Γράφει ο Δρ. Κώστας Πατέρας, D.Ed., M.Ed., Ph.D.
Στην αέναη ροή του Πανδαμάτορα χρόνου τίποτε δεν μένει το ίδιο. Τα πάντα αλλάζουν, όπως γίνεται και στην ανθρώπινη ζωή.
Οτιδήποτε γεννιέται, θα φθάσει στην ωριμότητα και σε βάθος χρόνου θα εξαφανισθεί ή θα τροποποιηθεί.
Την ίδια τύχη είχε και «ο φούρνος της καρδιάς μου» του κυρ Θανάση και της γυναίκας του Δήμητρας Μητσιάδη, στην συνοικία «Αραπάτικα», όπως την έλεγαν, όταν ήμουν παιδί.
Ο φούρνος αυτός φτιάχτηκε λίγο πριν το 1950 και βρίσκονταν στην διασταύρωση των οδών Αχιλλέως και Τσακάλωφ.
Όλοι οι δρόμοι της περιοχής αυτής ήταν λασπόδρομοι, με λακούβες, χωρίς νερό και φυσικά ήταν το τελευταίο κομμάτι της πόλης των Τρικάλων. Πόσιμο νερό παίρναμε από τα αρτεσιανά που βρισκόταν στα Χασάπικα και στον Συνοικισμό.
Σε απόσταση εκατό μέτρων από τον φούρνο, υπήρχαν χωράφια με σιτάρια και λαχανικά, υπήρχε το περίφημο ζωοπάζαρο, όπου κάθε Δευτέρα μαζεύονταν όλα τα προς πώληση ζώα και φυσικά τα κάρα, που τα έσερναν άλογα.
Μετά την διάλυση της αγοράς και για όλη την εβδομάδα, στον χώρο αυτό μαζεύονταν τα παιδιά της γειτονιάς, ακόμα και από την συνοικία της Μπάρας και του Συνοικισμού και έπαιζαν ποδόσφαιρο, τις απογευματινές, κυρίως, ώρες.
Σ’ αυτό το γεωγραφικό πλαίσιο είχε ξεφυτρώσει και «ο φούρνος της καρδιάς μου», που δεν έμοιαζε σε τίποτε με τις σημερινές αντίστοιχες επιχειρήσεις.
Ήταν φτιαγμένος με τούβλα και αργότερα το αρχικό οικοδόμημα δέχθηκε και μερικά τσιμεντόλιθα.
Είχε μία πόρτα ξύλινη, έναν χώρο που εναπόθεταν ότι φούρνιζαν και ότι ξεφούρνιζαν, φυσικά ξύλινες κατασκευές και στο βάθος,απέναντι απότην είσοδο, υπήρχε ο κυρίως φούρνος, με τα ξύλινα εργαλεία.
Ήταν ξυλόφουρνος.
Ήταν φούρνος που έψηνε μόνον αγαθά, ακόμα και μετά από συνεννόηση, για το πότε θα τα πάνε και πότε θα τα πάρουν οι νοικοκυρές.
Μόνιμοι πελάτες ήταν οι κάτοικοι της συνοικίας «Αραπάτικα», οι οποίοι εγκαταστάθηκαν εκεί από διαφορετικές αφετηρίες και προελεύσεις. Προέρχονταν, κυρίως, από χωριά των Τρικάλων και της Καρδίτσας,πέραν των ολίγων ντόπιων κατοίκων.
Οι νοικοκυρές της εποχής εκείνης, είτε γιατί δεν είχαν στα σπίτια τους τον κατάλληλο εξοπλισμό για να βολέψουν ένα μεγάλο ταψί είτε γιατί είχαν μεγάλες οικογένειες να θρέψουν, έστελναν πολλά πράγματα στον φούρνο.
Ο φούρνος έψηνε, κυρίως, ψωμί, πίτες και φαγητά τα οποία πήγαιναν, συνήθως, οι νοικοκυρές αλλά σ’ αυτήν την δραστηριότητα μετείχαν και οι άνδρες και τα παιδιά.
Φούρναρης ήταν ο κυρ Θανάσης Μητσιάδης και βοηθός η σύζυγός του κυρά Δήμητρα.
Ήταν δύο σπουδαίοι άνθρωποι, με το χαμόγελο, την τιμιότητα, την εργατικότητα και προ πάντων την μεγάλη αγάπη για τους συνανθρώπους τους.
Την εποχή εκείνη, τα σπίτια ήταν χωριστά, με αυλές, όπου συγκεντρώνονταν οι γείτονες. Οι καρδιές όμως των ανθρώπων ήταν πολύ στενά δεμένες.
Σήμερα, που οι στέγες των σπιτιών μας είναι ενωμένες, οι ψυχές των ανθρώπων είναι πολύ μακριά.
Ο κυρ Θανάσης ξεκινούσε τα μεσάνυχτα να ετοιμάζει τον φούρνο και παρέμεινε εκεί μέχρι αργά το απόγευμα της επόμενης ημέρας. Και πάλι από την αρχή.
Είχαν και δύο παιδιά, την Λίτσα και τον Φώτη, που τα μεγάλωσαν με τις ίδιες αρχές που αυτοί είχαν.
«Ο φούρνος της καρδιάς μου» δούλεψε για μερικές δεκαετίες. Έκλεισε τότε που μπήκαν στην αγορά νέα εργαστήρια με σύγχρονα μέσα και πολυποίκιλη παραγωγή.
Γενικά, η μεγάλη οικογένεια Μητσιάδη ήρθε στα Τρίκαλα γύρω στα 1900, από το χωριό Αϊ Λιάς της Καστοριάς και μαζί με την οικογένεια Τσιάρα εγκαταστάθηκαν στην συνοικία «Αραπάτικα».
Ήταν έξυπνοι άνθρωποι, εργατικοί, τίμιοι, συνεπείς και δραστήριοι. Ασχολήθηκαν με την κεραμοποιΐα και έδωσαν μεγάλη οικονομική ώθηση στην περιοχή και στην πόλη, ολόκληρη. Για πολλά χρόνια απασχολούσαν πολλές δεκάδες εργατικού προσωπικού.
Τα περίφημα «Κεραμαριά», δίπλα στο κτήμα του Θεοδοσόπουλου, όπου είναι σήμερα η ΔΕΗ,αποτελούσαν σημείο αναφοράς.
Αυτές οι δραστηριότητες κάποτε έπαψαν να υπάρχουν και ο Φούρνος του Θανάση Μητσιάδη σταμάτησε να λειτουργεί.
Στον ίδιο χώρο οι ιδιοκτήτες δημιούργησαν ένα «Μπακάλικο», το οποίο σιγά-σιγά μεγάλωσε αρκετά και έτσι συνέχισε το κτίριο να ευρίσκεται στο επίκεντρο της κοινωνικής και οικονομικής ζωής.
Με την εμφάνιση, όμως, των μεγάλων Σούπερ Μάρκετ και Πολυκαταστημάτων τα μικρά «Μπακάλικα» πήραν καθοδική πορεία και δεν άντεξαν στον συναγωνισμό.
Έτσι σταμάτησε κάθε δραστηριότητα στο οίκημα του φούρνου, που μέρα με την μέρα έπαιρνε την μορφή ενός κτιρίου «φαντάσματος».
Φυσικά «ο φούρνος της καρδιάς μου» δεν ήταν μόνον ένας επαγγελματικός χώρος, που έψηνε ψωμί, πίτες και φαγητά.
Είχε και την μορφή ενός ανεπίσημου κοινωνικού σχολείου, όπου όλα τα παιδιά της εποχής μάθαιναν καλούς τρόπους συμπεριφοράς και ευγένειας αλλά προπάντων διδάσκονταν την αξία του ανθρωπισμού, της συνύπαρξης, της οικογένειας, της πατρίδας και της θρησκείας.
Όλοι οι κάτοικοι εκκλησιάζονταν στον Ιερό Ναό της Αγίας Επίσκεψης, όπου και ανήκαν.
Πράγματι, ο φούρνος ήταν ένα στέκι όπου αντάμωναν όλες οι ηλικίες, ανεξάρτητα από την μόρφωση και την οικονομική τους δυνατότητα.
Κυρίως, για τις Ηρωΐδες Μάνες της εποχής εκείνης, οι οποίες είχαν όλη την φροντίδα για την επιβίωση της οικογένειας,ήταν ένα σημείο αναφοράς.
Ο φούρνος του Θανάση και της Δήμητρας Μητσιάδη ένωνε τις νοικοκυρές της γειτονιάς και τις έδινε την ευκαιρία να συζητήσουν και να ανταμώσουν με άλλες γειτόνισσες.
Κανένας δεν θα ξεχάσει πως, όταν περνούσαμε από τον φούρνο, ο αέρας ήταν γεμάτος από μυρωδιές ψωμιού, πίτας και φαγητού.
Στα «Αραπάτικα» ο φούρνος ήταν η μοναδική επαγγελματική στέγη, που έλυνε πολλά προβλήματα και διαφωνίες.
Δυστυχώς, ο όμορφος αυτός χώρος εκείνης της εποχής, έμεινε έρμαιο στα χέρια του αδυσώπητου χρόνου. Έχασε την παλιά του αίγλη και δόξα καθώς ήρθε το τέλος της εποχήςτου.
Το κτίσμα, εγκαταλελειμμένο και ερειπωμένο, ήταν και επικίνδυνο και ασύμφορο.
Γι’ αυτό, πρόσφατα, «ο φούρνος της καρδιάς μου» γκρεμίστηκε, για να γίνει μία νέα οικοδομή με σύγχρονη λειτουργία και καλή αισθητική.
Σε όλους εμάς, όμως, θα παραμείνουν ανεξίτηλες οι όμορφες και ανεπανάληπτες εμπειρίες και παραστάσεις από τον φούρνο του «Μητσιάδη».
Μακάρι, ο νέος κατασκευαστής, Θανάσης Κανίστρας, να εκτιμήσει την παλαιά «δόξα» του χώρου αυτού και να βάλει, στη νέα οικοδομή, ιδιοκτήτες και ενοίκους, που θα έχουν τα χαρίσματα και τις αρχές των ιδιοκτητών του «φούρνου της καρδιάς μου», αλλά και την ανθρωπιά των δημοτών της συνοικίας «Αραπάτικα».
Δεν είχε άδικο ο σοφός Ηράκλειτος ο Εφέσιος (544-484 π.Χ.), που έλεγε «τα πάντα ρει και ουδέν μένει» δηλαδή όλα αλλάζουν και τίποτε δεν μένει το ίδιο.