Κάθε χρόνο διάβαινε σε μας. Κάθε χρόνο , κάπου στα τέλη του Οκτωβρίου, χτυπούσε την πόρτα μας. Κι εμείς τον περιμέναμε. Λέγαμε άργησε φέτος δε θα έρθει; Κι όταν περνούσε το κατώφλι , μια φωτεινή χαρά πλημμύριζε το χώρο μας. Δε καθόταν πολύ. Δέκα λεπτά ένα τέταρτο. Μα ήταν αρκετός χρόνος , υπέρ αρκετός θα έλεγα να μας δώσει δύναμη, κουράγιο, υπομονή, χαμόγελο, ηρεμία. Λίγες κουβέντες, γεμάτες αγάπη και προσφορά. Κάθε φορά και κάτι νέο. Δε ξέραμε τι θα ακούγαμε από το αγιασμένο του στόμα. Όμως ότι κι αν φθογγούσε, οι λέξεις είχαν μια ιδιαίτερη επαφή και στήριξη στο μυαλό και την καρδιά. Κι όταν τέλειωνε, έβγαζε από το ράσο πάντα κάτι για να προσφέρει, σε μικρούς και μεγάλους. Κι αυτό το κάτι το κρατούσαμε για να θυμόμαστε και να προσμένουμε τη νέα επαφή.
Αυτός ήταν ο πατήρ Διονύσιος. Ένας ιερέας απλοϊκός, που του μίλαγες με χαρά. Για μένα ήταν από τους ιερείς που όταν τον αντίκριζα ήθελα οπωσδήποτε να μιλήσω μαζί του. Όχι πολλά. Ακόμη και μια καλησπέρα ήταν αρκετή, γιατί ενσάρκωνε μέσα από απλές λεξούλες την αγάπη. Περπατούσε με βλέμμα χαμηλωμένο προς τη γη. Και το έκανε για να ανέβει ψηλά στον ουρανό. Κληρικός σεμνός. Τα άμφια του απέρριπταν την έπαρση. Τόνιζαν την υπομονή, την ταπείνωση την καρτερικότητα. Κι όλα αυτά τα περιέκλειε με την αγάπη. Λειτουργός του θυσιαστηρίου που λάτρεψε μέχρι την ύστατη στιγμή στον κόσμο αυτό. Ακόμη και μέσα στον ανθρώπινο πόνο του , δεν λυγούσε. Η Άνω Ιερουσαλήμ του έδινε δύναμη να ξεπερνά τον όποιο πόνο. Κι αυτό γιατί πίστευε με πράξεις . Όλους μας τρομάζει ο θάνατος. Κάνουμε ότι περνά από το χέρι μας για να του ξεφύγουμε,(αλήθεια τι γελοίο αυτό) ειδικά όταν τα γήινα χρόνια περνούν. Δεν φοβήθηκε το τέλος .
Ο πατέρας Διονύσιος μέσα στη μοναχική παρουσία του στον κόσμο αυτό, καθοδηγούνταν από τα έργα της ορθόδοξης πίστης. Οι καρποί του Ευαγγελίου , ήταν η βιωτή του κάθε μέρα και νύχτα. Η προσευχή αδιάλειπτη για όλους. Το περίεργο είναι πως κι όποιος δε τον γνώριζε το καταλάβαινε!
Ένα από τα δύσκολα ίσως το πιο δύσκολο για μένα, μα ίσως και για σας, ο ρημαδοεγωισμός. Η έξαρση του εγώ. Κι αυτός ο «άσημος» και μη αναγνωρίσιμος παππούλης, ξεπερνούσε τα πάθη όχι με τα λόγια αλλά με την ζωή του. Ένας καλόγερος μέσα στην κοινωνία που γύρναγε από χωριό σε χωριό, δίδασκε, βοήθαγε, συμπαραστέκονταν, μοίραζε αγάπη και υπομονή. Μου είπε μια φορά…. « Βλέπεις πως ο χρόνος αμβλύνει, αφού το κάνει ο χρόνος γιατί παιδεύεσαι και δε προσπαθείς να αφήσεις πίσω γεγονότα που σου κάνουν κακό».
Είναι φορές που θες να γράψεις πάρα πολλά, αλλά σα να σταματούν τα δάχτυλα στο πληκτρολόγιο, γιατί σου γνέφει….. σταμάτα βρε!! Ότι κάνουμε λέμε και βιώνουμε εδώ στη γη, είναι γιατί μας το επιτρέπει ο Θεός. Στη σιωπή ανακαλύπτουμε τι είμαστε.
Πιστεύω τελικά , έστω κι αν φανεί περίεργο ή για κάποιους βλάσφημο, πως ο Θεούλης μας «τρολάρει», παίρνοντας κοντά του ανθρώπους αγιασμένους. Και τι μας λέει; Σιγά μη σας αφήσω κι αυτούς να τους κάνετε σα τα μούτρα σας. Αφού ούτε τους ακούτε, ούτε πιστεύετε, ούτε πράττετε. Καλύτερα να συντροφεύουν εμένα και να νιώθουν χαρά δίπλα μου….. Είθε να μιμηθούμε την απλοϊκή αγαπητική παρουσία του στην γήινη περιφορά μας. Καλό παράδεισο πατέρα Διονύσιε!
Ο κατά συρροή ονειροπόλος
Δημήτρης Νούλας