«Η όποια λύση, όσο επώδυνη κι αν είναι, δοθεί στο ασφαλιστικό σύστημα το επόμενο διάστημα θα είναι καλή ώς την επόμενη που σίγουρα θα απαιτηθεί ξανά σε λίγα χρόνια». Αυτή είναι η εδραιωμένη άποψη ειδικών επιστημόνων και των οικονομετρών, οι οποίοι -πίσω από την πολιτική αντιπαράθεση για τα μέτρα αντιμετώπισης του οξυμένου προβλήματος των ελλειμμάτων των ασφαλιστικών ταμείων και την αδυναμία του προϋπολογισμού να τα αντιμετωπίσει- προβάλλουν το μέλλον και βλέπουν ότι: Το πιο σοβαρό πρόβλημα της χώρας είναι η δημογραφική της γήρανση. Πρόβλημα μακροχρόνιο και σύνθετο που δημιουργείται με αργούς ρυθμούς κατά τη διάρκεια πολλών δεκαετιών και επιλύεται με επίσης πολύ αργούς ρυθμούς.
Και αυτό πέρα από την αδήριτη ανάγκη να επιστρέψει η οικονομία σε αναπτυξιακή τροχιά ώστε να μειωθεί σταδιακά το ποσοστό ανεργίας, που βρίσκεται στο 24%, μετά την πιο μακρά περίοδο ύφεσης που έχει ζήσει η χώρα μετά τον πόλεμο.
Τα ζητήματα αυτά ετέθησαν στις συναντήσεις του Δικτύου με τους αρχηγούς των κομμάτων στην προσπάθεια αναζήτησης μιας σφαιρικής, πιο μακροπρόθεσμης και συναινετικής λύσης για το ασφαλιστικό σύστημα αντί αποσπασματικών μέτρων για τα τρέχοντα ελλείμματα των Ταμείων.
Όπως επισημαίνει ο διευθυντής του Δικτύου Γιάννης Μαστρογεωργίου σε σημείωμά του:
«Η πληθυσμιακή μας απίσχνανση συγκριτικά και με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, που αντιμετωπίζουν οξύ δημογραφικό πρόβλημα, αποκτά ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις. Το έτος 2050, όταν θα συνταξιοδοτείται ένας νέος που εισέρχεται σήμερα στην εργασία, το ποσοστό του ελληνικού πληθυσμού με ηλικία 65 ετών και άνω θα φθάνει στο 33,9% σε σχέση με το 20,5% που είναι σήμερα. Αυτές οι 13,5 ποσοστιαίες μονάδες θα σημαίνουν περισσότερα 1.230.000 άτομα άνω των 65 ετών σε σχέση με σήμερα».
Οι σκληροί αριθμοί
Στις μελέτες που έχει πραγματοποιήσει η Εθνική Αναλογιστική Αρχή φαίνεται η δραματική συρρίκνωση του πληθυσμού της Ελλάδας.
Το -όχι και τόσο μακρινό- 2060 έξι στα δέκα άτομα του ενεργού πληθυσμού θα είναι άνω των 65 ετών, ενώ ένας στους τέσσερις Έλληνες ηλικίας από 65 ώς 74 ετών θα εργάζεται.
Το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης θα είναι 71,9 έτη, ενώ το άθροισμα της κύριας και της επικουρικής σύνταξης θα έχει μειωθεί δραματικά.
Το ποσοστό αναπλήρωσης για το σύνολο των συνταξιοδοτικών δαπανών από 80% σήμερα θα πέσει κάτω από 60%.
Η σημαντική μείωση μάλιστα ξεκινά από το πολύ πιο κοντινό μας 2020, όταν το ποσοστό αναπλήρωσης θα έχει ήδη μειωθεί στο 64,6%. Και όλα αυτά χωρίς να υπάρξει οποιαδήποτε νέα παρέμβαση στο ασφαλιστικό σύστημα.
Ηλικιωμένοι θα εργάζονται
Η μείωση του πληθυσμού έχει ως αποτέλεσμα τη δραματική αύξηση των ηλικιωμένων, ώστε το 2060 έξι στα 10 άτομα που συμπεριλαμβάνονται στον ενεργό πληθυσμό να είναι άνω των 65 ετών από τρεις στους 10 σήμερα.
Ακόμη μεγαλύτερη αναμένεται η συμμετοχή των ηλικιωμένων μεταξύ 55 και 64 ετών (78% το 2060 από 42,4% το 2013).
Η επικίνδυνη γήρανση του πληθυσμού θα έχει ως αποτέλεσμα να παραμένουν στην αγορά εργασίας ολοένα και μεγαλύτερα σε ηλικία άτομα.
Έτσι, ενώ το 2013 μόλις 4,9% του εργατικού δυναμικού ήταν ηλικίας από 65 ως 74 ετών, το 2030 το ποσοστό αυτό αυξάνεται σε 14,3% και το 2060 εκτινάσσεται σε 24,4%.
Το 2026 η μέση ηλικία του εργατικού δυναμικού της χώρας θα είναι 44 ετών από 39 σήμερα. Η μέση πραγματική ηλικία εισόδου στην αγορά εργασίας θα παραμείνει σταθερή τόσο για τους άνδρες (22,4 ετών) όσο και για τις γυναίκες (24,7 ετών), ενώ λόγω των αλλαγών στα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης (Ν. 3863/2010) η μέση πραγματική ηλικία συνταξιοδότησης για τους άνδρες θα αυξηθεί από 61 έτη το 2013 σε 64,9 το 2020, 65,9 το 2030 και 67,5 το 2060 και για τις γυναίκες από 61,2 το 2013 σε 64,8 το 2020, 65,5 το 2030 και θα φθάσει τα 67,1 το 2060.
Οι συντάξεις θα μειώνονται
Την ίδια στιγμή, βέβαια, σύμφωνα με τη μελέτη, το ποσοστό αναπλήρωσης των συντάξεων θα βαίνει μειούμενο.
Ενώ το 2014 το ποσοστό αναπλήρωσης για κύρια και επικουρική σύνταξη ήταν 79,68% (64,42% η κύρια και 15,26% η επικουρική), το 2020 πέφτει σε 53,02% για την κύρια και 11,66% για την επικουρική (σύνολο 64,68%) και μειώνεται στο 56,8% το 2060.
Για να καλυφθεί η μηνιαία συνταξιοδοτική δαπάνη, που υπερβαίνει τα 2 δισ. ευρώ, θα έπρεπε να πληρώνουν τη μέση εισφορά του ΙΚΑ πάνω από 5,5 εκατ. εργαζόμενοι. Και όλα αυτά σε μια χώρα που οι έχοντες εργασία φθάνουν τα 3,5 εκατ. άτομα και η εργατική δύναμη ανέρχεται σε 4,8 εκατομμύρια.
Η αναλογία αυτή αναμένεται να επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο στο μέλλον με βάση τις σημερινές δημογραφικές τάσεις με προεξάρχουσα τη γήρανση του πληθυσμού.
Επομένως η όποια επώδυνη λύση δοθεί στο ασφαλιστικό σύστημα το επόμενο διάστημα θα είναι καλή ως την επόμενη που σίγουρα θα απαιτηθεί ξανά σε λίγα χρόνια.
Δυστυχώς το δημογραφικό πρόβλημα που βρίσκεται στη ρίζα του Ασφαλιστικού δεν θα επιλυθεί. Η οικονομική κρίση καθιστά το πρόβλημα της υπογεννητικότητας δυσεπίλυτο και θα συνεχίσει να ταλανίζει αθόρυβα την ελληνική κοινωνία περιορίζοντας το εργατικό δυναμικό.
Newsroom ΔΟΛ