Γράφει ο Κάβουρας Δημήτρης υποψήφιος ΔΣ στις περασμένες Δημοτικές εκλογές, συνεργαζόμενος με το συνδυασμό «Φυσάει κόντρα για την ανατροπή»
«Κατεπείγουσα ρύθμιση για τη μεταφορά ταμειακών διαθεσίμων των Φορέων Γενικής Κυβέρνησης προς επένδυση στην Τράπεζα Ελλάδας». Με αυτό τον τίτλο η συγκυβέρνηση προχώρησε στην επιβολή ΠΝΠ, την οποία πήγε κατόπιν προς ψήφιση στη βουλή, για τη δέσμευση των ταμειακών διαθέσιμων μιας σειράς φορέων, Δήμων, Περιφερειών, Νοσοκομείων, Πανεπιστημίων, κ.α, πρακτική την οποία καταδίκαζε μετά βδελυγμίας στο πρόσφατο παρελθόν και, ο ΣΥΡΙΖΑ τουλάχιστον, είχε ρητά δεσμευτεί ότι θα έβαζε άμεσα τέλος σε αυτή τη μέθοδο νομοθέτησης. Αυτή η ΠΝΠ, εκτός των άλλων, έδωσε τη δυνατότητα στο μπλοκ των μνημονιακών δυνάμεων να επιχειρήσουν να την συμψηφίσουν με τις δικές τους, όπως έγινε και με την παραβίαση του Πανεπιστημιακού ασύλου.
Η δέσμευση των ταμειακών διαθέσιμων αποτελούσε πάγιο αίτημα των «θεσμών» και είχε δεσμευτεί για αυτό η προηγούμενη συγκυβέρνηση. Τώρα όμως το βάρος της υλοποίησής της πέφτει εξ ολοκλήρου στη σημερινή κυβέρνηση.
Στην ΠΝΠ δεν υπάρχει πρόβλεψη για τα διαθέσιμα των ασφαλιστικών ταμείων για τα οποία, όπως όλα δείχνουν και όπως φαίνεται, είναι βάσιμοι οι φόβοι να έχουν την ίδια τύχη. Η διαφορά βρίσκεται στο γεγονός ότι, οι μεν διοικήσεις των Δήμων και Περιφερειών είναι εκλεγμένες και μόνο στην νομοθετική επιβολή θα μπορούσαν να πειθαρχήσουν, ενώ οι διοικήσεις των ασφαλιστικών ταμείων είναι διορισμένες από την κυβέρνηση και θα τρέξουν να υποστηρίξουν έμπρακτα την επιλογή της. Τα επιχειρήματα της συγκυβέρνησης για καλύτερες αποδόσεις τόκων των διαθέσιμων οικονομικών στην ΤτΕ, αποτελούν προφάσεις εν αμαρτίες και αυτό αποδείχθηκε από την δέσμευση του πρωθυπουργού, στην συνάντηση με τα κεντρικά όργανα της τοπικής και περιφερειακής διοίκησης, για την προσωρινότητα του μέτρου και την γρήγορη άρση του.
Η υποχρεωτική κατάθεση των διαθέσιμων οικονομικών στην ΤτΕ αποτελεί μια ακόμα πράξη στο τραγικό έργο της περιστροφής στο φαύλο κύκλο της αποπληρωμής του δημόσιου χρέους για την ικανοποίηση των δανειστών-τοκογλύφων. Για αυτούς προορίζονται και αυτά τα χρήματα τα οποία στερούνται από την κοινωνία και τις ανάγκες της. Και για το λόγο αυτό η συγκεκριμένη πράξη είναι κολάσιμη απ την εργατική-λαϊκή πλευρά, σε αντίθεση με τις μνημονιακές δυνάμεις.
Η ειλικρινής απάντηση σε μία μόνο ερώτηση μπορεί, κατά την ταπεινή μου γνώμη, να αποδείξει πόσο λαθεμένη και επιζήμια για την εργατική τάξη και τον εργαζόμενο λαό είναι η ΠΝΜ: αν η προηγούμενη συγκυβέρνηση είχε προχωρήσει σε μια τέτοια ενέργεια, η εργατική τάξη και ο εργαζόμενος λαός δεν θα έπρεπε να αντιδράσουν; Ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα αντιδρούσε; Θα αντιδρούσε! Τώρα, τι άλλαξε και πρέπει να συμφωνήσουμε στη συνέχιση της οικονομικής αιμορραγίας για την ικανοποίηση των δανειστών-τοκογλύφων;
Το γεγονός ότι έχουμε μια νέα κυβέρνηση η οποία βρίσκεται σε διαπραγμάτευση με το κουαρτέτο, και η επίκληση του γεγονότος ότι «η χώρα διέρχεται εξαιρετικά δύσκολες ώρες, συνθήκες πρωτόγνωρου οικονομικού αποκλεισμού, πρωτοφανών εκβιαστικών διλλημάτων και μεθοδευμένης πιστωτικής ασφυξίας» αρκεί για να νομιμοποιήσουμε την ίδια, με τις προηγούμενες κυβερνήσεις, πρακτική, στο ζήτημα του χρέους; Όχι, δεν αρκεί! Και αυτό διότι από την ατζέντα της διαπραγμάτευσης απουσιάζει το μείζον ζήτημα του χρέους για το οποίο η κυβέρνηση δεσμεύτηκε, με τη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου και με κατοπινές δηλώσεις υπουργών, ότι θα συνεχίσει να το αποπληρώνει «στο διηνεκές», βγάζοντας από την ατζέντα των δικών της δεσμεύσεων προς το λαό, την διαγραφή, έστω, του μεγαλύτερου μέρους του. Και επίσης διότι η κυβέρνηση επιμένει δογματικά να διαπραγματεύεται στο πλαίσιο της ΟΝΕ και της ΕΕ και να υποτάσσει την διαπραγμάτευση στην, με κάθε κόστος, παραμονή σε αυτό το πλαίσιο, πράγμα που εκτός των άλλων, περιορίζει την διαπραγματευτική ισχύ της.
Με μια τέτοια διαπραγματευτική πολιτική οι όποιες φιλολαϊκές εξαγγελίες και ρυθμίσεις είτε δεν θα μπορούν να υλοποιηθούν, είτε θα είναι υπονομευμένες. Και επιπρόσθετα, τελούν υπό την έγκριση των «θεσμών». Ως εκ τούτου, «έντιμος συμβιβασμός» δεν υπάρχει! Και η όποια συμφωνία με τους δανειστές-τοκογλύφους οι οποίοι απαιτούν πλήρη συμβιβασμό και υλοποίηση των μνημονίων, δεν πρόκειται να λύσει λαϊκά προβλήματα. Αντίθετα, μπορεί να ενταχθεί πλήρως στο σχέδιο της «Αριστερής παρένθεσης» εφόσον η κυβέρνηση θα έχει κάνει εκείνες τις υποχωρήσεις που θα της στερήσουν τα όποια πλεονεκτήματα είχε ο αντιμνημονιακός της λόγος.
Η κυβέρνηση παγιδεύεται στις ίδιες τις επιλογές και τις υπαναχωρήσεις της και θα βρεθεί με την πλάτη στον τοίχο. Έδωσε λαβή σε όλες τις συστημικές δυνάμεις των Δήμων και των Περιφερειών να αντιδράσουν στην δέσμευση των διαθέσιμων οικονομικών και στην ΠΝΠ, και να παρουσιάζονται με φιλολαϊκό πρόσωπο και σαν υπερασπιστές των δικαιωμάτων του λαού προγραμματίζοντας κινητοποιήσεις και κλιμακώνοντας την αντίδρασή τους, η οποία φυσικά, για την πλειοψηφία της ηγεσίας τους, είναι υποβολιμαία και στοχεύει στην ίδια την κυβέρνηση. Και αφού έδωσαν τα ρέστα τους στην «υπεράσπιση» των λαϊκών δικαιωμάτων, ανέκρουσαν πρύπναν και φόρεσαν τον μανδύα του «υπερκομματικού πατριώτη» όταν ο πρωθυπουργός τους διαβεβαίωσε ότι ο νόμος σύντομα θα αλλάξει, προφανώς μετά τον λεγόμενο «έντιμο συμβιβασμό». Τότε ξέχασαν τα λαϊκά προβλήματα και βάφτισαν και αυτοί «εθνικό καθήκον» την αποπληρωμή των τοκογλύφων, πράγμα με το οποίο δεν είναι αντίθετοι όπως δεν είναι και τα πολιτικά κόμματα που τους στηρίζουν.
Το ψήφισμα της ΚΕΔΕ με το οποίο καταδικάζεται ο τρόπος που επέλεξε η κυβέρνηση για την δέσμευση των οικονομικών των Δήμων και καλεί σε κινητοποίηση τις δημοτικές αρχές για την ακύρωση αυτής της απόφασης, υπερψήφισε και η «Λαϊκή Συσπείρωση» χωρίς όρους και υποσημειώσεις, πράγμα που συνηθίζει να κάνει με άλλα ψηφίσματα. Συντάχθηκε ουσιαστικά με τις κατεστημένες μνημονιακές δυνάμεις χωρίς να θέσει τον απαραίτητο εκείνο όρο που θα την διαφοροποιούσε από αυτές και θα έκανε διακριτή στο λαό τη διαφορά και ταυτόχρονα θα αναδείκνυε το πρόβλημα και το στόχο και θα οριοθετούσε τον αντίπαλο. Και αυτός δεν είναι άλλος από του δανειστές-τοκογλύφους και από το δημόσιο χρέος το οποίο αποτελεί θηλιά στο λαιμό του λαού και τείχος πάνω στο οποίο προσκρούουν όλες σχεδόν οι λαϊκές και εργατικές διεκδικήσεις. Και που η πάλη για τη διαγραφή του, σε συνδυασμό με την πάλη για την κατάργηση των μνημονίων, μπορούν να αποτελέσουν τα συνθήματα και τους στόχους εκείνους που θα ενώσουν αγωνιστικά την εργατική τάξη και τον εργαζόμενο λαό στην προοπτική της ριζικής αλλαγής της κοινωνίας. Όπως παλιότερα ανάλογο ρόλο έπαιξαν τα ανάλογα συνθήματα για «ειρήνη-γη-ψωμί-ελευθερία». Διότι, διαγραφή του χρέους και κατάργηση των μνημονίων δεν μπορεί να επιτευχτεί σε καθεστώς αστικής κυριαρχίας και στο πλαίσιο της ΟΝΕ και της ΕΕ.
Ο όρος που έπρεπε να τεθεί για να συμπεριληφθεί στο ψήφισμα και κατόπιν να υπερψηφιστεί από τις Αριστερές δυνάμεις, είναι η αναγκαία αντίσταση στις απαιτήσεις των δανειστών-τοκογλύφων και η διαγραφή του δημόσιου χρέους το οποίο μας λεηλατεί κυριολεκτικά. Εφόσον αυτό δεν τέθηκε, τότε κέρδος από την υπερψήφιση του ψηφίσματος της ΚΕΔΕ είχαν μόνο οι συστημικές-μνημονιακές δυνάμεις.
Η «Λαϊκή Συσπείρωση» αντί να δράσει προωθητικά-προοδευτικά δείχνοντας ποιο πρέπει να είναι το επόμενο βήμα του κινήματος, συντάχθηκε στην πράξη με τις δυνάμεις της οπισθοδρόμησης.
Από την άλλη πλευρά, η Δημοτική παράταξη «Φυσάει κόντρα για την ανατροπή» καταψήφισε το ψήφισμα της ΚΕΔΕ και κάλεσε σε στήριξη της κυβέρνησης.
Το κάλεσμα για στήριξη της νέας κυβέρνησης μπορεί να έχει αποτέλεσμα μόνο όταν απευθύνεται στο λαό και συνοδεύεται και αφορά σε πράξεις που κατατείνουν στην πρόοδο της κοινωνίας και όχι στο πισωγύρισμά της. Στην συγκεκριμένη περίπτωση η νέα κυβέρνηση δεν κινήθηκε προς τα εμπρός, αλλά προς τα πίσω, ακολουθώντας την πεπατημένη των προηγούμενων μνημονιακών κυβερνήσεων οι οποίες φρόντιζαν με ζήλο για την ικανοποίηση των δανειστών-τοκογλύφων. Ως εκ τούτου, το κάλεσμα για την στήριξη της νέας κυβέρνησης σε αυτή της την απόφαση, δεν μπορεί να φέρει αποτελέσματα. Ακριβώς λόγο του αντιλαϊκού χαρακτήρα της απόφασης για δέσμευση των ταμειακών διαθέσιμων με σκοπό την εξυπηρέτηση του χρέους, ή για την αντικατάσταση κονδυλίων που δαπανήθηκαν για τόκους και χρεολύσια.
Στους εκβιασμούς και στις πιέσεις των διεθνών τοκογλύφων και του κουαρτέτου, του ΔΝΤ, της ΕκΤ, της ΕΕ και του Μπράσελ Γκρουπ, η κυβέρνηση οφείλει να μην υποχωρήσει και να τιμήσει την εμπιστοσύνη που της έδειξε ο ελληνικός λαός, να εφαρμόσει το πρόγραμμά της και να στηριχτεί στη δύναμη και αποφασιστικότητα του λαού. Να προχωρήσει σε στάση πληρωμών προς τους τοκογλύφους και σε διαγραφή του χρέους, προτάσσοντας τις ανάγκες του λαού έναντι των τοκογλύφων-δανειστών.
Σ’ αυτή την κατεύθυνση έχει νόημα η απεύθυνση στο λαό για στήριξη στις επιλογές της, ακόμα και με δέσμευση των Ταμειακών Διαθέσιμων, που είναι χρήματα από το υστέρημα του λαού. Σ’ αυτή την κατεύθυνση θα έπρεπε να ανταποκριθούν όλοι οι Δήμοι και οι Περιφέρειες της χώρας, παρόλο που αρκετοί από αυτούς το προηγούμενο διάστημα επικρότησαν και εφάρμοσαν τις μνημονιακές πολιτικές, γιατί το οφείλουν στους δημότες τους.
Αποδείχθηκε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα ότι τρίτος δρόμος, πέρα από αυτόν της υποταγή ή της σύγκρουσης με το ΔΝΤ, την ΕΕ και την ΕκΤ, δεν υπάρχει!
Αν η κυβέρνηση συνεχίσει να υποκύπτει στις πιέσεις και τους εκβιασμούς και να αναστέλλει χρονικά και να ψαλιδίζει το ίδιο το δικό της πρόγραμμα, τότε με μαθηματική ακρίβεια πολύ σύντομα θα απολέσει την λαϊκή στήριξη και ανοχή και θα οδηγήσει το κίνημα σε ήττα και πισωγύρισμα για το οποίο θα φέρει την κύρια ευθύνη. Μια τέτοια εξέλιξη δεν είναι μοιραία αν αυτοί που την κατανοούν δράσουν έγκαιρα και αποφασιστικά, προς την κατεύθυνση της ενεργοποίησης του εργατικού-λαϊκού παράγοντα, για την κατάργηση των μνημονίων και την απαραίτητη διαγραφή του δημόσιου χρέους. Κόντρα στους ανύπαρκτους «έντιμους συμβιβασμούς».
Σε διαφορετική περίπτωση «καλή αντάμωση στα γουναράδικα».
Κάβουρας Δημήτρης υποψήφιος ΔΣ στις περασμένες Δημοτικές εκλογές, συνεργαζόμενος με το συνδυασμό «Φυσάει κόντρα για την ανατροπή»