Η ανάγκη για περισσότερες γυναίκες σε ηγετικές και πολιτικές θέσεις.
«Γυναικεία Τρόικα», Frauenpower, Spitzenkandidat και άλλες «άγνωστες» λέξεις του ευρωπαϊκού μας λεξιλογίου…
Με την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν να αφήνει το Γερμανικό Υπουργείο Εθνικής Άμυνας για να αναλάβει την Προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής -και μάλιστα χωρίς να ακολουθείται η διαδικασία του Spitzenkandidat, δηλαδή του «κορυφαίου υποψηφίου»- και την Άνεγκρετ Κραμπ-Κάρενμπαουερ, ευνοούμενη της Μέρκελ, να τη διαδέχεται στη θέση της επί κεφαλής των Γερμανικών Ενόπλων Δυνάμεων, δεν μας παραξενεύει που το «Politico» αναφέρεται ανοικτά σε «Frauenpower», δηλαδή σε «γυναικεία τρόικα» στο ρετιρέ του Γερμανοευρωπαϊκού Πολιτικού Συστήματος, καθώς η υπουργοποίηση της κας Κραμπ-Κάρενμπαουερ της ανοίγει, βάσει του Γερμανικού Συντάγματος τον δρόμο για την απευθείας διαδοχή της κας Μέρκελ στην Καγκελαρία -χωρίς να προηγηθεί ψηφοφορία στη Γερμανική Βουλή- σε περίπτωση που η Καγκελάριος αποφασίσει να παραιτηθεί ή οδηγηθεί σε παραίτηση εξαιτίας των προβλημάτων υγείας που αντιμετωπίζει και στα οποία έχω αναφερθεί σε προηγούμενο άρθρο μου, τοποθετώντας τα -πιθανώς- στο φάσμα των Parkinson Plus
Συνδρόμων.
Βλέπουμε, λοιπόν, πως η κα Μέρκελ, προτιμώντας την κα Κραμπ-Κάρενμπαουερ για το Υπουργείο Αμύνης, έναντι του Υπουργού Υγείας κ. Γιενς Σπαν, ο οποίος προαλειφόταν για αυτή την επίζηλη θέση και πιθανώς -μέσω- αυτής και για την ακόμη πιο επίζηλη θέση του αυριανού Καγκελαρίου της Γερμανίας, προετοιμάζει, ουσιαστικά, δια της θεσμικής οδού τη συντόμευση των διαδικασιών που θα εξασφαλίσουν τη διαδοχή της από μία επίσης γυναίκα Καγκελάριο.
Όπως είδαμε, δηλαδή, την Άνγκελα Μέρκελ, αγνοώντας τις αντιδράσεις κυρίως των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών αλλά και των υπολοίπων πολιτικών κομμάτων της Ευρωβουλής, να παρακάμπτει τη μέθοδο των «κορυφαίων υποψηφίων» για την ανάδειξη του διαδόχου (…ή της διαδόχου, εν προκειμένω…) του Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ στην Προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (παραγκωνίζοντας, δηλαδή πρακτικά, τα ευρωπαϊκά πολιτικά κόμματα και την έκφρασή τους δια του Ευρωκοινοβουλίου, αποδυναμώνοντας τη διαδικασία του Spitzenkandidat που τους έδινε τη δυνατότητα να προβάλλουν τους «εκλεκτούς» τους υποψηφίους για την Προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής πριν από τις Ευρωεκλογές, ώστε οι πολίτες που προσέρχονται στις Ευρωκάλπες να αποφασίζουν –εμμέσως- και για τον Ηγέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αντί να αφήνουν το προνόμιο αυτό αποκλειστικά στους Ηγέτες των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης), έτσι την παρακολουθήσαμε να στρώνει θεσμικά τον δρόμο που θα φέρει την εκλεκτή της, Κραμπ-Κάρενμπαουερ, μια ώρα αρχύτερα στην Καγκελαρία, καθώς, η τελευταία, ως Υπουργός -και μάλιστα επί της Εθνικής Αμύνης- δεν χρειάζεται, πλέον την ψήφο εμπιστοσύνης της Γερμανικής Βουλής, για να διαδεχθεί την κα Μέρκελ στο τιμόνι του Γερμανικού κράτους.
Aν στα παραπάνω προσθέσουμε και την επιλογή της Κριστίν Λαγκάρντ για τη διαδοχή του Μάριο Ντράγκι στο τιμόνι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, (μια επιλογή η οποία έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από τις αγορές), τότε θα πρέπει σύντομα να επικαλεσθούμε τους περιορισμούς της ποσόστωσης, όχι υπέρ των γυναικών, αλλά
προς….προστασία της ισότητας των ανδρών, ως προς τις δυνατότητές μας για ανέλιξη σε πολιτικοοικονομικές θέσεις εξουσίας
Όπως γράφουμε, μαζί με τον Λόρδο Όουεν, πρώην Υπουργό Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας, Ψυχίατρο κατά σπουδές και εμπνευστή του Σχεδίου Βάνς και Όουεν για την ειρήνευση στην πρώην Γιουγκοσλαβία, και τον Καθηγητή μου στο Πανεπιστήμιο του Tufts της Βοστώνης, Νασσίρ Γκέμι, σε ένα υποκεφάλαιο με τίτλο «H ανάγκη για περισσότερους Ηγέτες γένους θηλυκού», του Βιβλίου των Αγγλικών Εκδόσεων Palgrave Macmillan, «H Τοξίκωση της Εξουσίας»: «Έάν είναι αλήθεια πως η τεστοστερόνη αυξάνει την πιθανότητα συμπεριφορών ανάληψης υψηλότερου ρίσκου, τότε θα μπορούσαμε να αναλογιστούμε την υπόθεση πως οι πολιτικές σχέσεις και οι οικονομικές αγορές θα σταθεροποιούνταν περισσότερο, εάν υπήρχαν περισσότεροι πολιτικοί και οικονομικοί ηγέτες γένους θηλυκού. Ιδιαίτερα δε στον κόσμο των χρηματιστηριακών συναλλαγών και της διαπραγμάτευσης αξιών, ίσως οι γυναίκες να αναδεικνύονταν λιγότερο «ορμονολογικώς αντιδρώσες», σε ότι αφορά στις αποφάσεις ανάληψης οικονομικού κινδύνου. Οι ίδιες σκέψεις θα μπορούσανε να εφαρμοστούν και στη σύνθεση των Υπουργικών Συμβουλίων και στην αναλογία γυναικών / ανδρών στις θέσεις πολιτικής ηγεσίας. Αποτελεί πραγματικότητα πως οι αναλογίες φύλου στα Υπουργικά Συμβούλια είναι δραματικά υπέρ των ανδρών. Στις Βρετανικές και Αμερικανικές Κυβερνήσεις, για παράδειγμα, αποτελεί συνήθη παρατήρηση η ύπαρξη μιας αναλογίας υπουργικών θέσεων της τάξεως του 12 προς 1 υπέρ των ανδρών. Εάν αυτή η αναλογία επρόκειτο να αλλάξει σε χονδρικώς ισότιμη, αριθμητικά, συμμετοχή ανδρών και γυναικών, είναι πιθανό να μειωνόταν και το ενδεχόμενο «υβριστικής» ηγεσίας σε αυτές τις κυβερνήσεις.»
Προστατεύει, όμως πραγματικά, η συμμετοχή όλο και περισσότερων γυναικών σε θέσεις πολιτικooικονομικής ισχύος, όπως είναι τα Υπουργικά Συμβούλια Κυβερνήσεων, τα Διοικητικά Συμβούλια Πολυεθνικών Εταιρειών, ή οι Πρωθυπουργικοί και Προεδρικοί θώκοι κρατών και Διεθνών Οργανισμών, από την εμφάνιση του λεγόμενου «Συνδρόμου της Ύβρεως», δηλαδή ενός επίκτητου συμπλόκου αλλαγών στην προσωπικότητα του ατόμου που καταλαμβάνει θέσεις εξουσίας, στο πλαίσιο του οποίου η απώλεια ρεαλισμού οδηγεί σε λανθασμένη λήψη αποφάσεων, μαζί με υπερβολική αυτοεκτίμηση;
Βάσει των συμπερασμάτων της διεθνούς βιβλιογραφίας, τα οποία παρουσιάζουμε, με τον Ντέιβιντ Όουεν και τον Νασσίρ Γκέμι στο προαναφερθέν βιβλίο, «οι κορτικοστεροειδείς ορμόνες επηρεάζουν την ανάληψη ρίσκων, με τα υψηλά επίπεδα τεστοστερόνης να έχουν συσχετισθεί με αυξημένη αναζήτηση ευκαιριών, ενώ τα υψηλά επίπεδα κορτιζόλης οδηγούν, περισσότερο, σε συμπεριφορές αποφυγής του κινδύνου. Ο προσδιορισμός της τεστοστερόνης ως της «αρσενικής ορμόνης», λόγω των αυξημένων επιπέδων της στους άνδρες, εν συγκρίσει με τις γυναίκες, ίσως προδιαθέτει τους άνδρες πολιτικούς ηγέτες στο να υποκύπτουν ευκολότερα στο «Σύνδρομο της Ύβρεως», όταν καταλαμβάνουν αξιώματα.
Ενώ, όμως, βλέπουμε να μην υπάρχει πλεονάζουσα τεστοστερόνη στην Καγκελαρία, στο Υπουργείο που ηγείται του Γερμανικού Στρατού, στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ούτε –πλέον- και στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (…όπου μετά την εκπόρθηση και αυτού του ανδροκρατούμενου κάστρου από την κα Λαγκαρντ, δεν υπάρχουν, πλέον εκεί, τεστοστερονικά πλεονάσματα, παρά μόνον τα υπερπλεονάσματα που απαιτούνται από τη χώρα μας…), η αντι-τεστοστερονική τρόικα των Μέρκελ, ντερ Λάιεν και Κραμπ-Κάρενμπαουερ (ή το αντι-τεστοστερονικό κουαρτέτο, αν προτιμάτε, προσθέτοντας και την κα Λαγκάρντ), δεν δείχνει και τα αναμενόμενα αντι-αλαζονικά και αντι-υβριστικά δείγματα, στα οποία θα μας προδιέθετε το «ορμονολογικό (αντι-ανδρογονικό) προφίλ», των «ισχυρών γυναικών» εκφραζόμενο ως ένα αντίστοιχο «θεσμικό προφίλ» μεγαλύτερου σεβασμού στις δημοκρατικές ανησυχίες, εμπειρίες και διαδικασίες που αφορούν τόσο στον Ευρωπαϊκό, όσο και στον Εθνικό Κοινοβουλευτισμό.
Βλέπουμε, δηλαδή, την κα Μέρκελ να προκρίνει μονοσήμαντες διαδικασίες επιλογής και προώθησης προσώπων της προτίμησής της, οι οποίες ακυρώνουν την Ευρωβουλή για την εκλογή του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και παρακάμπτουν τον ρόλο της Ομοσπονδιακής Βουλής της Γερμανίας στη διαδικασία ενδεχόμενης διαδοχής της στην Καγκελαρία. Στην προκειμένη περίπτωση, λοιπόν, της ασκούσης για 14 περίπου χρόνια την Πρωθυπουργική εξουσία στη Γερμανία, κας Μέρκελ, φαίνεται πως το πολυετές έλλειμμα τεστοστερόνης στο πολιτικό τιμόνι του «Μπουντεσκαμπινετ»-όπως λέγεται το Ομοσπονδιακό Υπουργικό Συμβούλιο της Γερμανίας- και εσχάτως και στην πολιτική κορυφή της πυραμίδας της «Μπούντεσβερ», δηλαδή των Γερμανικών Ενόπλων Δυνάμεων, συνοδεύεται –τελευταίως- και από ένα έλλειμμα δημοκρατικής ανάδειξης της κοινοβουλευτικής λειτουργίας σε ουσιαστικό και συνετό πρωταγωνιστή της επιλογής των αυριανών Ηγετών και Ηγετιδών.
Όμως, για αυτό το εκδηλούμενο έλλειμμα «δημοκρατικής ενσυναίσθησης» που δείχνει να εμφανίζει με τις τελευταίες επιλογές και πρακτικές της η κα Μέρκελ, δεν νομίζω πως θα έπρεπε να βιαστούμε να κατηγορήσουμε το «Σύνδρομο της Ύβρεως», το οποίο θα μπορούσε να είχε επηρεάσει την πρώτη γυναίκα Καγκελάριο της Γερμανίας, μετά από μια τόσο μακρά παραμονή στην εξουσία. Νομίζω πως το νευροδιαβιβαστικό κλειδί των τελευταίων αποφάσεων της Ηγέτιδος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, βρίσκεται αλλού και όχι στην νευροβιολογία του «Συνδρόμου της Ύβρεως».
Όπως ανέφερα σε πρόσφατο άρθρο που έγραψα με αφορμή τα επεισόδια δημόσιας εκδήλωσης τρομώδους διαταραχής της κας Μέρκελ, φαίνεται πως η Καγκελάριος πάσχει από κάποιο από τα Παρκινσονικά Σύνδρομα, πιθανώς από Προϊούσα Υπερπυρηνική Παράλυση. Ο διαγνωστικός αστερισμός των Παρκινσονικών Διαταραχών αναφέρεται πρωτίστως σε διαταραχές έλλειψης της ντοπαμίνης, ενός νευροδιαβιβαστή που εκτός από την κίνηση ενέχεται και στο σύστημα ανταμοιβής. Όπως αναφέρει, ένας ακόμη από τους συγγραφείς του προαναφερθέντος συλλογικού τόμου μας, «The Intoxication of Power», o Πίτερ Γκάρραρντ, Αναπληρωτής Καθηγητής Νευρολογάς στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, μέσω αυτού του ντοπαμινεργικού συστήματος ανταμοιβής, ο εγκέφαλός μας ενισχύει συγκεκριμένους τύπους συμπεριφοράς και προκαλεί αποστροφή για άλλους. Η ρύθμιση του συστήματος ανταμοιβής μπορεί, επίσης, να εμφανισθεί αλλοιωμένη σε ασθενείς οι οποίοι βρίσκονται σε μακράς διάρκειας φαρμακευτική αγωγή για τη νόσο του Parkinson, οδηγώντας στην ανάπτυξη καταναγκαστικώς επαναλαμβανόμενων συμπεριφορών οι οποίες μπορεί να είναι είτε αποβλέπουσες στην ανταμοιβή, είτε προδήλως άσκοπες.
Ως ενσυναίσθηση περιγράφεται το ψυχολογικό μέγεθος που εκφράζει την ικανότητά μας να μπαίνουμε στη θέση του άλλου, κατανοώντας το πώς αισθάνεται κάτω από τις εκάστοτε συνθήκες και το είδος των συναισθημάτων που του προκαλούν οι πράξεις και οι συμπεριφορά μας. Ως «δημοκρατική ενσυναίσθηση», λοιπόν, θα μπορούσαμε να ορίσουμε το πολιτικό μέγεθος που ορίζει την κατανόηση από τον ηγέτη του αντίκτυπου των πράξεων και των επιλογών του, αλλά και των διαδικασιών που προκρίνει και ευοδώνει, στην εμπέδωση και εμβάθυνση ή στη χαλάρωση και εκφύλιση της δημοκρατίας όπως αυτή εκφράζεται στο πεδίο άσκησης της εξουσίας του.
Σίγουρα, ο νευροχημικός προστατευτισμός της χαμηλής τεστοστερόνης μπορεί να δράσει προφυλακτικώς στις γυναίκες πολιτικούς, ως προς τη μη ανάπτυξη των αλαζονικών διαταραχών που συνοδεύουν το «Σύνδρομο της Ύβρεως». Ας μην ξεχνάμε, όμως, πως –κατά τον Λόρδο Όουεν- η Μάργκαρετ Θάτσερ δεν είχε καταφέρει, παρότι κυρία και μάλιστα «σιδηρά», να ξεφύγει από τις παγίδες του εν λόγω Συνδρόμου, στα τέλη της δεκαετίας του 90. Όπως και οι «θηλυκές ορμόνες» της κας Μέρκελ δεν φαίνεται να την καθιστούν περισσότερο «δημοκρατικά ενσυναισθητική» ως προς την αναγνώριση του ρόλου του Ομοσπονδιακού και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην ανάδειξη των αυριανών ηγετών, καθώς η Καγκελάριος, ενδεχομένως και υπό το κράτος της ντοπαμινεργικής απορρυθμίσεως που προκαλεί το υποκείμενο Παρκινσονικό Σύνδρομο που φαίνεται να την έχει προσβάλλει, ή / και η όποια σχετική φαρμακευτική αγωγή ενδέχεται να λαμβάνει, προβαίνει σε σχεδόν καταναγκαστικώς επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές παράκαμψης των κοινοβουλευτικών θεσμών, προκειμένου να προωθήσει τις εκλεκτές της τόσο στην Καγκελαρία, όσο και στην Προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Φυσικά, μολονότι το έχω θίξει σε άλλα χρονικά και μιντιακά σημεία της αρθρογραφίας και της δημόσιας παρουσίας μου, δεν θα ήθελα να επεκταθώ εδώ στο ερώτημα σχετικά με το κατά πόσον το ιατρικό λειτούργημα δύναται να επεμβαίνει περισσότερο άμεσα στην πρόληψη πολιτικών συμπεριφορών αλαζονικής απερισκεψίας που μπορεί να προκαλούνται από υποκείμενες σωματικές ή ψυχοδιανοητικές διαταραχές ή / και στην απομάκρυνση ηγετών με «υβριστικές» τάσεις.
Φαίνεται, λοιπόν, πως αυτό που χρειαζόμαστε δεν είναι ούτε περισσότερες γυναίκες, ούτε περισσότερους άνδρες, στην πολιτική μας ζωή, αλλά περισσότερη και πιο υγιή Δημοκρατία. Ούτε ευρύτερες και καλύτερα κατοχυρωμένες ποσοστώσεις, αλλά πολιτικούς οι οποίοι ανεξάρτητα από το φύλο τους θα διατηρούν και μετά την εκλογή τους την αίσθηση του μέτρου και το κίνητρο της προσφοράς, όντες και ούσες ικανοί και ικανές να πλατύνουν τους ορίζοντες της Δημοκρατίας και όχι απλά να διευρύνουν τις αναλογίες της ποσόστωσης, σε Κοινοβούλια, Υπουργικά Συμβούλια ή εθνικά και διεθνή Θεσμικά Όργανα, αποδεικνύοντας καθημερινά την προστιθέμενη προσωπική αξία που φέρνουν στο πολίτευμα, μέσα από τις θέσεις εξουσίας που τους εμπιστεύθηκε ο λαός, αποφεύγοντας τις παγίδες της «Ύβρεως» και της αλαζονείας και επαληθεύοντας την αξία της επιλογής των πολιτών που τους ψήφισαν, ως ηγετικοί και ηγετικές εκφραστές και εκφράστριες της εμπιστοσύνης της κοινωνίας και όχι ως πολιτικά προϊόντα των ευνοϊκών συγκυριών και φαβοριτισμών και της καταναγκαστικής εκλογικής επαναλληψιμότητας.
Χρίστος Χ. Λιάπης MD, MSc, PhD
Ψυχίατρος – Διδάκτωρ Παν/μίου Αθηνών
@Chris_Liapis