Μπορεί σε μια κηδεία να ενεργοποιηθούν οι ερωτικές ορμές, μόνο από τη μυρωδιά ενός αρώματος, ενώ ένα ζευγάρι να βρεθεί μόνο του σε ένα δωμάτιο και να επιλέξει να δει μια σειρά στην τηλεόραση.
Ερεθίσματα, ορμές και επιθυμίες υπακούν στον πανδαμάτορα χρόνο με περιπετειώδη τρόπο πολλές φορές.
Ειδικότερα, οιστρογόνα, τεστοστερόνη και προγεστερόνη είναι οι ορμόνες που παίζουν κρίσιμους ρόλους στην εφηβεία, τη γονιμότητα και τη σεξουαλική ορμή.
Οι επιστήμονες προσπαθούν να κατανοήσουν τους δεσμούς μεταξύ των σεξουαλικών ορμονών, σεξουαλικής ορμής, υγείας και ασθενειών.
Αφιέρωμα της Τelegraph, που επικαλείται ειδικούς, παρουσιάζει πως επηρεάζουν οι ορμόνες τη σεξουαλική ζωή μας από τη στιγμή που ανακαλύπτουμε τη σεξουαλικότητά μας.
Ξεκινώντας από τα παιδικά χρόνια
«Στους άνδρες, η παραγωγή τεστοστερόνης συμβαίνει ήδη στη μήτρα, καθώς απαιτείται για την ανάπτυξη του πέους και του οσχέου», λέει ο καθηγητής αναπτυξιακής ενδοκρινολογίας στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου Ρόντ Μίτσελ.
«Τότε στην εφηβεία απαιτούνται υψηλά επίπεδα τεστοστερόνης για την περαιτέρω ανάπτυξη των γεννητικών οργάνων και για την υποστήριξη της έναρξης της παραγωγής σπέρματος, και αυτό συνεχίζεται και στην ενήλικη ζωή.
Στις γυναίκες, τα οιστρογόνα δεν απαιτούνται στην παιδική ηλικία, αλλά στην εφηβεία αυξάνονται για την ανάπτυξη του μαστού και την έναρξη της περιόδου», λέει ο Μίτσελ.
Μετά τα 20, γονιμότητα και ορμές στα ύψη
Η τεστοστερόνη, όντας υψηλή σε αυτή την ηλικία, απαραίτητη για τη σεξουαλική λειτουργία, τη γονιμότητα και τη γενική υγεία, σύμφωνα με τον Μίτσελ. «Η τεστοστερόνη είναι υψηλή στα 20 σου – και το ίδιο είναι και η σεξουαλική σου ορμή», λέει η καθηγήτρια ενδοκρινολογίας Άννις Μουχέρτζι. Αλλά δεν υπάρχουν απαραίτητα πάντα εξάψεις, καθώς είναι σύνηθες για τους νεαρούς άνδρες να έχουν σεξουαλικό άγχος λόγω απειρίας.
«Μπορεί να νομίζετε ότι η στυτική δυσλειτουργία [ED] συμβαίνει μόνο στη μετέπειτα ζωή, αλλά το αναφέρει και το 8% των εικοσάρηδων», λέει η Μουχέρτζι.
«Τα αντικαταθλιπτικά μπορούν να καταστείλουν την τεστοστερόνη και τη σεξουαλική ορμή, όπως και άλλα προβλήματα υγείας, όπως το χρόνιο στρες, η χρόνια κόπωση, ο ανεξέλεγκτος διαβήτης και η σοβαρή παχυσαρκία».
Η έννοια της λίμπιντο και της «σεξουαλικής ορμής» εμφανίζεται τακτικά σε ζευγάρια όλων των ηλικιών στη σεξουαλική θεραπεία.
Για τις εικοσάρες, μπορεί να είναι τα γόνιμα χρόνια τους, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έχουν απαραίτητα σεξουαλική επιθυμία, σύμφωνα με την Μουχέρτζι. Στην πραγματικότητα, ορισμένες μελέτες δείχνουν ότι η γυναικεία επιθυμία μπορεί να αυξηθεί ακριβώς καθώς η γονιμότητα αρχίζει να μειώνεται προς το τέλος της δεκαετίας του ’20.
«Αν και η γονιμότητα μειώνεται στη συνέχεια, πολλές γυναίκες παραμένουν γόνιμες και μπορούν να μείνουν έγκυες για μερικές δεκαετίες ακόμα», λέει.
Όπως αναφέρει η σεξοθεραπεύτρια Νατάσα Σίλβερμαν η έννοια της λίμπιντο και της «σεξουαλικής ορμής» εμφανίζεται τακτικά για ζευγάρια όλων των ηλικιών στη σεξουαλική θεραπεία.
«Μας διδάσκουν ότι η σεξουαλική ορμή είναι «υψηλή» ή «χαμηλή», αλλά δεν λειτουργεί έτσι η σεξουαλική επιθυμία. Μετά την αρχική φάση του μήνα του μέλιτος, ένα χρόνο περίπου σε μια αφοσιωμένη σχέση, η συντριπτική πλειονότητα των γυναικών βλέπουν μείωση της «αυθόρμητης» σεξουαλικής τους επιθυμίας, αλλά στην πραγματικότητα, οι περισσότερες δεν χάνουν τη σεξουαλική τους ορμή, αλλά απλώς μετακινούνται σε διαφορετικό είδος της σεξουαλικής επιθυμίας.
«Μπορεί να σκέφτονται: «Είμαι βαθιά με τον αγκώνα μέσα στο πλυντήριο πιάτων και το σεξ είναι το τελευταίο πράγμα που έχω στο μυαλό μου. Μπορούμε απλά να δούμε μια σειρά στο Netflix;» Έτσι, αυτή τη στιγμή, οι εντάσεις μπορεί να δημιουργηθούν, αλλά είναι φυσιολογικό να μην επιθυμούμε σεξ με ένα άτομο που δεν αισθάνεται ότι το εκτιμούν», λέει η Σίλβερμαν.
Η Σίλβερμαν παρατήρησε ότι όταν η αυθόρμητη σεξουαλική επιθυμία μειώνεται για τον έναν σύντροφο, η σεξουαλική επιδίωξη από τον άλλο μπορεί να αυξηθεί δραματικά, επειδή ο σύντροφος με υψηλότερη επιθυμία προσπαθεί να καταπνίξει το άγχος που προέρχεται από τα συναισθήματα του ανεπιθύμητου.
«Και πάλι, αυτό μπορεί να φαίνεται ότι κάποιος έχει «υπερ-υψηλή σεξουαλική ορμή», ενώ στην πραγματικότητα, προέρχεται από ένα μέρος ανασφάλειας και χρειάζεται επιβεβαίωση μέσω του σεξ».
Μετά τα 30, αρχές των 40… οι γυναίκες «επιτίθενται»
«Πολλοί άνδρες συνεχίζουν να έχουν έντονη σεξουαλική ορμή κατά τη διάρκεια αυτών των ετών, αν και η τεστοστερόνη μειώνεται αργά κατά περίπου 1% κάθε χρόνο μετά την ηλικία των 35 ετών», λέει ο καθηγητής Μουχέρτζι. «Το άγχος της δουλειάς, της οικογένειας και άλλα θέματα υγείας μπορεί να επηρεάσει σημαντικά την σεξουαλική ορμή και τα επίπεδα τεστοστερόνης».
Στις γυναίκες φαίνεται ότι είναι μια πολύ δεκαετία που η σεξουαλική ορμή είναι πιο δυνατή. Σύμφωνα με μελέτη γυναίκες, μεταξύ 27 και 45 ετών, έκαναν σεξ νωρίτερα σε μια σχέση και είχαν περισσότερη επιθυμία.
Στο Ην. Βασίλειο ο μέσος όρος ηλικίας για μια γυναίκα για να κάνει το πρώτο της παιδί είναι τώρα τα 31 και τα επίπεδα των ορμονών κυμαίνονται απότομα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, της γέννησης και των ετών ανατροφής.
«Στο δεύτερο τρίμηνο της εγκυμοσύνης, οι γυναίκες μπορούν να παρατηρήσουν αύξηση της λίμπιντο και έλλειψη επιθυμίας σε άλλες στιγμές», λέει ο καθηγητής Μουχέρτζι.
«Ο θηλασμός, η ανατροφή των παιδιών και η προσπάθεια να εργαστούν δημιουργούν κόπωση, η οποία έχει αρνητικό αντίκτυπο στη σεξουαλική ορμή και οι άγρυπνες νύχτες με ένα μικρό μωρό μπορούν να συμβάλουν σε μειωμένο ενδιαφέρον».
Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει τέρμα το σεξ. Απεναντίας. Όπως αναφέρει η Σίλβερμαν «όταν η «αυθόρμητη» επιθυμία εξασθενίσει, οι περισσότερες γυναίκες θα αρχίσουν να έχουν «ανταποκρινόμενη» επιθυμία, δηλαδή μπορεί να μην σίγουρες πριν από το σεξ ότι είχαν διάθεση, αλλά τελικά μετά συνειδητοποιούν πόσο χαίρονται που έκαναν σεξ.
Το λάθος που κάνουν πολλά ζευγάρια, λέει η Σίλβερμαν, είναι ότι συνεχίζουν να ξεκινούν το σεξ σε όλη τη διάρκεια της σχέσης τους με τον ίδιο τρόπο όπως στην αρχή. «Οι άνθρωποι εξελίσσονται, οι ορμόνες αλλάζουν και το ίδιο συμβαίνει και με τη σεξουαλική μας ζωή και την οικειότητά μας», λέει.
Όταν μπαίνουμε στα 50: Προσοχή στον τρόπο ζωής
Το δίχως άλλο, το σεξ είναι απολαυστικό όταν συνοδεύεται από καλή σωματική και ψυχική υγεία κάτι που μπορεί να μην συμβαίνει όταν έχουμε παραμελήσει έναν υγιεινό τρόπο ζωής της προηγούμενες δεκαετίες.
«Αυτό συμβαίνει όταν ζητήματα όπως οι καρδιακές παθήσεις, ο διαβήτης, η υψηλή χοληστερόλη και η παχυσαρκία απασχολούν τους ανθρώπους. Δεν είναι τόσο η ίδια η ηλικία, αλλά αυτά τα προβλήματα που φέρνει η ηλικία και τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία τους. Οι στύσεις είναι λιγότερο σταθερές και συχνές» λάει η Μουχέρτζι.
«Ο διαβήτης τύπου 2 αυξάνεται επίσης σε ποσοστό επιδημίας στον δυτικό κόσμο και μπορεί να έχει σημαντικό ανεξάρτητο αντίκτυπο στη σεξουαλική λειτουργία στους άνδρες».
Όπως οι γυναίκες, έτσι και οι άνδρες σε αυτό το σημείο της ζωής τους μπορεί να υποφέρουν από ανακατανομή λίπους όπως μεγαλομαστία, αϋπνία και κακή συγκέντρωση και μνήμη, λέει η δρ. Σίριν Λακάνι.
Ο καθηγητής Μίτσελ λέει ότι παρόλο που τα επίπεδα τεστοστερόνης μειώνονται σε αυτή την ηλικία, «δεν υπάρχει δραματική μείωση των ορμονών του φύλου ή η λεγόμενη «μανόπαυση». Οι περισσότεροι άνδρες δεν χρειάζονται υποκατάσταση τεστοστερόνης στη μετέπειτα ζωή τους».
Στις γυναίκες μπορεί να παρατηρηθεί αύξηση της λίμπιντο κατά την περιεμμηνόπαυση, λέει η Μουχέρτζι. Περιοεμμηνόπαυση είναι η χρονική περίοδος που ξεκινά αρκετά χρόνια πριν την εμμηνόπαυση και διαρκεί μέχρι μια γυναίκα να μπει σε αυτήν. Έρχεται μετά την κλιμακτήριο, η οποία διαρκεί 1-2 χρόνια και χαρακτηρίζεται από διαταραχές στον κύκλο.
«Μπορεί να είναι εξελικτικά – μια τελευταία ευκαιρία να μείνετε έγκυος πριν από την εμμηνόπαυση. Επίσης, η τεστοστερόνη μπορεί να αυξηθεί αυτή τη περίοδο, επομένως ορισμένες γυναίκες εμφανίζουν ορμονική ακμή».
Αυτή η δεκαετία μπορεί να αποτελεί πρόκληση για πολλές μεσήλικες γυναίκες, επειδή εργάζονται και φροντίζουν τους γονείς καθώς και τα παιδιά.
Αλλά είναι οι ορμόνες που κατευθύνουν την εμμηνόπαυση. «Είναι η μείωση των οιστρογόνων και της προγεστερόνης που προκαλούν συμπτώματα εμμηνόπαυσης, όπως κόπωση, απώλεια μαλλιών, εξάψεις, προβλήματα μνήμης και ύπνου, κατάθλιψη, πόνο στις αρθρώσεις και απώλεια λίμπιντο», λέει η δρλ Λακάνι.
Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι θα υποφέρουν οι γυναίκες. «Πράγματι για μερικές, το να φεύγουν τα ενήλικα παιδιά από το σπίτι και ο λιγότερος φόβος εγκυμοσύνης αυξάνει τη λίμπιντο», λέει η Μουχέρτζι. «Η θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης μπορεί να σας βοηθήσει να αισθάνεστε στα «πάνω» σας και περισσότερο έτοιμες για σεξ. Η μειωμένη σεξουαλική ορμή που σχετίζεται με την εμμηνόπαυση μπορεί επίσης να αντιμετωπιστεί με τεστοστερόνη σε δόσεις που εγκρίνονται ειδικά για γυναίκες».
Βέβαια, όπως αναφέρει η Σίλβερμαν, την ίδια στιγμή, που πολλές γυναίκες ξεκινούν θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης και έχουν αυξημένη σεξουαλική επιθυμία, πολλοί άνδρες γίνονται πιο επιρρεπείς σε προβλήματα στύσης.
«Αυτό μπορεί να είναι τρομακτικό για τους άνδρες που έχουν συνηθίσει να είναι οι κυνηγοί», λέει η Σίλβερμαν. «Ο συνδυασμός της αυξημένης σεξουαλικής επιθυμίας της έναντι της ασταθούς στύσης του μπορεί επίσης να αυξήσει την ένταση, το άγχος και την απογοήτευση μέσα στο ζευγάρι».
Το σεξ μετά τα 60 καλά κρατεί
Τα επίπεδα τεστοστερόνης σίγουρα μειώνονται, αλλά δεν είναι ξεκάθαρο πόσο απαιτείται για να επιτευχθεί διέγερση, λέει η Μουχέρτζι. Μερικοί άνδρες με «χαμηλή» τεστοστερόνη δείχνουν φυσιολογική σεξουαλική ορμή, ενώ άλλοι με υψηλά επίπεδα έχουν σεξουαλικά προβλήματα.
«Αν η συνολική σωματική και ψυχική υγεία και οι σχέσεις των ανδρών είναι καλές, τότε μπορούν να έχουν σίγουρα καλή σεξουαλική ορμή», προσθέτει. Γιατί καλό είναι να επισκεφθείτε έναν γιατρό για να αποκλείσει πρώτα ιατρικές παθήσεις (όπως ο διαβήτης και η αρτηριακή πίεση), αλλά φάρμακα όπως το sildenafil (Viagra), το vardenafil (Levitra) και η ταδαλαφίλη (Cialis) είναι ευρέως διαθέσιμα.
Στις γυναίκες, μόλις τα συμπτώματα της εμμηνόπαυσης αρχίσουν να υποχωρούν, τα χρόνια μετά την εμμηνόπαυση μπορεί σίγουρα να είναι ένα ενδυναμωτικό στάδιο της ζωής, σύμφωνα με την Μουχέρτζι.
«Τα ηλικιωμένα ζευγάρια συχνά έρχονται για σεξουαλική θεραπεία με «χαμηλή λίμπιντο» μετά από πειπτώσεις επώδυνου σεξ ή «ανοργασμίας» [αδυναμία οργασμού]», λέει ο Σίλβερμαν. «Αλλά φυσικά όλα αυτά επηρεάζουν τη λίμπιντο».
Προτείνει να αποφεύγετε να κατηγορείτε τις ορμόνες και αντ ‘αυτού ενθαρρύνει την εμπιστοσύνη, τη στοργή και την «πολλή κουβέντα». Η ηλικία δεν αποτελεί εμπόδιο για μια ευχάριστη σεξουαλική ζωή, ό,τι κι αν κάνουν οι ορμόνες σας, λένε οι ειδικοί.
Πηγή: in.gr