Είναι μία χρονιά που καθορίζει το μέλλον της Γερμανίας και συνδιαμορφώνει το μέλλον της Ευρώπης, ίσως για δεκαετίες. Η φαινομενικά ατελείωτη εποχή Μέρκελ λαμβάνει τέλος και είναι η πρώτη φορά στη μεταπολεμική Γερμανία που καγκελάριος αποχωρεί οικειοθελώς, χωρίς να (φαίνεται ότι) υποκύπτει σε εσωκομματικές πιέσεις ή στα κελεύσματα της κάλπης.
Ποιοί θα συγκυβερνήσουν στο Βερολίνο; Την απάντηση θα δώσουν οι ψηφοφόροι στις 26 Σεπτεμβρίου. Αλλά ήδη τον Ιανουάριο οι Χριστιανοδημοκράτες θα πρέπει να εξηγήσουν στους ψηφοφόρους πώς φαντάζονται οι ίδιοι την απάντηση. Στο συνέδριο της CDU, που γίνεται στις 15 και 16 Ιανουαρίου μέσω τηλεδιάσκεψης, εκλέγεται ο νέος πρόεδρος του κόμματος.Κύριοι υποψήφιοι είναι ο εκλεκτός της κομματικής βάσης και του επιχειρηματικού κόσμου Φρίντριχ Μερτς, ο διανοούμενος πρώην υπουργός Περιβάλλοντος Νόρμπερτ Ρέτγκεν και ο πρωθυπουργός της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας Άρμιν Λάσετ, πιο κοντά στην πολιτική, αλλά και στο στυλ της Μέρκελ. Μιλώντας στην κυριακάτικη έκδοση της Frankfurter Allgemeine Zeitung o Λάσετ φρόντισε να θυμήσει το αυτονόητο: «Από το 2017 συγκυβερνώ στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία με τους Φιλελεύθερους. Εκ πεποιθήσεως, με χαρά και με επιτυχία, θα τολμούσα να πω». Από την πλευρά του ο πρόεδρος των Φιλελευθέρων Κρίστιαν Λίντνερ δηλώνει ότι «σήμερα το FDP είναι σε καλύτερη κατάσταση απ’ ότι πριν τέσσερα χρόνια» και στόχος του είναι «να επιστρέψουν οι Φιλελεύθεροι στην κυβέρνηση». Καγκελάριος Λάσετ με υπουργό Οικονομικών Λίντνερ;
Αυτό το σενάριο, που φαίνεται μακρινό ακόμα, θα σήμαινε ότι μένουν εκτός νυμφώνος οι Σοσιαλδημοκράτες, αλλά και οι Πράσινοι. Ήδη στις ομοσπονδιακές εκλογές του 2017 το Κόμμα των Πρασίνων φάνταζε ως φαβορί για τη δεύτερη θέση, αλλά κάποιες αστοχίες της τελευταίας στιγμής στοίχισαν πολύτιμες ψήφους. Στα μάτια πολλών συντηρητικών ψηφοφόρων οι Πράσινοι φαντάζουν ακόμη μαξιμαλιστές και λαϊκιστές.
Αν κάποιος κατάφερε να ανατρέψει τα στερεότυπα, αυτός είναι ο Βίνφριντ Κρέτσμαν, ηγέτης των Πρασίνων στη Βάδη-Βυρτεμβέργη και από το 2011 πρωθυπουργός. Ένας «πράσινος» πρωθυπουργός στο προπύργιο της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας, στην έδρα της Ντάιμλερ και της Πόρσε; Η συντέλεια του κόσμου, την οποία ανέμεναν πολλοί υπερσυντηρητικοί ψηφοφόροι, τελικά δεν επήλθε. Στα 72 του χρόνια ο Κρέτσμαν κυβερνά με νηφαλιότητα και τώρα διεκδικεί με αξιώσεις την επανεκλογή στη Βάδη-Βυρτεμβέργη, στις τοπικές εκλογές της 14ης Μαρτίου.
Πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το 35% των ψηφοφόρων θα τον προτιμήσει, έναντι μόλις 30% που συντάσσεται με τη νέα επικεφαλής των Χριστιανοδημοκρατών, την κατά 17 χρόνια νεότερή του Σουζάνε Άιζενμαν. Την ίδια μέρα στήνονται κάλπες στο κρατίδιο της Ρηνανίας-Παλατινάτου, όπου η σοσιαλδημοκράτις πρωθυπουργός Μάλου Ντράιερ διεκδικεί την επανεκλογή της.
Τα «δύσκολα» ακολουθούν τον Απρίλιο. Εδώ και χρόνια το μικρό κρατίδιο της Θουριγγίας προκαλεί αίσθηση σε όλη την Ευρώπη καθώς από το 2014 έχει εκλέξει τον πρώτο αριστερό πρωθυπουργό της μεταπολεμικής Γερμανίας, τον Μπόντο Ράμελο, ενώ την ίδια στιγμή προσφέρει πολιτική στέγη στον πιο ακραίο δημαγωγό της εθνολαϊκιστικής AfD, τον Μπιορν Χέκε. Εντελώς κατακερματισμένο ήταν το πολιτικό τοπίο στις τοπικές εκλογές του 2019.
Οι κομματικές καραμπόλες οδήγησαν αρχικά σε μία κυβέρνηση ολίγων ημερών υπό τον Φιλελεύθερο Τόμας Κέμεριχ με τις ευλογίες του Χέκε- την οποία πολλοί επέκριναν ως «προπατορικό αμάρτημα» εξαγνισμού της Ακροδεξιάς- και λίγο αργότερα σε μία τετρακομματική κυβέρνηση μειοψηφίας υπό τον Ράμελο, με τη αίρεση ωστόσο να γίνουν εκλογές, το ταχύτερο δυνατόν. Φέτος λοιπόν, στις 25 Απριλίου, οι ψηφοφόροι της Θουριγγίας καλούνται να δώσουν λύση στο αδιέξοδο.
Λίγο αργότερα, στις 6 Ιουνίου, το έργο επαναλαμβάνεται με άλλους πρωταγωνιστές: στο επίσης ανατολικογερμανικό κρατίδιο της Σαξονίας-Άνχαλτ ο φόβος της AfD είχε οδηγήσει το 2016 σε σχηματισμό τρικομματικής κυβέρνησης υπό τον Χριστιανοδημοκράτη Χάινερ Χάσελχοφ, ο οποίος φέτος διεκδικεί την επανεκλογή του, ενώ μερίδα του κόμματός του φλερτάρει απροκάλυπτα με τους εθνολαϊκιστές.
Πρόσφατα ο Χάσελχοφ απομάκρυνε τον υπουργό Εσωτερικών Χόλγκερ Στάλκνεχτ. Επισήμως οι δύο άνδρες διαφώνησαν σχετικά με την αύξηση του ανταποδοτικού τέλους για τη δημόσια ραδιοτηλεόραση. Πολλοί ωστόσο εκτιμούν ότι ο πραγματικός λόγος της σύγκρουσης ήταν οι διαφωνίες για τις «κόκκινες γραμμές» απέναντι στην Ακροδεξιά.
Δύο δυναμικές γυναίκες για το SPD
Τέλος στις 26 Σεπτεμβρίου, παράλληλα με τις εκλογές για την Ομοσπονδιακή Βουλή, διεξάγονται τοπικές εκλογές στο Βερολίνο και στο ανατολικογερμανικό κρατίδιο Μεκλεμβούργο-Πομερανία. Στο Βερολίνο, πόλη με ισχυρή αριστερή παράδοση, η υπουργός Οικογενειακών Υποθέσεων Φραντσίσκα Γκίφαϊ εξελέγη πρόσφατα επικεφαλής της τοπικής οργάνωσης του SPD και κατεβαίνει στις εκλογές με στόχο να διαδεχθεί τον σημερινό δήμαρχο Μίχαελ Μίλερ. Είναι σαφές ότι η Γκίφαϊ, από τα πιο δημοφιλή στελέχη του SPD, εγγράφει υποθήκη για υψηλότερα αξιώματα.
Tο ίδιο ισχύει για την Μανουέλα Σβέζιγκ, δημοφιλή πρωθυπουργό του Μεκλεμβούργου, η οποία τα τελευταία χρόνια έδωσε με επιτυχία τη μάχη με τον καρκίνο και τον Σεπτέμβριο καλείται να δώσει μία καθοριστική πολιτική μάχη απέναντι στους Χριστιανοδημοκράτες, που ανεβαίνουν στις δημοσκοπήσεις. Για τις εθνικές εκλογές πάντως, οι Σοσιαλδημοκράτες έχουν ήδη ανοίξει τα χαρτιά τους, ορίζοντας ως υποψήφιο για την καγκελαρία τον σημερινό υπουργό Οικονομικών Όλαφ Σολτς.
Κατά γενική ομολογία οι εκλογές στα ομόσπονδα κρατίδια κρίνονται με βάση περισσότερο την τοπική ατζέντα και λιγότερο τους συσχετισμούς δυνάμεων στο Βερολίνο. Ωστόσο κάθε αναμέτρηση στέλνει το δικό της μήνυμα. Θεωρείται δεδομένο, για παράδειγμα, ότι αν ο Άρμιν Λάσετ δεν είχε επανεκλεγεί στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία τo 2017, δύσκολα θα διεκδικούσε την προεδρία της CDU στο συνέδριο του Ιανουαρίου. Μία (μάλλον απίθανη) πανωλεθρία των Πρασίνων στη Βάδη-Βυρτεμβέργη τον Μάρτιο δεν προδικάζει τίποτα καλό για τις εθνικές εκλογές του Σεπτεμβρίου. Όσο για την AfD, η συμμετοχή στην τοπική κυβέρνηση της Σαξονίας-‘Ανχαλτ θα της προσέφερε άλλα διαπιστευτήρια ενόψει των εκλογών για την Ομοσπονδιακή Βουλή.