Γράφει ο Αδάμος Βασίλειος
-«Ο Δημητράκης μου είναι καλός, πολύ καλός, έσκουζε στην κεντρική η Κίτσα, η Κικίτσα, από Κυριακή, που γιόρταζε κιόλας σήμερα, καθώς συνάντησε τους δυο καθηγητές του παιδιού της, το ασύμμετρο δίδυμο, που πήγαινε στη «Χαβάη» για το καθιερωμένο ανατρεπτικό τσιπουράκι με τους άλλους, τους συντρόφους του «μεροκάματου του τρόμου».
-Ο Δημητράκης μου δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τ’ άλλα παιδιά για να στρωθεί να διαβάσει κύριοι καθηγητές!
-Έχουμε μια τέλεια οικογένεια και η Ειρήνη και η Γαλήνη φωτίζουν το σπιτικό μας. -Τι χρειάζεται, για να διαβάσει λίγο περισσότερο;
Πριν προλάβουν οι δύο καθηγητές ν’ απαντήσουν η Κίτσα έδωσε μόνη της την απάντηση: – Είναι τεμπέλης, -να τι είναι, κ’ έφυγε…
Στην απόσταση των τριών λεπτών από το Πλάζα, η Κίτσα πρόλαβε να επαναφέρει στη μνήμη της της ζωής τα σίδερα των τελευταίων είκοσι ετών. Με τρία παιδιά στα τριανταεφτά της ήταν απλά μια μητέρα, που έμοιαζε με πενηντάρα. Αφημένη στον ρόλο της, η αγάπη για τον άνδρα της έγινε αδιάφορη σύζευξη δύο δεκαετιών, ταυτίστηκε με τους ιερομάρτυρες, για να μεγαλώσει τα παιδιά της, ώστε να μπουν στα σώματα ασφαλείας και να ησυχάσουν. Πριν ανατρέξει στον άνδρα της, δυστυχώς έφτασε στο καφέ, όπου την περίμεναν, η Ρίτσα, η Νίτσα και η Πίτσα, από Καλλιόπη, άσχετο θα μπορούσαν να την λένε Πόπη.
-Κορίτσια τι κάνετε; -Σήμερα κερνάω εγώ, λόγω Κυριακής!-Γιατί, τι ξεχωριστό έχει αυτή η Κυριακή;- Είναι λαμπερή και Τρικαλινή και μου αρέσει, τις αφόπλισε η Κίτσα.
Πριν προλάβουν τα κορίτσια να ξεκινήσουν την κοινωνική κριτική, κόσμος μπουλούκι περνούσε από την Ασκληπιού, τον πεζόδρομο που και οι μεγάλες πρωτεύουσες θα ‘θελαν να έχουν, γιατί ως γνωστόν στην Ασκληπιού περπατούν όσοι θέλουν να τους δουν, όσοι αναπνέουν ακόμα. –Τι γίνεται;
Γνωστοί και μη εξαιρετέοι βάδιζαν συνοφρυωμένοι, χαρούμενοι, αλλαλιασμένοι, όλοι διαφορετικοί. –Μα πού πάνε; -Έρχεται ο Γρηγόρης με τη Θεοφανία, απάντησε ένας διπλανός δάσκαλος μόνιμος θαμώνας, που πολύ θα ήθελε να είναι κι αυτός στη συγκέντρωση.-Έλα!
Τα κορίτσια χαιρέτισε ο Παναμέζος Γκράτσιο, πασίγνωστος στη χώρα των Τρικάλων για τις αντιεμβολιαστικές του κορώνες, ανασηκώνοντας το καβουράκι του, δανδής και ευγενικός με τις όμορφες κυρίες του σύμπαντος, αέναος αρνητής της βιολογικής παρακμής, με μιαν ιδέα μειδιάματος, αγχωμένος για τον λόγο του μπροστά στη Θεοφανία.
-Να την, περνά η πληθωρική φιγούρα της δυστυχίας, έτοιμη να καταγγείλει τους καφέδες, που δεν της κάνουνε την χάρη να της ζητήσουν να καθίσει και να της κεραστούν από τους θαυμαστές της Πόλης και των περιχώρων, έστω για πέντε λεπτέ βρε αδελφέ, για να τους εξηγήσει, τους αδαείς, την άρνηση, μέχρι να ‘ρθει ο Γκρεγκ και να βγάλουν την αναμνηστική, όχι δόση προς Θεού, φωτογραφία, που θα παρακινήσει και τους υπόλοιπους εννιακόσιους χιλιάδες που έμειναν χωρίς δόσεις, ώστε να βγουν στους δρόμους και να χιλιοτραγουδήσουν την Αγάπη για τη Ζωή, μακριά από τις εντατικές και τα ράντζα του Κούλη. Μια φορά ζει κανείς… ελεύθερος…
Έ, αυτό η Κίτσα δεν το περίμενε! -Και ο ξάδελφός της από την Αγναντιά με τον κολλητό του από την Πιαλεία; Πήγαιναν για ένα αυτόγραφο από τον Γρηγόρη. Στην ουσία πήγαιναν για να θαυμάσουν τα προσόντα της Θεοφανίας και… γιατί όχι να βγάλουν και μία σέλφι για το καφενείο!
-Βρε κορίτσια, -ποια είναι η γνώμη σας, είπε η Ρίτσα, ρίχνοντας κλεφτές ματιές στους απέναντι ανύπαντρους ημιπιτσιρικάδες των 45 plus.
Στο μεταξύ στην πλατεία οι αγανακτισμένοι με το εμβόλιο, που τους άφησε οδυνηρές αναμνήσεις από τα πέντε τους χρόνια, όταν η μάνα τους τους έτρεχε στους μαχαλάδες για να τους κάνει την ένεση για την πνευμονία, συνάντησαν τα πεντέμιση μέλη της τοπικής ελμέ, που είχαν ξεχαστεί από την προηγούμενη Κυριακή στην πλατεία. Οι ουράνιοι συνδικαλιστές σοκαρίστηκαν από την έλευση των αρνητών και παράτησαν τα πανό με τα συνθήματα της προηγούμενης εικοσαετίας, για να βρουν τη θαλπωρή στον γλυκάνισο του «Μαντείου».
Άλλωστε αυτοί ήταν προοδευτικοί …