Δεν είναι η πρώτη φορά που η παγκόσμια κοινή γνώμη βίωσε την επικοινωνιακή δίνη και τις διπλωματικές αναταράξεις υποθέσεων διαρροής απορρήτων πληροφοριών. Η υπόθεση, όμως, των WikiLeaks η οποία ήρθε πάλι στο προσκήνιο, λόγω της πρόσφατης σύλληψης του πρωταγωνιστή της Julian Assange στο Λονδίνο και της σημερινής καταδίκης του από Βρετανικό Δικαστήριο σε ποινή φυλάκισης 50 εβδομάδων, εμπλέκει στα γρανάζια των μυστικών υπηρεσιών και του διαδικτυακού ιστού, κατασκοπευτικές πλοκές, δημοσιογραφικές διαρροές και διεθνείς δικαστικές διαμάχες, με έναν ιδιαίτερα ιντριγκαδόρικο τρόπο.
Ο δικαστής Μάικλ Σνόου χαρακτήρισε τον Άσαντζ «ναρκισσιστή, που δεν μπορεί να ξεπεράσει τα εγωιστικά του συμφέροντα». Δεν θέλω να μπω στον πειρασμό, να αποδώσω στον Assange, από επαγγελματική διαστροφή, ναρκισσιστικά στοιχεία -όπως είχα κάνει στο παρελθόν για τον τότε Υπουργό Οικονομικών της Ελλάδος, Γιάν(ν)η Βαρουφάκη- πάντως αν αυτά ανιχνεύονται, θα πρόκειται για «ψηφιακό ναρκισσισμό».
Η υπόθεση των WikiLeaks ξέσπασε κατά το διάστημα Απρίλιος – Νοέμβριος 2010, οπότε και ο ομώνυμος διεθνής μη κερδοσκοπικός οργανισμός Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, ιδρυθείς το 2006 με σκοπό να φέρνει στο φως έγγραφα από ανώνυμες πηγές και διαρροές, που υπό άλλες συνθήκες δεν θα έβγαιναν στη δημοσιότητα, ξεκίνησε να δημοσιεύει ηχηρές απόρρητες πληροφορίες σχετικά με τις πολεμικές επιχειρήσεις και την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, κυρίως στο Ιράκ και το Αφγανιστάν. Οι πληροφορίες αυτές φαίνεται πως περιήλθαν σε γνώση του αυτοεμφανιζόμενου ως ιδρυτή των WikiLeaks, αυστραλού ακτιβιστή του διαδικτύου, Julian Assange, μέσω της διαδικτυακής επικοινωνίας του με τον Αμερικανό δεκανέα Born Bradley Edward. Ο τελευταίος, είχε τοποθετηθεί το 2009 ως αναλυτής πληροφοριών σε αμερικανική στρατιωτική μονάδα στο Ιράκ, χειριζόμενος απόρρητα τηλεγραφήματα και λοιπές διαβαθμισμένες πληροφορίες. Ο Born Bradley Edward, διαγνωσθείς με Διαταραχή Ταυτότητας Φύλου άλλαξε το όνομά του σε Chelsea Elizabeth Manning και υπό αυτή τη γυναικεία ταυτότητα αντιμετώπισε τη σύλληψή του από τις Αμερικανικές Αρχές και την καταδίκη του τον Αύγουστο του 2013, από Αμερικανικό Δικαστήριο σε 35 χρόνια φυλάκισης, ως ένοχη για 17 από τις 18 απηγγελθείσες κατηγορίες. Απηλλάγην μόνον της κατηγορίας για «βοήθεια προς τον εχθρό» η οποία, όμως θα μπορούσε να επιφέρει ακόμη και την ποινή του θανάτου.
Οι διαρροές αφορούσαν οπτικοακουστικό υλικό από την αεροπορική επιδρομή των Αμερικανών στη Βαγδάτη, στις 12 Ιουλίου του 2007, η οποία και έμεινε γνωστή ως «ο Παράπλευρος Φόνος» (“Collateral Murder”), βλέποντας τα φώτα της δημοσιότητας τον Απρίλιο του 2010, υλικό από τα λεγόμενα «Πολεμικά Ημερολόγια του Αφγανιστάν» (“Afganistan War Logs”), με προεξάρχουσα ανάμεσά τους την αεροπορική επιδρομή στη Granai του 2009, τη δημοσιοποίηση περίπου 250.000 απόρρητων διπλωματικών τηλεγραφημάτων και 500.000 στρατιωτικών αναφορών οι οποίες συναποτελούσαν τα επονομαζόμενα «Πολεμικά Ημερολόγια του Ιράκ» (“Iraq War Logs”) καθώς και τους φακέλους του Γκουαντάναμο (“Guantanamo Files”) που δημοσιοποιήθηκαν τον Απρίλιο του 2011.
Στον Assange απηγγέλθησαν κατηγορίες από σώμα ενόρκων Αμερικανικού Δικαστηρίου και εκείνος παραδόθηκε αρχικά στη Μητροπολιτική Αστυνομία του Λονδίνου, για να βρει εν συνεχεία καταφύγιο –όταν αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση, μεσούντων των νομικών διεργασιών για την έκδοσή του στις ΗΠΑ- στην Πρεσβεία του Ισημερινού στο Λονδίνου. Έλαβε δε πολιτικό άσυλο από τον Ισημερινό, στις 19 Ιουνίου 2012, ενώ εκκρεμούσε αίτημα έκδοσής του και στη Σουηδία για την εκεί αντιμετώπιση κατηγοριών σεξουαλικής παρενόχλησης και βιασμού δύο γυναικών.
Η υπόθεση Assange αναδύεται, εντυπωσιακά και προκλητικά, μέσα από τον χώρο που ο Άλβιν Τόφλερ έχει περιγράψει ως «πληροφοριόσφαιρα». Ένα ραγδαίως, δηλαδή, ογκούμενο πεδίο διακίνησης, αποθήκευσης, επεξεργασίας και φυσικά διαρκούς ροής και –εν προκειμένω- διαρροής πληροφοριών που κυριολεκτικά απογειώθηκε με την ανάπτυξη του διαδικτύου, μεταβάλλοντας οριστικά όχι μόνον τον τρόπο διαχείρισης της είδησης, της γνώσης και της πληροφορίας, όχι μόνον τη φύση της δημοσιογραφικής έρευνας και της δημοσιογραφίας εν γένει, αλλά και τροποποιώντας, ουσιαστικά την εννοιολογική μας αντίληψη για την ίδια την αλήθεια.
Τόσο η υπόθεση WikiLeaks, όσο και η παραπλήσια υπόθεση Snowden εξακολουθούν να ανακινούν το παγκόσμιο ενδιαφέρον, γιατί ακριβώς σχετίζονται άμεσα με την ίδια την έννοια της αλήθειας, όπως αυτή εκκλήθη να διαμορφωθεί, ήδη από τα τέλη του περασμένου αιώνα μας, στη συνείδηση της κοινής γνώμης και στην πρακτική των λειτουργών της ενημέρωσης, εντός ενός εντελώς καινοφανούς πλαισίου αναδιαμόρφωσης και συνεχούς μεταλλαγής της πληροφοριόσφαιρας. Ενός πλαισίου που χαρακτηρίζεται από την εγγενή στο διαδίκτυο διαμάχη μεταξύ ψηφιακού ρεαλισμού και (ηθικού) αντιρεαλισμού. «Θα σας διδάξω διαφορές», όπως είπε ο Δούκας του Κέντ στον Βασιλιά Ληρ, δανείζοντας αργότερα τα λόγια του στον Βιτγκενστάιν για να κρίνει την περί αλήθειας αντίληψη του Χέγκελ. Στην προκειμένη, όμως περίπτωση, για την αναζήτηση της «αλήθειας», ισχύει καλύτερα η ρήση του Ρόρτυ «θέλω να σας διδάξω την ομοιότητα».
Στα WikiLeaks είχαμε διαρροή απόρρητων πληροφοριών από υπαλλήλους της Αμερικανικής Κυβέρνησης στον τύπο. Έχοντας λάβει χώρα εντός ενός πραγματολογικού πλαισίου που ο Jonathan Crary περιέγραψε ως ψευδο-ιστορική περιγραφή του παρόντος μιας ψηφιακής εποχής, η υπόθεση θίγει και σχετίζεται με το ζήτημα της «αλήθειας». Μίας αλήθειας που αναζητά επιτακτικά την «επανεπιγραφή» της, αφού τα δημοσιογραφικά και οντολογικά απόνερα της υπόθεσης αυτής, που φτάνουν ως τις μέρες μας, νοτίζοντας με τη διαδικτυακή υγρασία των διαρροών τους την έννοια της αντικειμενικότητας, καταδεικνύουν τον άυλα καλωδιωμένο τρόπο με τον οποίον οι διάφορες διαδικτυακές υπηρεσίες και αλληλοδιασυνδέσεις μετατρέπονται στα κυρίαρχα οντολογικά υποδείγματα της κοινωνικής μας πραγματικότητας.
Μ’ άλλα λόγια, όταν η Manning διαρρέει στον Assange απόρρητες πληροφορίες, γεννούνται εύλογα ερωτήματα ως προς την ακρίβεια και την αληθή προέλευση αυτών των πληροφοριών, οι οποίες ακριβώς επειδή ήταν απόρρητες δεν δύνανται και να διασταυρωθούν. Ταυτόχρονα, θίγεται και το ζήτημα της αντικειμενικότητας, καθώς παραμένει αδιευκρίνιστη η ενδεχόμενη στρέβλωση των -ούτως ή άλλως αδιασταύρωτων- πληροφοριών από τον Assange ή έστω η όποια τροποποιητική επίδρασή του σε αυτές.
Άλλωστε, κατά τον Nicholas Lemann, στη δημοσιογραφία δεν πρέπει να συγχέεται η «αντικειμενικότητα» με τη «στενογραφία». Από την άλλη, όμως μεριά, ο Philippe Cayla δηλώνει πως «το γεγονός πως είμαστε 7 γύρω από το τραπέζι, εγγυάται, κατά μία έννοια αντικειμενικότητα». Ειδικά στην περίπτωση των WikiLeaks, δεν μπορούμε να ξέρουμε πόσοι άλλοι ήτανε «γύρω από το τραπέζι», μαζί με τον Assange προτού βγάλει τις ειδήσεις στο διαδίκτυο. Ούτε μπορούμε να επαναδιασταυρώσουμε την αλήθεια των πληροφοριών, όπως συμβαίνει και με τα «Πολεμικά Ημερολόγια» της Manning. Γιατί, όσο πειστικά και αν αναδομηθούν οι αποδείξεις, θα παραμένουν πάντα, σύμφωνα με τον Niall Ferguson τα εμπόδια της ερμηνείας και του συμπεράσματος, ως προς την τελική διαμόρφωση της ιστορικής αντικειμενικότητας.
Τα συνδηλούμενα της συλλήψεως του Assange, στην πρεσβεία του Ισημερινού στο Λονδίνο, όπου για χρόνια τού είχε δοθεί υπηκοότητα και άσυλο, διαπλέκονται με την έννοια της αντικειμενικότητας, αν συνυπολογίσουμε και τα ερωτήματα που εγείρονται σχετικά με τους λόγους που ώθησαν τη Manning στην αποκάλυψη των απόρρητων στοιχείων που η χώρα της τής είχε εμπιστευθεί να διαχειρίζεται, καθώς και την εσωτερική νοητική και συνειδησιακή διεργασία επιλογής των πληροφοριών που τελικώς θα αποκάλυπτε. Το τελευταίο, μάλιστα, αποκτά ξεχωριστή σημασία αν εξεταστεί υπό το πρίσμα των διαφορετικών βαθμών αντικειμενικότητας λόγων που επικαλείται στα κείμενά του ο Πασκάλ Ενζέλ.
Και εδώ εδράζεται το κατακλειδικό ερώτημα του άρθρου μας, σχετικά με το κατά πόσον δικαιολογείται η δημοσιοποίηση της αλήθειας ακόμη και όταν αυτή δύναται να βλάψει την πατρίδα. Κάτι στο οποίο έχει, πάντως, απαντήσει ο θρυλικός Εμιλ Ζολά με το “ΚΑΤΗΓΟΡΩ” του στην υπόθεση Ντρέυφους.
«Ό,τι υψώνεται πρέπει να συγκλίνει» σύμφωνα με τη Flannery O’ Connor στο ομώνυμο διήγημά της που, μαζί με την Ιψενική «Αγριόπαπια», πρεσβεύουν πως η αλήθεια χωρίς ευαισθησία και ανθρωπιά αποδεικνύεται ο μοναδικός πραγματικός θύτης και καταλύτης τραγικών εξελίξεων.
Η υπόθεση WikiLeaks όπωδ και η παραπλήσια υπόθεση Snowden έλαβε χώρα εντός του πραγματολογικού και ιδεολογικού πλαισίου που κατά τον Σάμουελ Χάντιγκτον περιγράφεται από την απαξίωση της ιδιότητας του πολίτη και την «αποεθνικοποίηση» των αμερικανικών ελίτ. Η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου του Σικάγου Μάρθα Νάσμπαουμ καταγγέλλει την έμφαση στην πατριωτική υπερηφάνεια ως ηθικά επικίνδυνη, προβάλλοντας την ηθική ανωτερότητα του κοσμοπολιτισμού έναντι του πατριωτισμού και υποστηρίζοντας ότι η άνθρωποι θα έπρεπε να κατευθύνουν την αφοσίωσή τους στην παγκόσμια κοινότητα των ανθρώπινων υπάρξεων. Η Έιμι Γκούτμαν του Πρίνστον υποστηρίζει πως είναι αποκρουστικό για τους Αμερικανούς φοιτητές να μαθαίνουν πως είναι πάνω απ’ όλα πολίτες των Ηνωμένων Πολιτειών και πως η πρωταρχική τους δέσμευση δεν θα έπρεπε να είναι προς την πατρίδα τους, αλλά προς τον δημοκρατικό ουμανισμό. Υπό αυτό το πρίσμα, ίσως και ο Assange και ο Snowden να προτίμησαν τον ιντερνετικό κοσμοπολιτισμό, από το σωκρατικό «ευγενές ψέμα» της μη τελικής δημοσιοποιήσεως της όποιας αλήθειας τους, κινούμενοι εντός του μετα-ηθικού φιξιοναλισμού του Richard Joyce.
H μη αντιδρώσα συμβατικότητα σε κανόνες αποδιδόμενους σε κάποια αυτοδιακηρυγμένη ή φαντασιακή ηθική εξουσία μπορεί να υπήρξε χρήσιμη κατά το παρελθόν αλλά, όπως υποστηρίζει ο Richard Garner, έχουμε ήδη διδαχθεί αρκετά για να κατανοούμε το πόσο επιβλαβής μπορεί να είναι μια ηθική που δεν εφάπτεται της πραγματικότητας.
Χρίστος Χ. Λιάπης MD, MSc, PhD
Ψυχίατρος – Διδάκτωρ Παν/μίου Αθηνών