πλατύφυλλο αγιόκλημα στου σπιτιού την αυλή
και άγνεστη ανατολή στο ανοιχτό το παραθύρι,
από τότε που κρατούσε τις μέρες στην ποδιά της
και μοίραζε πρωινά και δειλινά στη γειτονιά,
δεν ήξερε από προσχήματα και ψευδομαρτυρίες.
Έσκυβε πάνω από τους βιαστικούς καιρούς
με σκέψη δίστομη και λόγο ακονισμένο,
ώριμη ανάγκη της δύσκολης και αχάλκευτης ζωής
και ανέσυρε μέσα από θορύβους και σιωπές
την ερημιά και τα βαθύσκια κενά του κόσμου
χωρίς να φοβάται από ιερές γραφές και μνήμες.
Και στο κατόπι της, οι άγουρες περπατησιές μας
όρκοι ψυχής, ηρωισμοί και αστέγαστες θυσίες
στο επόμενο ξημέρωμα να έχει ο ήλιος χρώμα
από την ομορφιά και τη βία του αυθόρμητου,
από τη σοφία του θυμού, το πείσμα της ουτοπίας,
γιατί δεν νιώθαμε της εποχής τους μονολόγους.
Και σημαδεύαμε πιο κει ορόσημα κι αλήθειες,
ταπεινές ομολογίες ήθους και σεβασμού
με αμφισβητήσεις, ανατροπές και ρήξεις,
με μυήσεις σε αναδρομές και αποδράσεις,
στο χθες της άγιας μάνας μας να προλάβουμε
το δικό μας πρώτο πέταγμα, στο αύριο της χαράς.
Ζεστή φωλιά η αγκαλιά, γλυκόχαρη η ματιά της,
απαίδευτες οι φωνές και προσταγές οι συμβουλές,
φόβου τρέμουλο η γη και λίκνισμα ο ουρανός
να πλάσουμε στο πέταγμα χρυσό το ριζικό μας,
με αμανάτι την ευχή και τη δύναμη της αγάπης,
με το πέταγμα περπατησιά στ’ απέραντο του κόσμου.
Πολυφτέρουγα πουλιά στου ουρανού τις στράτες,
αφτέρουγοι άγγελοι στης μάνας τη δεσποσύνη,
τα χρόνια να προσπεράσουμε μεγάλοι να γενούμε,
τον κόσμο να γνωρίσουμε στη φρόνηση και τη βιάση,
να ‘ναι το πέταγμά μας τρέξιμο στης γης τις απλωσιές,
οι προσδοκίες σμίλεμα και τα όνειρα κατακτήσεις.