Με συγκίνηση αλλά και ο οργή, ο Παναγιώτης Ντάγκαλος, ο οποίος έχασε τη σύζυγο του, στη φονική φωτιά στο Μάτι, κατέθεσε στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο της Αθήνας. Στο δικαστήριο κατέθεσε κι ένας Πολωνός υπήκοος που τη μοιραία 23η Ιουλίου έχασε τη γυναίκα και τον γιο του.
Ο Παναγιώτης Ντάγκαλος έχασε τη σύζυγο του, ενώ ο ίδιος και ο 3,5 ετών γιος του κατάφεραν και σώθηκαν. H γυναίκα του, η Πόπη του, ήταν εκείνη που του είπε να πάρει μία πετσέτα μαζί του, κάτι που τελικά έσωσε το παιδί του.
Ο μάρτυρας εξιστόρησε πως άρχισε να ανησυχεί όταν η γυναίκα του τον ξύπνησε και του είπε να σηκωθεί από το μεσημεριανό ύπνο που είχε πέσει με το γιο του. «Μυρίζω καπνό. Βγαίνω έξω και βλέπω καπνό στην πλευρά της λεωφόρου Μαραθώνος. Αγουροξυπνημένος ήμουν και μου πήρε λίγο χρόνο να δω τι θα κάνω. Σκέφτηκα ότι θα είναι μακριά αλλά είπα να ετοιμαστούμε να φύγουμε. Αφήσαμε το παιδί να ξυπνήσει τελευταίο. Το αυτοκίνητο βρισκόταν έξω από το σπίτι στην Περικλέους. Δεν είχαμε ακούσει κάτι που να θυμίζει πυρκαγιά. Καμπάνα, σειρήνα, κάτι στην τηλεόραση. Αρχίσαμε να φορτώνουμε πράγματα στο αυτοκίνητο» περιέγραψε ο μάρτυρας.
Μέσα σε λίγα λεπτά όλα άλλαξαν. «Η Πόπη μου, μου λέει “φωτιά είναι πάρε και μια πετσέτα μαζί!“. Πάω προς το σπίτι του συναδέλφου μου, που ήταν παραλιακό, να του παραδώσω το κλειδί του σπιτιού που έμενα. Λέω τι βλέπεις; Μου λέει “καπνούς βλέπω, λέω να φύγουμε”. Πάω να μπω στο αμάξι με τη γυναίκα και το παιδί μου.
Βλέπω στην Ποσειδώνος κολλημένα αμάξια. Κάνουμε ένα νόημα στους οδηγούς πιο πίσω ότι έχει μπλοκάρει. Δεν είχα αντιληφθεί ότι η φωτιά ήταν 300 μέτρα πιο πάνω. Στο μεταξύ, ο δυνατός άνεμος έφερνε καύτρες προς το μέρος μας. Πλησιάζω στο αμάξι από την πλευρά του συνοδηγού μπαίνω μέσα κι έβαλα το κλειδί στο τιμόνι για να βάλω μπροστά το αμάξι να λειτουργήσω τον κλιματισμό, να μην επηρεαστούμε από τον καπνό. Αυτό σκέφτηκα εκείνη την ώρα» κατέθεσε ο μάρτυρας, προσθέτοντας ότι εκείνη ήταν η στιγμή που ένιωσε ένα κάψιμο στη δεξιά του πλευρά του. «Η φωτιά είχα φτάσει σε εμάς. Είχε αρπάξει όλο τον κήπο του σπιτιού που είχαμε μείνει. Ήταν τεράστια, 10 μέτρα ύψος» τόνισε ο μάρτυρας και περιέγραψε τις δραματικές στιγμές που ακολούθησαν.
«Τα αυτιά μου, τα χείλη μου είχα φουσκώσει μόνο από τη θερμική ακτινοβολία. Το παιδί και η γυναίκα μου ήταν στα αριστερά μου. Ήμουν φράγμα μπροστά τους. Μου φωνάζει η γυναίκα μου “το παιδί!” και το τυλίγω με την πετσέτα. Ανοίγω την πόρτα του οδηγού. Το διπλανό αυτοκίνητο είχε άνθρωπο μέσα. Έτρεχα με όλη μου τη δύναμη προς τη θάλασσα. Το μέρος που είχα απομνημονεύσει να πάω. Έβλεπα γύρω στα 5-6 μέτρα».
Τρέχοντας μαζί με το παιδί του, έφτασαν στη θάλασσα. «Στο δρόμο για τη θάλασσα βρήκα μια ηλικιωμένη κυρία. Δεν ξέρω αν τα κατάφερε. Όλα αυτά 50 μέτρα από τη θάλασσα! Με όλη μου τη δύναμη έτρεξα προς τη θάλασσα. Φτάνω και με την κουβέρτα που είχα τυλίξει το παιδί μου, που κάηκε σε πολλά σημεία, μπήκαμε στη θάλασσα και σκεπάστηκαμε με αυτή. Άλλοι που δεν είχαν πετσέτα καιγόντουσαν μέσα στη θάλασσα. Έπεφταν οι καύτρες. Αυτό έγινε 18.40. Ο χρόνος που είχαμε για να διαφύγουμε ήταν αυτό το διάστημα» περιέγραψε.
Στη συνέχεια, μετά από λίγη ώρα, όταν κάπως καλυτέρεψε η κατάσταση, ο μάρτυρας επέστρεψε για ψάξει τη σύζυγο του. «Όσο περπατούσα έβλεπα τα πάντα καμμένα. Όταν έφτασα στο αμάξι βρήκα ένα κουφάρι, έναν απανθρακωμένο βράχο. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ήταν η γυναίκα μου αυτή. Λέω κάποιος θα παράτησε και θα έπεσε κάτω. Δεν πίστευα ότι είναι το αυτοκίνητο μας», ανέφερε ο μάρτυρας ξεσπώντας σε λυγμούς.
«Συνάντησα ανθρώπους καμένους και πεθαμένους. Είτε στη στεριά, σε δρόμους παντού. Θέλω να σας πω ότι εγώ και η οικογένεια μου ήμασταν 180 μέτρα από τη θάλασσα. Η φωτιά μας έκαψε στις 18.40 δηλαδή 2,5 ώρες μετά την έναρξη της. Αυτός ο χρόνος δεν ήταν αρκετός για να σωθεί η οικογένεια μου. Εγώ και το παιδί μου δε σηκωθήκαμε! Για να είμαι εδώ και να σας περιγράφω όσα έγιναν, σωθήκαμε κατά τύχη. Σωθήκαμε κατά τύχη 180 μέτρα από τη θάλασσα. Δε βρεθηκε κανείς να μας ειδοποιήσει με οποιοδήποτε τρόπο. Όσοι κάηκαν εκεί δεν είχαν άλλη επιλογή» είπε στο δικαστήριο.
Στη συνέχεια, οργισμένος και ξεσπώντας σε λυγμούς, είπε απευθυνόμενος στους δικαστές: «Δεν βρέθηκε η φωτιά από την εστία της ξαφνικά στο Μάτι. Αν εμείς καήκαμε 180 μέτρα από τη θάλασσα, άλλοι πνίγηκαν μέσα στη θάλασσα! Το 2022; Που ζούμε; Ψάχνω δικαιολογία και δε μπορώ να βρω! Από τύχη γλιτώσαμε και είμαστε αντιμέτωποι με τα ψυχολογικά μας, την πραγματικότητα που ζούμε και τις επαναλαμβανόμενες αστοχίες της πολιτείας να προστατεύσει τη ζωή των πολιτών. Το είδαμε με το παιδί στις Σέρρες! Στο σχολείο του γιου έπεσε κολώνα φωτισμού μέσα στο προαύλιο. Αν ήταν πρωί θα σκότωνε παιδιά. Είναι απίστευτο αυτό που ζω! Το ζω και το ξαναζώ μετά από 4 χρόνια!» τόνισε ο μάρτυρας.
«Υπήρχαν τέσσερις σάκοι, στον πρώτο ο γιος μου, στον τέταρτο η σύζυγος μου»
Νωρίτερα, ο Jaroslaw Korzenioski, Πολωνός υπήκοος κατάθεσε στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο της Αθήνας για το γιο και τη γυναίκα του που πνίγηκαν στο Μάτι. Η κατάθεση του μάρτυρα έγινε με τη βοήθεια διερμηνέως. «Κανένας από το κράτος δεν προσπάθησε να μας σώσει» κατέθεσε ο μάρτυρας, συγκλονισμένος ακόμα από την απώλεια των δικών του ανθρώπων.
«Ήρθαμε να περάσουμε με ασφάλεια όμορφες διακοπές στην Ελλάδα. Στις 19 Ιουλίου ήρθαμε στο Μάτι, όλα ήταν καλά μέχρι 23 Ιουλίου. Στις 23 Ιουλίου είχαμε πολλούς καπνούς και δυνατό αέρα. Στις 3 το μεσημέρι, είδαμε ένα ελικόπτερο που έπαιρνε νερό από θάλασσα. Ρωτήσαμε ναυαγοσώστη αν είναι όλα εντάξει. Εκείνος μας απάντησε ότι πιθανώς υπάρχει στο βουνό μία φωτιά. Οι υπεύθυνοι του ξενοδοχείου μας απάντησαν πως αφού υπάρχει μόνο ένα ελικόπτερο, όλα είναι καλά. Πήγα ξανά στη ρεσεψιόν να μάθω τι γίνεται, διότι έβλεπα φωτιά. Εκείνοι μου είπαν ότι εάν υπήρχε κίνδυνος, θα υπήρχε εκκένωση. Εγώ δεν τους πίστεψα και πήγα να ελέγξω χώρο και είδα από μακριά φωτιά και μαύρους καπνούς» περιέγραψε ο μάρτυρας.
Στη συνέχεια, η κατάσταση, όπως κατέθεσε, άρχισε να γίνεται επικίνδυνη. «Μας είπαν να φύγουμε προς την πισίνα. Γύρισα προς σύζυγο μου και παιδί που με περίμεναν στον πρώτο όροφο του μπαρ. Τους είπα να πάμε να πάρουμε τα παπούτσια μας διότι υπάρχει το ενδεχόμενο να πάμε είτε προς τη πισίνα είτε προς τη θάλασσα. Η σύζυγος μου με το γιο μου βρήκαν αμέσως παπούτσια τους στην είσοδο του δωματίου. Εγώ τα είχα αφήσει πιο μακριά. Άκουσα σειρήνα, άρχισε να τρέχει νερό και πανικός. Είπα στη σύζυγο μου να πάρει παιδί και να πάει στις σκάλες για την πισίνα και εγώ θα ακολουθήσω.
Όταν πήγα στην πισίνα δεν βρήκα τη σύζυγο μου με παιδί. Κάποιος από ξενοδοχείο είπε στον κόσμο να πάει προς την παραλία προς την πλευρά της Ραφήνας. Δεν υπήρχε κάποιος αρμόδιος να οργανώνει την εκκένωση. Είδα κάποιους Πολωνούς και ρώτησα εάν είδαν τη σύζυγο και τον παιδί μου. Μου είπαν ότι ξαφνικά εμφανίστηκε μεγάλη φωτιά και εκείνοι γύρισαν, αλλά η γυναίκα μου και παιδί συνέχισαν να τρέχουν προς αυτή κατεύθυνση. Άρχισα να τρέχω. Έτρεχα να βρω στη θάλασσα γυναίκα και παιδί μου. Ήταν τρομερή κατάσταση. Μαύρος καπνός. Έπεφταν στη θάλασσα κλαδιά από δέντρα. Ήταν τρομερό. Κάποια στιγμή είδα στη βάρκα γυναίκα και παιδί μου. Είδα άνδρα δίπλα στη μηχανή, νόμιζα ήταν διασώστης. Η σύζυγος μου φώναζε να ανέβω κι εγώ στη βάρκα. Τους είπα “πηγαίνετε να σωθείτε κι εγώ θα τα καταφέρω εδώ“» περιέγραψε ο μάρτυρας εξαιρετικά συγκινημένος.
Στη συνέχεια, συγκλονισμένος περιέγραψε πως έμαθε ότι η οικογένεια του δεν τα κατάφερε γιατί η βάρκα αναποδογύρισε και πνίγηκαν. «Η προϊσταμένη του γραφείου ήρθε με πήρε και πήγαμε μαζί στη Ραφήνα. Πήγαμε στο λιμεναρχείο. Με φωνάξανε και με ρώτησαν αν φορούσε κάτι στο λαιμό του το παιδί. Κατάλαβα ότι τους είχαν βρει. Σε ένα μικρό κτίριο υπήρχαν τέσσερις μαύροι σάκοι. Στον πρώτο ήταν ο γιος μου και στο τέταρτο η σύζυγος μου.
Αυτή η τραγωδία δεν θα είχε συμβεί αν λειτουργούσαν οι υπηρεσίες. Κανείς δεν έκανε τίποτα. Πιστεύω ότι θα αποδοθεί δικαιοσύνη. Από τότε, η ζωή μου έχει τελειώσει όπως και όλων εδώ. Σας παρακαλώ πολύ για την απονομή δικαιοσύνης, παίρνω χάπια, δεν μπορώ να ζήσω» τόνισε, εξαιρετικά συγκινημένος, ο μάρτυρας.