Παράπονο το χάραμα,προσκύνημα η χάση.
Η μοίρα τους τούς έταξε βαριόμοιρη λαχτάρα,
το τίμημα της φτώχειας τους να τo ‘χουνε κατάρα,
ξένη τη γη τους να ποτίζουνε με αίμα και ιδρώτα.
Χορταίνουνε στο λιόκαμα,γητεύονται στον ίσκιο
κολλήγες που δουλεύουνε στο στοιχειωμένο χώμα,
φυτρώνοντας τον πόνο τους παρηγοριά ν’ ανθίσει,
βλαστολογώντας όνειρα ελπίδα να καρπίσει,
ζωή, πικρή κι αβάσταχτη μην τύχει τους μισήσει
κι αυτή τη γη ζητιάνεμα μονάχα τους γνωρίσει.
Παράπονο το χάραμα,εκδίκηση η χάση.
Φιδόκλεφτες στιγμές πικρές,στιγμές ζωντανεμένες
που βρίσκει η πείνα χόρτασμα, η δίψα τη δροσιά της
και χάνεται ο πόνος τους στην πίκρα του καημού τους,
μ’ αντρειωμένο φίλημα της σκέψης στην ψυχή τους.
Τραγούδι γλυκοσέρνεται, φωνές αναθαρρεύουν,
θεριεύονται στο πνίξιμο ανάσες διψασμένες.
– Ο κάμπος μας τσιφλίκια τους και θάνατος δικός μας.
Ψωμί τους είναι η πείνα μας, η δίψα μας χαρά τους.
Ιτιές παραπονιάρικες πως είμαστε ποιος τό ‘πε;
Δικός μας είν’ ο κάμπος μας, δική μας κι η σοδειά μας.
Δικός μας ο ιδρώτας μας κι αυτή η δούλεψή μας.
Ημέρες που περάσαμε ποτέ να μην ξανάρθουν.
Κιλελέρ, Κιλελέρ, ξημέρωμα Λαμπρής φαντώσου!
Ψηλά στον ήλιο Κιλελέρ, τ’ αλέτρι το δρεπάνι.
Δική μας τούτη η γη ‚του τσιφλικά δεν είναι!
Γιώργος Αλεξανδρής