Την άγνωστη δικογραφία για εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ που αποκόμισε η «συμμορία των πορτμπαγκάζ» από κλοπές πολύτιμων αντικειμένων που είχαν αφήσει οι ιδιοκτήτες τους σε αποθηκευτικούς χώρους αυτοκινήτων αποκαλύπτει ο Βασίλης Λαμπρόπουλος με εκτενές ρεπορτάζ του στο «Βήμα της Κυριακής».
Στην οργάνωση συμμετείχαν «τσιλιαδόροι» σε όλη την Ελλάδα που παρατηρούσαν τους επιβάτες των αυτοκινήτων και τι μεταφέρουν βγαίνοντας από το Ι.Χ. τους, στοχεύοντας στα πολύτιμα αντικείμενα που μπορεί να κρύβονται στα πορτμπαγκάζ.
Συγκεκριμένα, σε πρόσφατη δικογραφία της ΕΛ.ΑΣ. αναφέρεται η δράση ομάδας 10-15 ατόμων από τη Μέση Ανατολή, που είχαν στο «χαρτοφυλάκιό» τους έως και 100 κλοπές, διαρρήξεις και άλλες επιθέσεις στο κέντρο της Αθήνας και σε όλη την Ελλάδα.
Η δράση της ομάδας, όπως φαίνεται, λάμβανε χώρα στο Κολωνάκι, στη λεωφόρο Κηφισίας, σε καφετέριες της Νέας Ερυθραίας, ακόμα και στην Ιερά Μονή Μεγάλου Μετεώρου στην Καλαμπάκα καθώς και σε παραλίες νησιών των Σποράδων. «Σύμφωνα μάλιστα με πληροφορίες, για ορισμένους από τους εμπλεκομένους σε αυτή τη μεγάλη συμμορία που λυμαινόταν όλη την Ελλάδα θα κινηθεί με βάση τον νέο Ποινικό Κώδικα, πρώτη φορά στη χώρα μας, η διαδικασία της ποινικής συνδιαλλαγής. Δηλαδή η διαδικασία θα διαχωριστεί ως προς αυτούς που δεν θα οδηγηθούν στο δικαστήριο αφού θα ομολογήσουν την ενοχή τους και αναμένεται να εξέλθουν γρηγορότερα από τις φυλακές» αναφέρει ο Βασίλης Λαμπρόπουλος στο ρεπορτάζ του.
Στο modus operandi της σπείρας περιλαμβάνονταν «χτυπήματα» όπου θεωρούσαν βέβαιο –ύστερα από προσεκτικές «αναλύσεις»– ότι οι επιβάτες των Ι.Χ. άφηναν στο πορτμπαγκάζ πολύτιμα αντικείμενα τα οποία μπορεί να ξεπερνούσαν σε αξία -ανάλογα με την περίπτωση- τα 20.000 ευρώ. «Η ακούραστη προσήλωση των μελών της συμμορίας στον στόχο, δεδομένου ότι επί καθημερινής βάσεως είχαν συγκεκριμένο πρόγραμμα. Συναντιόνταν για επαρχία περί τις 07.00 και για Αττική περί τις 10.30 και ξεκινούσαν για την παράνομη δράση τους, σαν να πήγαιναν για “μεροκάματο”. Μετακινούνταν συστηματικά στις πόλεις-στόχους, ανεξαρτήτως συνθηκών». Και ακόμη: «Μια τεχνική ήταν να προσεγγίζουν το όχημα, πάντα από την πλευρά του συνοδηγού, τη στιγμή που έφθανε στην περιοχή που ενέδρευαν, και μιλώντας στο τηλέφωνο και έχοντας γυρισμένη την πλάτη τους προσπαθούσαν να κρατήσουν την πετούγια της πίσω πόρτας πατημένη τη στιγμή που ο ιδιοκτήτης κλείδωνε το όχημα, ώστε η πόρτα να παραμείνει ανοιχτή.
»Αλλη τεχνική ήταν να βρίσκονται σε κοντινή απόσταση από το όχημα και την ώρα που ο οδηγός προσπαθούσε να το κλειδώσει με το μπουτόν του κλειδιού του, αυτοί με χρήση δικού τους τηλεκοντρόλ και ενεργοποιώντας το ακριβώς τη στιγμή που ο οδηγός πατούσε το δικό του μπλόκαραν την ασφάλιση (παρεμβολέας κεντρικού κλειδώματος και συστήματος συναγερμού). Και έτσι ο οδηγός είχε την ψευδαίσθηση ότι είχε κλειδώσει το αμάξι», αναφέρεται στη δικογραφία.