Η πρώτη που έβαψε τα χέρια της με «αίμα» ήταν η Βάλτραουντ Βάγκνερ… Και τα κίνητρά της ήταν
αρχικά πολύ διαφορετικά. Σχεδόν ανθρωπιστικά, θα έλεγε κανείς. Μια 77χρονη τρόφιμος που έπασχε από
ανίατη ασθένεια της ζήτησε να προβεί σε υποβοηθούμενη αυτοκτονία, παρακαλώντας την να δώσει τέρμα
στην ζωή τους αφού δεν άντεχε άλλο. Και πράγματι, με μια ενδοφλέβια χορήγηση μορφίνης η επιθυμία της
έγινε πράξη.
Όπως όμως αποκάλυψε αργότερα η ίδια στην απολογία της, εκείνο το βράδυ ένιωσε από πρώτο χέρι τι
σημαίνει το να μπορεί κάποιος να το «παίξει» Θεός. Μιλώντας με απίστευτο θράσος και κυνισμό, έφτασε
στο σημείο να πει ότι θεώρησε πολύ «διασκεδαστική» αυτή την εμπειρία για να την σταματήσει και πολύ
ωραία για να μην την μοιραστεί με άλλους. Και κάπως έτσι μύησε σε μια «εταιρεία δολοφόνων», όπως
αποδείχτηκε, άλλες τρεις γυναίκες, επίσης νοσοκόμες.
Τα κίνητρα τους στην αρχή ήταν διαφορετικά. Κυρίως οικονομικά, αφού αναλάμβαναν να… διευκολύνουν
καταστάσεις με το αζημίωτο. Από τα χέρια τους ερχόταν το μοιραίο στις περιπτώσεις που ο Θεός αργούσε να
το κάνει. Στην πορεία όμως –και πέρα από τα αρχικά κίνητρά τους- λέρωσαν τόσο την ψυχή τους ώστε να το
κάνουν καθαρά για σαδιστικούς λόγους.
Και αυτό αποδείχθηκε από τις μεθόδους δράσης τους. Αρχικά δολοφονούσαν ηλικιωμένους ασθενείς
χορηγώντας τους φονικές δόσεις από διάφορα σκευάσματα σε ενέσιμη μορφή. Σύντομα όμως
διαπίστωσαν ότι αυτό δεν τους ήταν αρκετό, με αποτέλεσμα να «εφεύρουν» άλλους τρόπους. Πολύ πιο
επώδυνους και οδυνηρούς για τους άλλους και πολύ πιο ευχάριστους για τις ίδιες και τις σατανικές ορέξεις
τους.
Αυτός ο άλλος τρόπος προϋπόθετε την ενεργητική συμμετοχή όλων τους και τους προσέφερε πολύ παραπάνω
ικανοποίηση, όσο απάνθρωπο κι αν είναι αυτό. Οι δύο από αυτές κρατούσαν τον ασθενή ακίνητο, ενώ
είχε τις αισθήσεις του, η τρίτη του σφράγιζε την μύτη, την ίδια ώρα που η τελευταία της παρέας
έριχνε νερό στο στόμα του θύματος μέχρι εκείνο να πνιγεί και να φτάσει σε ένα τέλος αγωνιώδες και
φρικτό…
Κάθε δολοφονία τους έδινε ακόμη μεγαλύτερη ικανοποίηση, αλλά παράλληλα δεν προκαλούσε κορεσμό ώστε
να θέσουν ένα τέλος στην εγκληματική δράση τους. Αντίθετα, κάθε νέος θάνατος έφερνε ακόμη
περισσότερη επιθυμία και σαν εξαρτημένες από κάποια ουσία οι τέσσερις νοσοκόμες επέστρεφαν για να
πάρουν την «δόση» τους.
Εκτός από αδίστακτες, όμως, άρχισαν να γίνονται ολοένα και πιο προκλητικές. Σαν να μην έφτανε
το γεγονός ότι δολοφονούσαν ανυποψίαστους και ανυπεράσπιστους γέροντες, έφτασαν στο σημείο να
καυχιούνται για αυτό και να μιλάνε λες και δεν επρόκειτο ποτέ να αποκαλυφθεί η δράση τους.
Κάποιες από αυτές τις ανατριχιαστικές συνομιλίες τις άκουσε ένας από τους γιατρούς του νοσοκομείου
που αρχικά δεν τολμούσε να πιστέψει στα αυτιά του και να δεχτεί ότι κάτι τέτοιο μπορεί να συνέβαινε χωρίς
κανείς ποτέ να έχει υποπτευθεί οτιδήποτε. Έσπευσε, βέβαια, ως όφειλε να ενημερώσει την αστυνομία η
οποία έστησε μια επιχείρηση προκειμένου να τις παγιδεύσει και να δέσει την υπόθεση ώστε να οδηγηθούν
στην δικαιοσύνη.
Μετά από έρευνα που κράτησε 6 εβδομάδες, οι Αρχές πέρασαν χειροπέδες στις τέσσερις γυναίκες οι οποίες
συνελήφθησαν τελικά στις 7 Απριλίου 1989. Συνολικά ομολόγησαν και δήλωσαν ένοχες για 49 δολοφονίες,
αν και κυριαρχεί η άποψη ότι ο πραγματικός αριθμός των θυμάτων τους ήταν πολλαπλάσιος, με κάποιους να
κάνουν λόγο για 200 νεκρούς.
Η Βάγκνερ, η οποία θεωρήθηκε «εγκέφαλος» καταδικάστηκε σε ισόβια και την ίδια ποινή επέβαλε το δικαστήριο
και στην Λάιντοφ. Αντίθετα, οι Μέγερ και Γκρούμπερ τιμωρήθηκαν με 15ετή κάθειρξη.