Η εν λόγω έρευνα πραγματοποιήθηκε από τις 7 έως 12 Δεκεμβρίου 2018 και τα αποτελέσματά της βασίστηκαν στις απαντήσεις δείγμα 804 νοικοκυριών.
Αναλυτικά, τα κυριότερα συμπεράσματα της έρευνας είναι τα εξής:
1.ΕΙΣΟΔΗΜΑ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΩΝ- ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
-Οριακή βελτίωση παρατηρείται αναφορικά με την εισοδηματική κινητικότητα κυρίως μεταξύ των νοικοκυριών που δηλώνουν ετήσιο εισόδημα έως 10.000 ευρώ και εκείνων που δηλώνουν από 10.000 έως 18.000 ευρώ . Ωστόσο περίπου 1 στα 3 νοικοκυριά (31,7%) δηλώνει ότι διαβιεί με ετήσιο οικογενειακό εισόδημα που βρίσκεται στην κατώτερη εισοδηματική κλίμακα (έως 10,000 ευρώ).
-Το 43,9% των νοικοκυριών δήλωσε μείωση των εισοδημάτων το 2018 σε σχέση με το 2017, αλλά και ένα αυξανόμενο ποσοστό (48,9% έναντι 35,6% στην έρευνα 2017) δήλωσε σταθεροποίηση της εισοδηματικής του κατάστασης. Αύξηση του εισοδήματος δήλωσε το 7,1% των νοικοκυριών έναντι 2% της περσινής έρευνας εισοδήματος. Γενικά καταγράφεται μια σημαντική βελτίωση των δεικτών σε σχέση με τις προηγούμενες έρευνες. Αυτό από την μια μεριά επιβεβαιώνει την ανοδική πορεία που παρουσιάζει η ελληνική οικονομία, και από την άλλη επιβεβαιώνει ότι η αναιμική αυτή ανάπτυξη δεν είναι αρκετή για την αύξηση των εισοδημάτων της πλειοψηφίας των νοικοκυριών που παραμένουν σε πολύ δύσκολη θέση.
-Το 12,7% των νοικοκυριών δήλωσε ότι τα εισοδήματά του δεν επαρκούν για να καλύψουν ούτε τις βασικές τους ανάγκες, εύρημα που σχετίζεται με το ποσοστό ακραίας φτώχειας που σημειώνεται στη χώρα μας. Από αυτά τα νοικοκυριά 1 στα 2 (51%) δήλωσαν ότι έλαβαν κοινωνικό μέρισμα κατά το προηγούμενο έτος και 1 στα 3 περίπου (35,3%) δήλωσαν ότι έλαβαν κοινωνικό εισόδημα αλληλεγγύης. Επιπλέον ένα σταθερά υψηλό ποσοστό 61,1% δήλωσε ότι χρειάζεται να κάνει περικοπές για να καλύψει τις βασικές του ανάγκες. Από αυτά τα νοικοκυριά 1 στα 10 περίπου (12,8%) δήλωσε ότι έλαβε κοινωνικό μέρισμα κατά το προηγούμενο έτος ενώ ένα 2% δήλωσε ότι έλαβε το εισόδημα κοινωνικής αλληλεγγύης. Συνολικά από τους ερωτώμενους το 6,2 % των νοικοκυριών δήλωσε ότι ήταν δικαιούχος κοινωνικού εισοδήματος αλληλεγγύης και το 16,5% δικαιούχοι κοινωνικού μερίσματος.
-Όπως προκύπτει από την έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ στην συντριπτική τους πλειοψηφία τα βοηθήματα αυτά κατευθύνθηκαν προς τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας. Με βάση αυτά τα ευρήματα φαίνεται ότι ορθώς υιοθετήθηκαν οι έκτακτες επιδοματικές πολιτικές (κοινωνικό μέρισμα και κοινωνικό εισόδημα αλληλεγγύης) όπως επίσης και η κατάργηση των διατάξεων για την περαιτέρω μείωση των συντάξεων, ως μέτρα τόσο μείωσης του κινδύνου φτώχειας των νοικοκυριών όσο και ενίσχυσης της εγχώριας κατανάλωσης. Άλλωστε σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ το ποσοστό κινδύνου φτώχειας πριν από όλες τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (δηλαδή μη συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών επιδομάτων και των συντάξεων στο συνολικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών) ανέρχεται σε 50,8% ενώ, όταν περιλαμβάνονται μόνο οι συντάξεις και όχι τα κοινωνικά επιδόματα, μειώνεται στο 24,0%. Εάν συμπεριλάβουμε και τα κοινωνικά επιδόματα στις κοινωνικές μεταβιβάσεις τότε το ποσοστό κινδύνου φτώχειας ανέρχεται στο 20,2%. Με άλλα λόγια το σύνολο των κοινωνικών μεταβιβάσεων (συντάξεις και κοινωνικά επιδόματα) μειώνει το ποσοστό κινδύνου φτώχειας κατά 30,6 ποσοστιαίες μονάδες.
-Το φαινόμενο της εισοδηματικής επισφάλειας εμφανίζεται σταθερά υψηλό, καθώς στο ενδεχόμενο μιας έκτακτης ανάγκης πληρωμής 500 ευρώ, το 18,7% δηλώνει ότι δεν θα μπορούσε να την πραγματοποιήσει, ενώ το 45% θα κάλυπτε αυτή τη δαπάνη με μεγάλη δυσκολία. Πάνω από 6 στα 10 νοικοκυριά (61,1%) αναγκάζονται να κάνουν περικοπές για να εξασφαλίσουν τα αναγκαία για την επιβίωση τους. Σημειώνεται ότι τα πολυμελή (άνω 5 ατόμων) νοικοκυριά και τα νοικοκυριά με ανέργους αντιμετωπίζουν σοβαρότερο πρόβλημα κάλυψης των βασικών αναγκών.
-Επάρκεια εισοδήματος -αποταμίευση
Περισσότερο από 1 στα 2 νοικοκυριά δηλώνει ότι το μηνιαίο εισόδημα δεν επαρκεί για όλο τον μήνα. Για αυτά τα νοικοκυριά το μηνιαίο εισόδημα επαρκεί κατά μέσο όρο για 19 ημέρες. Το μεγαλύτερο πρόβλημα καταγράφεται στα πολυμελή νοικοκυριά όπου το μηνιαίο εισόδημα δεν επαρκεί για όλο το μήνα σε ποσοστό 62,6 %. Όπως είναι επόμενο τα ελληνικά νοικοκυριά αδυνατούν να αποταμιεύσουν. Σταθερά συντριπτικό παραμένει το ποσοστό αδυναμίας αποταμίευσης καθώς 9 στα 10 νοικοκυριά δήλωσαν ότι δεν καταφέρνουν να αποταμιεύσουν. Τα δυο αυτά ευρήματα εξηγούν σε μεγάλο βαθμό και τις χαμηλές προσδοκίες των νοικοκυριών για το μέλλον.
-Οι προσδοκίες των νοικοκυριών για το νέο έτος παραμένουν αρνητικές, καθώς το 52% αναμένει επιδείνωση της οικονομικής του κατάστασης το 2019 (το 33,9% εκτιμά ότι θα παραμείνει σταθερή, ενώ μόνο το 11,3% αναμένει βελτίωση των οικονομικών του δυνατοτήτων). Τα σχετικά ευρήματα είναι καλύτερα σε σχέση με τις αντίστοιχες έρευνες των προηγούμενων ετών (Γράφημα 4) ωστόσο οι προσδοκίες των νοικοκυριών παραμένουν εξαιρετικά χαμηλές. Ενδεικτικό ως προς αυτό είναι ότι ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού δηλώνει ότι θα μπορούσε να καλύψει τις βασικές ανάγκες του μήνα με λιγότερα από 1,000 ευρώ (31,8%).
-Η σύνταξη παραμένει η κυριότερη πηγή εισοδήματος για τα μισά νοικοκυριά περίπου. Είναι μάλιστα και η δεύτερη κυριότερη πηγή εισοδήματος για το 15,5% των νοικοκυριών. Με βάση τα ευρήματα της έρευνας για 1 στα 10 (10,3%) νοικοκυριά η σύνταξη αποτελεί την κυριότερη και την δεύτερη κυριότερη πηγή εισοδήματος, ενώ για περίπου 2 στα 10 νοικοκυριά (21,5%) η σύνταξη αποτελεί την μόνη πηγή εισοδήματος.
Από τα στοιχεία αυτά φαίνεται ότι μια ενδεχόμενη μείωση των συντάξεων πιθανότατα θα έχει δυο αρνητικές συνέπειες:
α) θα αυξήσει το ποσοστό κινδύνου φτώχειας των νοικοκυριών και
β) θα περιορίσει την κατανάλωση δημιουργώντας προϋποθέσεις ύφεσης της οικονομίας.
-Τα νοικοκυριά που δηλώνουν εισοδήματα από επιχειρηματική δραστηριότητα ως κύρια πηγή εισοδήματος παραμένουν σε πολύ χαμηλά ποσοστά 6,7%, που υποδηλώνει αδυναμία των ελληνικών εγχώριων νοικοκυριών να αναπτύσσουν βιώσιμες και κερδοφόρες επιχειρηματικές δραστηριότητες στο συγκεκριμένο οικονομικό περιβάλλον. Η μερική αύξηση του μεριδίου μισθών (40,1%) συνδέεται με τη σχετική αύξηση της μισθωτής απασχόλησης.
ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ-ΑΝΕΡΓΙΑ
-Περίπου 950 χιλιάδες άτομα βρίσκονται σε κατάσταση ανεργίας, καθώς 2 στα 10 νοικοκυριά έχουν τουλάχιστον ένα άνεργο μέλος. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του ΟΑΕΔ οι εγγεγραμμένοι άνεργοι ανέρχονται σε περίπου 960 χιλ. άτομα, ενώ σύμφωνα με Δελτίο Εργατικού Δυναμικού Νοεμβρίου 2018 της ΕΛΣΤΑΤ οι άνεργοι ανέρχονται σε περίπου 914 χιλ. άτομα (χωρίς εποχική διόρθωση). Αυτό επιβεβαιώνει την ανάγκη διαμόρφωσης ενός ελάχιστου πλαισίου κοινωνικής προστασίας που θα συνδυάζει οικονομική- κοινωνική στήριξη και παροχές σε είδος, με σκοπό την επανένταξη στην αγορά εργασίας και όχι την περιθωριοποίηση.
-Αν και μειωμένο σε σχέση με την περσινή έρευνα (82,5%) υψηλό παραμένει το ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας καθώς ανέρχεται στο 70,2%. γεγονός που απειλεί με απαξίωση τον παραγωγικό ιστό και το ανθρώπινο κεφάλαιο της χώρας.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΩΝ
-Το 18.9% των νοικοκυριών έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την εφορία. Tο 44% αυτών των οφειλετών έχει υπαχθεί σε κάποιου είδους ρύθμιση, ενώ το 6,1% είχε αλλά την έχασε. Το γεγονός ότι περισσότεροι από 1 στους 2 οφειλέτες δεν έχουν ρυθμίσει τις οφειλές τους αποτελεί ένδειξη ότι βρίσκεται σε μια πάγια αδυναμία εξυπηρέτησης οφειλών και αναζητά λύσεις παρατείνοντας τους χρόνους αποπληρωμής. Η θεσμοθέτηση αποτελεσματικών ρυθμίσεων των ληξιπροθέσμων οφειλών αποτελεί διαχρονικό ζητούμενο. Η συγκυρία για την εφαρμογή ενός γενναίου και πιο αποτελεσματικού μέτρου ρύθμισης των ληξιπροθέσμων οφειλών φαίνεται πολύ πιο ευνοϊκή, δεδομένου ότι η ελληνική οικονομία δείχνει σημάδια ανάκαμψης και σε συνδυασμό με το γεγονός της ολοκλήρωσης των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής.
Ήδη, οι συνολικές ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την φορολογική διοίκηση είναι περίπου στα 104 δις (από 99 δις το 2017, στοιχεία ΑΑΔΕ) ενώ οι οφειλέτες είναι περίπου 4 εκατομμύρια. Άξιο αναφοράς είναι ότι σύμφωνα με στοιχεία της ΑΑΔΕ το 51% αυτών οφείλουν έως 500 ευρώ ενώ το 90% περίπου των οφειλετών δεν είχε οφειλές πάνω από 10.000 ευρώ. Ειδικότερα οι συνολικές ληξιπρόθεσμες οφειλές των κατηγοριών αυτών που αποτελούν και την συντριπτική πλειοψηφία των οφειλετών είναι περίπου 3,7 εκ. σε σύνολο 4 εκ. οφειλών. Από αυτούς περίπου τα 2,2 εκ. οφείλουν ποσά έως και 500 ευρώ.
Αυτές οι κατηγορίες οφειλετών που αποτελούν την συντριπτική πλειοψηφία και συνολικά οι οφειλές τους δεν ξεπερνούν τα 16,5 δισ. ευρώ από τα 100 δισ. ευρώ– κριτήρια που μπορούν να προσδιορίσουν ότι δεν πρόκειται για στρατηγικούς κακοπληρωτές – θα πρέπει να αντιμετωπιστούν ως ξεχωριστή κατηγορία οφειλετών και να τους δοθεί η δυνατότητα να ρυθμίσουν τις οφειλές τους με μεγαλύτερη ευελιξία δεδομένου ότι οι οφειλές αυτές μάλλον δημιουργούνται λόγω οικονομικής αδυναμίας.
-1 στα 5 νοικοκυριά εκτιμά ότι δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις φορολογικές υποχρεώσεις το επόμενο έτος. Το ποσοστό αυτό εάν και μικρότερο σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά παραμένει αρκετά υψηλό, γεγονός που καταδεικνύει τις αυξημένες υποχρεώσεις που έχουν τα νοικοκυριά έναντι του Δημοσίου και σε σχέση με τα έσοδα τους.
-Η συντριπτική πλειοψηφία των νοικοκυριών διαμένει σε ιδιόκτητο σπίτι (94,8%). Από αυτά περισσότερο το 22% έχει ενεργό στεγαστικό δάνειο. Περισσότερο από 1 στα 10 (12,9%) νοικοκυριά έχει καθυστερημένες οφειλές προς τις τράπεζες για το στεγαστικό του δάνειο, ενώ ένα 24,1% καταβάλει τις δόσεις του με κάποια καθυστέρηση. Περίπου 1 στα 2 νοικοκυριά (45,2%) που έχουν στεγαστικό δάνειο έχουν κάνει διακανονισμό για μικρότερες δόσεις με τις τράπεζες.
-Όσον αφορά το δείκτη ανησυχίας απώλειας ακινήτου παραμένει σταθερά υψηλός καθώς 1 στα 5 νοικοκυριά (19,9%) δηλώνει φόβο ότι θα χάσει το ιδιόκτητο σπίτι του λόγω αδυναμίας καταβολής δόσεων ή/και φόρων. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 7,2% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι έχουν βρεθεί αντιμέτωποι με δέσμευση /κατάσχεση λογαριασμών και περιουσιακών στοιχείων λόγω οφειλών. Το ποσοστό αυτό είναι αυξημένο σε σχέση με τα προηγούμενα έτη (4,4% το 2017 και 4% το 2016). Με βάση τα προαναφερόμενα είναι αναγκαίο να συνεχιστεί η προστασία της πρώτης κατοικίας για λόγους κοινωνικής συνοχής.
-Το 36,7% των νοικοκυριών δήλωσε ότι έχει δανειακές υποχρεώσεις προς τράπεζες (κάρτες δανείων, καταναλωτικά, στεγαστικά δάνεια). Από αυτά τα νοικοκυριά σχεδόν 1 στα 3 (27,7%) έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές. Αντίστοιχα 1 στα 3 (28,4%) νοικοκυριά δηλώνει ότι κατά το τρέχον έτος δεν θα καταφέρει να ανταποκριθεί στις οφειλές του.
-Το συνολικό ύψος των δανείων των νοικοκυριών ανέρχεται, με βάση στοιχεία της ΤτΕ σε 78,4 δισ. ευρώ. Τα 61,7 δισ.ευρώ αφορούν στεγαστικά δάνεια και τα 16,7 δισ.ευρώ καταναλωτικά δάνεια. Τα μη εξυπηρετούμενα στεγαστικά δάνεια των νοικοκυριών ανέρχονται στο 44,7%.
ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ- ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΖΩΗΣ
-Εμφανή βελτίωση σχεδόν όλων των δεικτών κατανάλωσης, καταγράφονται στην φετινή έρευνα σε σχέση με τις προηγούμενες. Ωστόσο σε ευρείες ομάδες αγαθών και υπηρεσιών συνεχίζεται η πτωτική πορεία της εγχώριας ζήτησης. Σχετικά με τις τάσεις κατανάλωσης, μεγάλο τμήμα του πληθυσμού σημείωσε περικοπές στις δαπάνες ένδυσης- υπόδησης (45,8%), στις εξόδους (42,7%) και τα ειδή δώρων (38,9%). Από την άλλη σημαντική βελτίωση καταγράφεται σε βασικούς δείκτες. Στα είδη διατροφής μείωση στις δαπάνες δήλωσε το 25,2% (40,2% το 2017) ενώ αύξηση το 26% (22,1% το 2017).
Επίσης για υγεία – φάρμακα μείωση στις δαπάνες δήλωσε το 6,9% (12,4% το 2017) και αύξηση το 30,7% (31,1% το 2017). Ωστόσο ο αριθμός των νοικοκυριών που κάνει δαπάνες για την υγειονομική και φαρμακευτική περίθαλψη και τη θέρμανση παραμένει σημαντικά υψηλός. Η τάση αυτή παγίωσης της ιδιωτικής δαπάνης για την εξασφάλιση αγαθών κοινωνικού χαρακτήρα (υγεία) αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για την κοινωνική ευημερία εν γένει.
-Βελτίωση σε σχέση με τις προηγούμενες χρονιές καταγράφεται και στους δείκτες κάλυψης βασικών αναγκών. Το 43,6% των νοικοκυριών δήλωσε ότι ανέβαλλε ή καθυστέρησε να λάβει ιατρικές συμβουλές και θεραπείας λόγω οικονομικής αδυναμίας. Περίπου 1 στα 3 νοικοκυριά έχει καθυστερήσει να επισκευάσει κάποια οικιακή ηλεκτρική συσκευή και να κάνει την απαραίτητη συντήρηση στο αυτοκίνητο. Παράλληλα, πάνω από 1 στα 5 νοικοκυριά καθυστερεί να εξοφλήσει τα κοινόχρηστα.
-Αύξηση, σημείωσε η χρήση του πλαστικού χρήματος για την κάλυψη των υποχρεώσεων του νοικοκυριού. Τα στοιχεία της έρευνας δείχνουν παγίωση της μεταβολή των τάσεων σχετικά με τις συναλλακτικές συμπεριφορές των καταναλωτών, καθώς πλέον το 80,4% των νοικοκυριών χρησιμοποιεί πλαστικό χρήμα και e-banking για αγορά αγαθών και πληρωμή λογαριασμών, ενώ το 19,6% προτιμά να πληρώνει μόνο με μετρητά (από 22,8% στην προηγούμενη μέτρηση). Είναι προφανές πως έχουν δημιουργηθεί όλες οι προϋποθέσεις για εξορθολογισμό ή και εξάλειψη ακόμα υπέρογκων τραπεζικών χρεώσεων και θα πρέπει να υπάρξει ένα πλαίσιο συμμόρφωσης των τραπεζών με τις οδηγίες της ΤτΕ για τη διευκόλυνση της μετάβασης στη νέα ψηφιακή εποχή για το σύνολο του πληθυσμού
enikos