θρεπτικά στοιχεία, το νερό, το φως καθώς κάνουν δύσκολες και τις καλλιεργητικές φροντίδες.
Οι ζημιές που προκαλούν στην ουσία τα ζιζάνια θα μπορούσαμε να πούμε ότι δεν περιορίζονται μόνο στα καλλιεργούμενα φυτά, αλλά επίσης στα φυσικά λιβάδια, στους βοσκοτόπους, στον άνθρωπο με διάφορες αλλεργίες και δηλητηριάσεις ακόμα και στα ζώα. Βέβαια εκεί που θα ήθελα να επικεντρωθώ είναι στις ζημιές που προκαλούν στα καλλιεργούμενα φυτά διότι έχει μεγάλη οικονομική σημασία επειδή σχετίζονται άμεσα με τη μείωση των αποδόσεων αλλά και την υποβάθμιση του προϊόντος που είναι για εμπορική χρήση.
Την μεγαλύτερη ζημιά που μπορούν να προκαλέσουν τα ζιζάνια σε οποιαδήποτε καλλωπιστικό φυτό, είναι ο ανταγωνισμός στο νερό και στο φως, οπότε στην συγκεκριμένη περίπτωση θα αναλύσουμε δυο ορισμούς, τον ορισμό του ανταγωνισμού και τον ορισμό της αλληλοπάθειας. Ως ανταγωνισμός θεωρείται οποιαδήποτε μορφή αλληλεπίδρασης μεταξύ των γειτονικών φυτών του διαφορετικού είδους που συμβαίνει όταν η άμεση διαθεσιμότητα ενός σπόρου στο γύρω περιβάλλον δεν καλύπτει την συνδυασμένη απαίτηση των γειτονικών φυτών. Ενώ με τον όρο της αλληλοπάθειας εκφράζεται ως η μορφή της αντίδρασης μεταξύ των φυτών του ίδιου είδους ή του διαφορετικού, που λαμβάνει χώρα από ένα φυτό όταν αυτό απελευθερώνει χημικές ουσίες προς το περιβάλλον που διεγείρουν ή αναστέλλουν οποιαδήποτε αύξηση των υπολοίπων φυτών. Άρα θα μπορούσαμε να πούμε με σιγουριά ότι ο ανταγωνισμός είναι η έμμεση μορφή δράσης των φυτών ενώ η αλληλοπάθεια η άμεση.
Είναι πολύ δύσκολο να μελετηθεί το φαινόμενο του ανταγωνισμού διότι ταυτόχρονα λαμβάνει χώρα η αλληλοπάθεια και δεν μπορεί να διαχωριστεί από αυτήν, για τον λόγο αυτό άλλωστε πάρα πολλοί ερευνητές δεν χρησιμοποιούν τον όρο ανταγωνισμό ή αλληλοπάθεια αλλά τον όρο παρέμβαση-παρεμπόδιση. Ορισμένες φορές είναι αδύνατο να καθοριστεί αν ο ανταγωνισμός γίνεται είτε για τα θρεπτικά στοιχεία είτε για το νερό είτε για το φως είτε και για τους τρεις παράγοντες. Τα περισσότερα ζιζάνια απαιτούν μεγάλες ποσότητες θρεπτικών στοιχείων για να παράγουν την ίδια ποσότητα ξηράς ουσίας και για αυτό πολλές φορές αυτά ανταγωνίζονται τα καλλιεργούμενα φυτά για το φώσφορο και το άζωτο που θεωρείται και το σημαντικότερο θρεπτικό στοιχείο.
Εκτός όμως από τα θρεπτικά στοιχεία ανταγωνίζονται και για το νερό, που είναι ο σημαντικότερος παράγοντας για το φύτρωμα, την αύξηση και τη βελτίωση του φυτού. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που επιβεβαιώνει αυτή μας τη σκέψη είναι ότι όταν υπάρχει έλλειψη νερού ή μικρή περιεκτικότητα σε υγρασία στο έδαφος, η έναρξη του φυτρώματος των σπόρων των ζιζανίων καθίσταται αδύνατη. Πολλά από τα ζιζάνια καταναλώνουν ίση ή και μεγαλύτερη ποσότητα νερού από τα καλλιεργούμενα φυτά διότι διαθέτουν ένα πλούσιο ριζικό σύστημα και προσλαμβάνουν το νερό με ταχύτερο ρυθμό έτσι ώστε να εκμεταλλευθούν και μεγαλύτερο όγκο εδάφους. Τέλος, έρχεται ο ανταγωνισμός σε σχέση με το φως που λαμβάνει ένα ζιζάνιο. Ο ανταγωνισμός αυτός είναι οξύτερος επειδή εκεί που υπάρχει επάρκεια θρεπτικών στοιχείων και νερού τα ζιζάνια αναπτύσσονται με πάρα πολύ γρήγορους ρυθμούς και αποκτούν μεγαλύτερη φυλλική επιφάνεια, έτσι δημιουργούν προβλήματα σκίασης. Γενικώς πρέπει να αναφερθεί ότι τα φυτά που έχουν μεγαλύτερη φιλική επιφάνεια και γενικά εναλλασσόμενα φύλλα, και όχι αντίθετα, πλεονεκτούν στον ανταγωνισμό του φωτός.
Θα ήθελα να αναφέρω ότι το μέγεθος της ζημιάς όλων των καλλιεργούμενων φυτών εξαιτίας του ανταγωνισμού των ζιζανίων είναι δύσκολο να εκτιμηθεί επειδή επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες, όμως χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ελαιοκράμβη, το ρύζι και η πατάτα που η απόδοσή τους μειώνεται έως και 53%.