Μια χούφτα ήλιο στην αυλή
και μια πνοή αγέρα,
ας ήτανε μια χαραυγή
άσπρη να φέρουν μέρα,
εκεί στο φράχτη της σιωπής
που σβήνει τη φωνή του,
εκεί στον πόνο της ψυχής
που θλίβει τη ζωή του.
στ’ απέλπιδα ματώνει,
στα κρίματα της νυχτιάς
τα όνειρα διπλώνει.
Τα πρωινά χλωμή σκιά
στη συννεφιά η φύση,
οι λογισμοί κρυφή ματιά
στ’ απόμακρα ν’ αντικρίσει
τον ήλιο στην ανατολή
πανήγυρη μεθύσι,
να ξεδιπλώσει η ψυχή
φτερά να τον κρατήσει
εκεί που κάθε αντηλιά
το άγνωστο θα ορίζει,
εκεί που κάθε πεθυμιά
τα γνώριμα θα αγγίζει
για να ‘ναι η μέρα δοξαριά
η νύχτα στρατοκόπι,
τα θέλγητρα μ’ απλοχεριά
στης χαράς το γλεντοκόπι.
Μια χούφτα ήλιου αναλαμπή
τη σκήτη του να φωτίσει
στη μοναξιά και τη σιωπή
τη λιόφερτη ζωή να ζήσει