«Αλλιώς το είχα φανταστεί κι αλλιώς το πράγμα μού προκύπτει, το σχέδιο δε με καλύπτει…» Η Βίκυ τραγουδάει και τα μάτια της είναι θολά. Έτσι όπως τη βλέπω δίπλα μου, τη νιώθω να ’ναι παιδάκι, σαν ένα μικρό κοριτσάκι που χάθηκε. Τόσες μέρες που μιλάμε κι από κοντά και στο τηλέφωνο, μου δίνει την αίσθηση ενός μικρού τρομαγμένου παιδιού.
Εκεί που σχεδιάζουμε το πώς θα στήσουμε την εκπομπή στην ΕΡΤ, ποιους θα καλέσουμε, τι ρεπορτάζ θα γίνουν, ξαφνικά με ρωτάει: «Σκέφτεσαι, δηλαδή, να τέλειωναν όλα εδώ;Τόσο γρήγορα; Δεν είναι άδικο να φύγω τόσο νωρίς; Όλη μου τη ζωή δουλεύω, δεν τα χάρηκα τα παιδιά μου. Ευτυχώς που με λυπήθηκε ο Θεός και γλίτωσα».
Πάει να δακρύσει, αλλά αλλάζω κουβέντα, ηρεμεί, διαλέγουμε τα τραγούδια που θα πει και ξεχνιέται.
Τώρα, όμως, που κάνουμε επιτέλους, αυτήν την εκπομπή (ήρθε ή ίδια στο γραφείο μου, μαζί με την Αρετή, και ζήτησε να γίνει), παρακολουθώ τον τρόπο με τον οποίο χάνεται τραγουδώντας κάποια κομμάτια· το βλέμμα της στη «Μαρκίζα», ας πούμε. Ή πώς, όταν λέει «Θα κλείσω τα μάτια κι όπου με βγάλει…», δε βλέπει εμάς. Ταξιδεύει κάπου, που μόνο εκείνη ξέρει.
Παρότι είναι αδύναμη και ταλαιπωρημένη από την περιπέτεια της υγείας της, έχει απίστευτη ενέργεια (ή θέλει να δείχνει ότι έχει), πολύ κέφι και εντυπωσιακές αντοχές. Πέντε ώρες γύρισμα σερί, τραγουδάει, χορεύει, αστειεύεται, συγκινείται, χαίρεται. Στην παρέα είναι ο Γιώργος Παπαστεφάνου, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου, η σύζυγος του Απόστολου Καλδάρα, Λούλα, τρεις φίλοι της παλιοί ποδοσφαιριστές, ο Γιάννης Σπυρόπουλος-Μπαχ, ο Γιώργος Μακράκης, η Αγγελική Νικολούλη, ο Κώστας Μπαλαχούτης, κι επειδή ήθελε και δυό νέους τραγουδιστές, να τραγουδήσει μαζί τους, έχουμε καλέσει τον Γιώργο Γιαννιά και τον Νίκο Βέρτη, οι οποίοι δεν πίστευαν στ’ αυτιά τους ακούγοντας γι’ αυτήν την ξαφνική ευλογία της συνύπαρξης με τη Μοσχολιού.
Ο μεγάλος καημός της είναι που δεν της δίνουν το Μέγαρο Μουσικής να τραγουδήσει. Το είχε προσπαθήσει πολλές φορές, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Μου το έχει πει εκατό φορές. Δεν μπορεί να χωνέψει ότι μπορεί να φύγει, χωρίς να τραγουδήσει στο Μέγαρο, τρελαίνεται. Τηλεφωνώ στην Ελένη Σπανοπούλου, που είναι τότε ο άνθρωπος-κλειδί εκεί, και την παρακαλώ γονατιστή. Σε λίγες μέρες το θέμα είχε ρυθμιστεί. Ζητάω από την Ελένη μια επίσημη πρόταση από το Μέγαρο προς τη Μοσχολιού για να τραγουδήσει εκεί. Μου τη στέλνει. Τη δείχνω στη Βίκυ. Δεν πιστεύει στα μάτια της, χαίρεται σαν μικρό παιδί, αν και της ξεφεύγουν και λίγα δάκρυα. Μοιάζει ευτυχισμένη. Όμως δεν το πρόλαβε…
Καιρό μετά, ο Γιώργος Παπαστεφάνου, γράφει στο yorgospapastefanou.gr:
«Στις 27 Μαρτίου του 2004, που μεταδόθηκε η εκπομπή της Σεμίνας Διγενή «Κοίτα τι έκανες» αφιερωμένη στη Βίκυ Μοσχολιού, η Βίκυ είχε μπροστά της μόλις ενάμιση χρόνο ζωής. Κι όμως, η δύναμη και η ενέργεια που εξέπεμπε ήταν απίστευτες. Νομίζω πως ήταν μια απ’ τις καλύτερες τηλεοπτικές εμφανίσεις αυτής της μεγάλης τραγουδίστριας και φίλης μου, που φεύγοντας άφησε ένα τόσο δυσαναπλήρωτο κενό».
Η Βίκυ… Έχω έντονες εικόνες από ένα ταξίδι μας, για μια συναυλία της στο Ρέθυμνο. Μιλάμε πολύ. Για όλα. Είμαστε καλεσμένες του προέδρου του Ομίλου Βρακοφόρων και αποφασισμένες να περάσουμε καλά. Ο κόσμος την αποθεώνει. Οι άνθρωποι στην Επισκοπή τής δείχνουν με κάθε τρόπο τη λατρεία τους.
Ένα βράδυ, πάμε στο σπίτι της Ευρυδίκης Κιαγιαδάκη, θερμής θαυμάστριάς της και μαμάς της αγαπημένης μου φίλης Λούσης και του Στέλιου, στην Αργυρούπολη. Η φιλόξενη και ξακουστή για το μαγειρικό ταλέντο της Ευρυδίκη, έχει ετοιμάσει ένα τραπέζι που ξετρελαίνει τη Βίκυ. Μοιάζει με τραπέζι γάμου. Είμαστε κάπου δέκα άτομα κι έχει μαγειρέψει για πενήντα.
Μου λέει η Βίκυ: «Ρε συ, θέλω να ορμήσω και να τα φάω όλα!»
«Θα το κάψουμε απόψε, κυρ-Στέφανε» της λέω, και κηρύσσουμε την έναρξη της μάχης με το αντικριστό, τα καλτσουνάκια, το γαμοπίλαφο, τη στάκα, το σταμναγκάθι το τσιγαριαστό, τη μαραθόπιτα, τους χοχλιούς τους μπουμπουριστούς, τον ντάκο, τη σφακιανή πίτα και το πάθος μου το αμαρτωλό, τα μακαρούνια τα σκιουφιχτά.
Χαίρεται και ξερογλείφεται που η Ευρυδίκη φέρνει και ξαναφέρνει πιάτα με τις θρυλικές δημιουργίες της, ενώ της λέει συνέχεια πόσο την αγαπάει και πόσο όμορφη είναι.
«Μας παίρνει να φάμε κι άλλο ή θα μας διώξουν;» σκύβει και μου λέει, μασουλώντας ντάκο. «Θα μας διώξουν μόνο αν δεν τα φάμε όλα!» απαντώ. Χαίρομαι τόσο πολύ που διασκεδάζει σ’ αυτό το μεγάλο φαγοπότι (αν και στην πραγματικότητα η ίδια τσιμπολογάει σαν πουλάκι), που έχει στηθεί προς τιμή της στον υπέροχο κήπο της Ευρυδίκης.
Κάποια στιγμή, ανάμεσα σε μαντινάδες και γέλια, μου λέει στο αυτί: «Δε θέλω να πεθάνω! Είναι όμορφη η ζωή. Κοίτα πόσο όμορφη είναι! Δε θέλω να τη χάσω… Να, όλο αυτό που περνάμε εδώ τώρα, θέλω να το ξαναζήσω! Και μετά, να μπορώ να δω τα παιδιά μου, τη μάνα μου, τα αδέλφια, τους φίλους μου. Δε θέλω να ’μαι μέχρι εδώ. Θέλω να ζήσω και να τραγουδάω. Και να γελάμε».
Είναι σχεδόν έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Η Αρετή δίπλα της την παίρνει χαμπάρι και της πιάνει το χέρι. Το γυρίζω στο σορολόπ: «Τώρα ζήσε και τρώγε. Θα παγώσει το αντικριστό, με τη λογοδιάρροια που σ’ έπιασε». Μου δίνει ένα φιλί. Τη φιλάω κι εγώ. Έτσι, όμως, όπως γυρίζει το κεφάλι της τη φιλάω σχεδόν στα μάτια. Μου τραγουδάει: «Μην τα φιλάς τα μάτια μου, τον χωρισμό φοβάμαι».
«Δε χωρίζουμε εμείς, αγάπη μου» της λέω. Εκείνη όμως συνεχίζει: «Γιατί απ’ τα χρόνια τα παλιά, στα μάτια, λένε, χωρισμός είν’ τα φιλιά».
Η Βίκυ έφυγε 16 Αυγούστου 2005. Έναν χρόνο μετά την εκπομπή.