Για τη συμπτωματολογία, τη διάγνωση, τη σωστή παρακολούθηση καθώς
και την ενδεδειγμένη αντιμετώπιση της καλοήθους υπερπλασίας του προστάτη.
Η καλοήθης υπερπλασία του προστάτη θα επηρεάσει έως και αναπόφευκτα σχεδόν
όλους τους άνδρες σε κάποιο στάδιο της ζωής τους αρχής γενομένης από τα 50 έτη,
με τη συχνότητα της νόσου να αυξάνεται προοδευτικά όσο κινούνται προς την έκτη
και έβδομη δεκαετία. Πρόκειται για την πλέον συνήθη πάθηση του προστάτη,
η οποία δεν πρέπει να παραμείνει δίχως αντιμετώπιση.
Είναι καίριας σημασίας η ακριβής διάγνωση, η κατάλληλη αντιμετώπιση με γνώμονα
την ποιότητα ζωής του ασθενούς και η αποφυγή άλλων κινδύνων, καθώς και η
παρακολούθηση με ετήσιο διαγνωστικό και κλινικό έλεγχο.
Ο προστάτης είναι αδένας μικρού μεγέθους (περίπου σαν κάστανο) που βρίσκεται
ακριβώς κάτω από την ουροδόχο κύστη. Προοδευτικά με την ηλικία αυξάνεται το
μέγεθός του και αρχίζει και συμπιέζει το τοίχωμα της ουροδόχου κύστεως, με συνέπεια
να προκαλούνται διαταραχές στην ούρηση.
Η διόγκωση αρχίζει από τα 40 έτη και μετά την πέμπτη δεκαετία περίπου τέσσερις
στους δέκα άνδρες θα έχουν εμφανίσει καλοήθη υπερπλασία του προστάτη· μετά τα
60 έτη περίπου οι επτά στους δέκα και μετά τα 70 έτη οκτώ στους δέκα. Πρόκειται
για κάτι πολύ συχνό, πολύ κοινό, που πρέπει όμως να ελέγχεται και να
αντιμετωπίζεται θεραπευτικά.
Συμπτωματολογία – Διάγνωση
Στα συμπτώματα της καλοήθους υπερπλασίας του προστάτη συγκαταλέγονται η
νυχτερινή ούρηση, συχνοουρία και επιτακτική ανάγκη για ούρηση.
Μειώνεται η ροή, παρατηρείται δυσκολία στην έναρξη της ούρησης, και πολλές φορές
είτε είναι διακοπτόμενη, είτε μπορεί να υπάρξει και απώλεια ούρων. Επίσης ενδέχεται
να υπάρχει και ένα αίσθημα ατελούς κένωσης της ουροδόχου κύστης.
Βάσει αυτών των συμπτωμάτων αξιολογείται η ποιότητα της ούρησης του ασθενούς.
Περαιτέρω εξετάσεις που απαιτούνται είναι η μέτρηση της ροής ούρων, το
υπερηχογράφημα για να διαπιστωθεί το μέγεθος του αδένα και το υπόλειμμα ούρων
στην ουροδόχο κύστη και βέβαια ο προσδιορισμός του Προστατικού Αντιγόνου (PSA)
, εξέταση που ελέγχει και την καλοήθη υπερπλασία του προστάτη, αλλά κυρίως
αποτελεί καίριο δείκτη για την έγκαιρη διάγνωση του καρκίνου του προστάτη.
Ο καρκίνος εκδηλώνεται συνήθως στην περιφερική ζώνη του προστάτη και δεν έχει καμία
συσχέτιση με την υπερπλασία. Πολλές φορές, όμως, συγχέονται τα συμπτώματα της
καλοήθους υπερπλασίας με αυτά του καρκίνου του προστάτη, γεγονός που μπορεί να
επιφέρει σύγχυση στους άνδρες ή και να μην ανιχνευτεί έγκαιρα ο καρκίνος του προστάτη.
Επ’ αυτού ο κ. Μαρτίνης σημειώνει πως για το λόγο αυτό είναι απαραίτητο το ετήσιο
τσεκ-απ που περιλαμβάνει τη μέτρηση του PSA, υπερηχογράφημα καθώς και κλινική
εξέταση. «Εκεί ξεκαθαρίζει η παθολογία που έχει κανείς σε ένα όργανο όπου μπορεί
να συνυπάρχουν τρία πράγματα: χρόνια προστατίτιδα, καλοήθης υπερπλασία, και καρκίνος»
αποσαφηνίζει.
Αντιμετώπιση
Η αντιμετώπιση της καλοήθους υπερπλασίας του προστάτη είναι αρχικά φαρμακευτική.
Υπάρχουν σκευάσματα τα οποία βοηθούν βελτιώνοντας την ποιότητα της ούρησης σε
ποσοστό της τάξεως περίπου του 40%. Κατόπιν, υπάρχουν σχετικές, αλλά και απόλυτες,
ενδείξεις για χειρουργική αντιμετώπιση.
Στις σχετικές ενδείξεις τον κεντρικό ρόλο κρατά η ποιότητα ζωής του ασθενούς, δηλαδή
σε τι βαθμό ο ίδιος ταλαιπωρείται από τα προβλήματα που αντιμετωπίζει στην ούρηση,
αλλά και η ενδεχόμενη επιθυμία του ιδίου να απαλλαγεί ριζικά από το πρόβλημα.
Οι απόλυτες ενδείξεις για την ανάγκη άμεσης χειρουργικής αντιμετώπισης είναι εάν
έχουν δημιουργηθεί πέτρες στην κύστη, εάν παρουσιάζονται αιματουρίες ή υποτροπιάζουσες
ουρολοιμώξεις, εάν έχει μπει καθετήρας – μέχρι και νεφρική ανεπάρκεια μπορεί να
εκδηλωθεί από την υπερτροφία του προστάτη εάν δεν αντιμετωπιστεί θεραπευτικά,
σημειώνει ο κ. Μαρτίνης.
Η κύρια, πιο σύγχρονη και πλέον ενδεδειγμένη, χειρουργική αντιμετώπιση της καλοήθους
υπερπλασίας του προστάτη είναι η διουρηθρική προστατεκτομή με τη μέθοδο
TURis, με την οποία αντίθετα με παρελθοντικές μεθόδους μπορεί να ληφθεί και βιοψία,
οπότε ελέγχεται και πολλαπλά το όργανο. Η ανοιχτή προστατεκτομή και το λέιζερ
τείνουν πλέον να καταργηθούν.
Απαιτείται νοσηλεία μίας ημέρας και εν συνεχεία ο ασθενής θα πρέπει να είναι προσεκτικός
για ένα διάστημα 15-20 ημερών. Ένας λόγος ανησυχίας πολλών ασθενών ως προς το
ενδεχόμενο επέμβασης είναι εάν θα παρουσιάσουν στυτική δυσλειτουργία ή ακράτεια,
παρενέργειες οι οποίες δεν υφίστανται πλέον με τη μέθοδο TURis. Εφόσον συντρέχουν
λόγοι που την καθιστούν απαραίτητη, η επέμβαση θα πρέπει να γίνει χωρίς καθυστέρηση,
επισημαίνει ο
Σπύρος Μαρτίνης:Χειρουργός ουρολόγος
ygeiamou.gr