«Δεν άξιζε τέτοιος θάνατος στη θεία μου. Δεν είχε πειράξει στη ζωή της κανέναν. Πάλεψε πριν φύγει από τη ζωή. Είδαμε φωτογραφίες από την αστυνομική έρευνα. Πραγματικά δεν αξίζει τέτοιο τέλος σε κανέναν».
Η Στυλιανή Σπαθούλα ανιψιά της Χρυσούλας Σπαθούλα που βρήκε τραγικό θάνατο σε ηλικία 71 ετών στο σπίτι της στο Διμήνι τον Απρίλιο του 2002 όταν ήρθε αντιμέτωπη με ληστές, μιλώντας στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ λέει ότι οι υπαίτιοι της στυγερής δολοφονίας πρέπει να οδηγηθούν στη Δικαιοσύνη και να τιμωρηθούν για τις πράξεις τους έστω και μετά από δεκαοχτώ ολόκληρα χρόνια.
Η σύλληψη του 43χρονου Αλβανού για τη δολοφονία της άτυχης 71χρονης προχθές το πρωί ξύπνησε μνήμες φρίκης στην οικογένειά της. Ο πατέρας της Αργύρης έφυγε από τη ζωή με τον καημό ότι δεν βρέθηκαν ποτέ οι δολοφόνοι της αδερφής του. «Ηταν τραγικό αυτό που συνέβη», λέει ανοίγοντας την καρδιά της στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ.
Ολόκληρο το Διμήνι επέστρεψε χθες δεκαοχτώ χρόνια πίσω. Δεν είχε συμβεί ποτέ ξανά κάτι παρόμοιο. Στα καφενεία συζητούσαν τη σύλληψη του 43χρονου. Όλοι γνώριζαν την Χρυσούλα Σπαθούλα που είχε γεννηθεί και μεγαλώσει στο Διμήνι. Εμενε μόνη στο πατρικό της σπίτι αφιερώνοντας τη ζωή της στα ζώα που αγαπούσε πολύ. Ηταν αγαπητή σε όλο τον κόσμο.
Κανένας δεν περίμενε ότι θα υπήρχε εξέλιξη στις αστυνομικές έρευνες. Εντούτοις τα σύγχρονα ηλεκτρονικά μηχανήματα δίνουν στις μέρες περισσότερα στοιχεία για τα αποτυπώματα. Ετσι ένα αποτύπωμα στο πόμολα της πόρτα της κρεβατοκάμαρας της 71χρονης ταυτοποιήθηκε και έδωσε στοιχεία για τον βασικό ύποπτο του φόνου.
Ικανοποίηση για τη σύλληψη
«Χαιρόμαστε πραγματικά που βρέθηκε ο δράστης. Πρέπει επιτέλους να δικαιωθεί η μνήμη της θείας μου. Ηταν ένας πολύ καλός άνθρωπος, απλός. Αγαπούσε πολύ τα ζώα και αφιέρωνε εκεί τα χρήματά της, μία μικρή σύνταξη που λάμβανε από το ΙΚΑ. Ηθελε να ζει έτσι και ήταν δικαίωμά της», λέει η κ. Στυλιανή.
Η ίδια θυμάται: «Είχαμε σοκαριστεί όταν ενημερωθήκαμε το έγκλημα. Δεν το περιμέναμε. Ηταν Πάσχα. Θα πήγαινε να κοινωνήσει Κυριακή των Βαΐων και στη συνέχεια θα την περιμέναμε. Μόνο ο τρόπος με τον οποίο την σκότωσαν φθάνει. Είχαμε τρελαθεί όλοι στην οικογένεια. Την είχαν μαχαιρώσει στα πλευρά με αιχμηρό αντικείμενο, νομίζω κατσαβίδι».
Η Χρυσούλα Σπαθούλα είχε τρία αδέρφια και ήταν η μεγαλύτερη από τα παιδιά της οικογένειας. Είχε δουλέψει πολύ και είχε πάρει τη ζωή της στα χέρια της γρήγορα. Ηταν δυναμικός άνθρωπος. Δεν ήταν φοβική. Ζούσε μόνη με τη μικρή σύνταξή της. Κατέβαινε κάποιες φορές στον Βόλο για τις τροφές των ζώων και ύστερα επέστρεφε στο πατρικό της, μία παλιά πέτρινη μονοκατοικία.
Σχετικά με τις φήμες ότι η ηλικιωμένη διέδιδε ότι είχε λίρες η κ. Στυλιανή λέει ότι «δεν είχε ακούσει ποτέ κάτι τέτοιο. Δεν είχε τίποτα και στην πραγματικότητα χαλούσε όλη τη σύνταξή της για τα ζώα που φρόντιζε».
Η ανιψιά της Χρυσούλας Σπαθούλα ήταν 32 ετών όταν ενημερώθηκε για το έγκλημα. Ενώ περίμενε με την οικογένειά της τη θεία τους για να περάσουν το Πάσχα γείτονες της άτυχης 71χρονης τους ειδοποίησαν ότι ανησυχούσαν για τη ζωή της επειδή η πόρτα του σπιτιού της ήταν μισάνοιχτη ενώ η άτυχη γυναίκα δεν συνήθιζε να την αφήνει ανοιχτή.
Η δολοφονία
Η 71χρονη βρέθηκε νεκρή μέσα σε λίμνη αίματος κοντά στην είσοδο του σπιτιού της.
Η ιατροδικαστής εντόπισε χτυπήματα στα πλευρά και στο κεφάλι της, εκδορές στο σώμα από σουγιά και μώλωπες στο λαιμό της.
Τα πρώτα στοιχεία της ιατροδικαστικής εξέτασης έδειξαν ότι ο θάνατός της επήλθε 30 περίπου ώρες πριν τον εντοπισμό της και αρχικά η ιατροδικαστής θεωρεί ότι ο θάνατός της επήλθε από κατακλυσμιαία αιμορραγία, αποκλείοντας το ενδεχόμενο της εγκληματικής ενέργειας. Δύο περίπου 24ωρα αργότερα ωστόσο η νεκροψία επιβεβαίωσε τις υποψίες των αστυνομικών, καθώς διαπιστώνει βίαιο θάνατο.
Από την αρχή των αστυνομικών ερευνών θεωρούταν ως πιθανότερο κίνητρο των δραστών της δολοφονίας η ληστεία παρά το γεγονός ότι η εικόνα της οικίας της 71χρονης με τα λιγοστά υπάρχοντα δημιουργούσε ερωτήματα για το τι μπορούσε να αναζητούν οι δράστες της εγκληματικής ενέργειας. Από την άλλη ορισμένες μαρτυρίες ανέφεραν ότι η θανούσα διέδιδε πληροφορίες για χρηματικά ποσά και αρχαία ευρήματα που κρατούσε στο σπίτι της.
Ενώ έψαχναν, η γυναίκα πιθανότατα ξύπνησε από το θόρυβο και τότε ο ή οι δράστες της επιτέθηκαν, χτυπώντας την αλύπητα. Οι κηλίδες αίματος έδειχναν ότι σύρθηκε από το κρεβάτι της μέχρι την πόρτα, ενώ δεν αποκλείεται η ίδια να σύρθηκε μέχρι την έξοδο, προσπαθώντας να τους εμποδίσει, όπου και της έδωσαν το τελειωτικό χτύπημα.
Αναστάτωση στο Διμήνι
Κανένας στο Διμήνι μέχρι σήμερα δεν έχει ξεχάσει το στυγερό έγκλημα. Ο κ. Χρήστος Τόρης θυμάται ότι «πρώτη φορά είχε συμβεί κάτι τέτοιο. Είχαμε συγκλονιστεί. Η γυναικούλα δεν είχε πειράξει ποτέ κανένα. Ηταν ένας ήσυχος άνθρωπος, μία φιλόζωη γυναίκα, που αγαπούσε όλο τον κόσμο».
«Τη σκότωσαν άδικα. Ενα σπιτάκι είχε και μία σύνταξη. Τα χρήματά της ίσα που της έφθαναν να βιοποριστεί. Τη γνωρίζαμε από παιδιά. Δεν είχε ποτέ προστριβές με κανέναν. Στον χωριό μιλούσε με όλο τον κόσμο. Είχε πραγματικά ένα πολύ άδικο τέλος», περιγράφει.
Πηγή: taxydromos.gr