Πριν από µερικές ηµέρες, ο περιφερειάρχης Θεσσαλίας ∆ηµήτρης Κουρέτας συγκάλεσε σύσκεψη στη Λάρισα στην οποία συµµετείχαν βουλευτές, αυτοδιοικητικοί και εκπρόσωποι παραγωγικών φορέων. Στη σύσκεψη αυτή παρουσίασε στοιχεία αδειοδότησης φωτοβολταϊκών στη Θεσσαλία, εκφράζοντας την ανησυχία του για την άναρχη επέκτασή τους στην αγροτική γη.
«Σύµφωνα µε στοιχεία της Ρυθµιστικής Αρχής Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων (ΡΑΑΕΥ), τα φωτοβολταϊκά που έχουν ήδη εγκατασταθεί στη Θεσσαλία καταλαµβάνουν έκταση 38.000 στρεµµάτων», εξηγεί στην «Κ». «Επιπλέον, οι άδειες που έχουν δοθεί αντιστοιχούν περίπου σε 374.000 στρέµµατα, που αντιστοιχεί στο 8,4% της καλλιεργήσιµης γης της Θεσσαλίας. Αυτό σηµαίνει ότι έχει δεσµευτεί τουλάχιστον για την επόµενη 20ετία –γιατί τέτοιας διάρκειας είναι τα συµβόλαια που γίνονται µε τους ιδιοκτήτες της γης– ένα µεγάλο µέρος της παραγωγικής γης».
Περαιτέρω, ο κ. Κουρέτας εκτιµά ότι ένα σηµαντικό τµήµα των γνωµοδοτήσεων που έδωσε η περιφέρεια τα προηγούµενα χρόνια, στο πλαίσιο αδειοδότησης νέων φωτοβολταϊκών πάρκων, βεβαίωνε ψευδώς ότι δεν θα εγκατασταθούν σε γη υψηλής παραγωγικότητας.
ΓΗ ΑΠΟ ΑΝΑΔΑΣΜΟΥΣ
Σύµφωνα µε στοιχεία της περιφέρειας, που βρίσκονται στη διάθεση της «Κ», έχουν ήδη εντοπιστεί 12 περιπτώσεις που το 2021 είχε δοθεί γνωµοδότηση ότι επρόκειτο για γη χαµηλής παραγωγικότητας, ενώ επρόκειτο για εκτάσεις που προήλθαν από αναδασµούς (κάτι που σχεδόν εξ ορισµού συνεπάγεται την υψηλή παραγωγικότητα). Οι υπηρεσίες εκτιµούν ότι οι περιπτώσεις που θα έρθουν στο φως θα είναι πολλές δεκάδες, καθώς αυτές οι 12 προέκυψαν µέσα από έναν σύντοµο δειγµατοληπτικό έλεγχο. Το ερώτηµα που προκύπτει βέβαια είναι γιατί δίνονταν οι ψευδείς βεβαιώσεις, αν δηλαδή υπήρχε οικονοµικό αντικείµενο ή πολιτική πίεση στους υπαλλήλους, κάτι που µόνο µέσω δικαστικής έρευνας µπορεί να διαπιστωθεί.
Εµµέσως πλην σαφώς, τα πυρά του κ. Κουρέτα στρέφονται κατά της προηγούµενης αρχής της περιφέρειας. «Στα φωτοβολταϊκά, την άδεια τη δίνει η Αποκεντρωµένη ∆ιοίκηση. Οι υπηρεσίες της περιφέρειας γνωµοδοτούν προς το περιφερειακό συµβούλιο, που τελικά γνωµοδοτεί θετικά ή αρνητικά», επισηµαίνει ο Κώστας Αγοραστός, τέως περιφερειάρχης Θεσσαλίας. «Ως περιφερειακός σύµβουλος, ο κ. Κουρέτας υπερψήφισε τα προηγούµενα χρόνια 110 άδειες». Σύµφωνα µε τον κ. Αγοραστό, το 2019 πήγαν προς γνωµοδότηση στο περιφερειακό συµβούλιο Θεσσαλίας 9 περιπτώσεις, εκ των οποίων στις 8 η γνωµοδότηση ήταν θετική. Το 2020 εξετάστηκαν 3 περιπτώσεις (στις 2 θετική γνωµοδότηση). Το 2021 εξετάστηκαν 62 περιπτώσεις (54 θετικά) και το 2022 ακόµα 101 περιπτώσεις (45 θετική γνωµοδότηση, 33 αρνητική, οι υπόλοιπες δεν εξετάστηκαν εκείνη τη χρονιά).
«Οι αλλαγές στη νοµοθεσία είναι συνεχείς. Για παράδειγµα, εκτάσεις που προέρχονται από αναδασµό θεωρούνταν γη υψηλής παραγωγικότητας. Το 2023 όµως µε µια ρύθµιση προβλέφθηκε ότι αν έχουν περάσει 40 χρόνια από τον αναδασµό, τότε αυτός ο χαρακτηρισµός µπορεί να “αποφευχθεί”», εξηγεί ο Νίκος ∆αναλάτος, διευθυντής του Εργαστηρίου Γεωργίας στη Γεωπονική Σχολή του Πανεπιστηµίου Θεσσαλίας. «Ουσιαστικά σήµερα τον χαρακτηρισµό, υψηλής ή χαµηλής παραγωγικότητας, τον δίνει µια διεύθυνση της εκάστοτε περιφέρειας, µε ό,τι αυτό σηµαίνει για τις πιέσεις που µπορούν οι υπάλληλοι να δεχθούν από τους πολιτικούς προϊσταµένους τους. Οσον αφορά τη Θεσσαλία, υπάρχει εδαφολογικός χάρτης που έχει καταρτιστεί εδώ και πολλά χρόνια από το Ινστιτούτο Ταξινόµησης και Χαρτογράφησης Εδαφών Λάρισας, στον οποίο καταγράφονται ποια είναι τα πιο εύφορα εδάφη. Το ζήτηµα είναι κατά πόσο τον χρησιµοποιούν οι υπηρεσίες».
Εκτός από τη νοµική διάσταση της υπόθεσης, υπάρχει και η οικονοµική. «Οι εταιρείες των φωτοβολταϊκών προσφέρουν στους ιδιοκτήτες της γης 200 ευρώ ανά στρέµµα για να µισθώσουν τα χωράφια τους για τα επόµενα 20 χρόνια», σηµειώνει ο κ. ∆αναλάτος. «Τα χρήµατα αυτά δεν υπάρχει περίπτωση να τα βγάλει ένας αγρότης δουλεύοντας ο ίδιος το χωράφι του – στην πραγµατικότητα, ούτε τα µισά. Οπότε το δέλεαρ είναι µεγάλο. Από την άλλη πλευρά, πρέπει να αναλογιστούµε την προστιθέµενη αξία των γεωργικών προϊόντων για την οικονοµία. Για παράδειγµα, για τη συνολική κατανάλωση ψωµιού στην Ελλάδα απαιτείται ένα εκατοµµύριο τόνοι αλεύρι ετησίως, το οποίο πωλείται σε 13.000 φούρνους. Η προστιθέµενη αξία του ψωµιού ετησίως είναι περί τα 3 δισ. ευρώ, από τα οποία οι γεωργοί λαµβάνουν (για το αλεύρι) τα 60-80 εκατ. ευρώ. Εποµένως δεν µπορείς να αφήσεις ανενόχλητη την αγορά γιατί οι αγρότες έχουν περιορισµένο εισόδηµα και συνεπώς είναι ευάλωτοι να δώσουν τα χωράφια τους. Εδώ χρειάζεσαι µια πατριωτική πολιτική. Ας µη συζητήσουµε πόσο παράλογο είναι στη Θεσσαλία οι προτιµώµενες ΑΠΕ να είναι τα φωτοβολταϊκά και όχι οι εγκαταστάσεις παραγωγής πράσινης ενέργειας από βιοµάζα».
ΥΠΕΡΒΑΣΕΙΣ
«∆εν νοµίζω ότι υφίσταται η εκτεταµένη παρανοµία που φοβάται η περιφέρεια, ως προς τη γη υψηλής παραγωγικότητας. Αυτό που όµως σίγουρα έχει συµβεί είναι η υπέρβαση του ανώτατου ορίου της καλλιεργήσιµης γης, που µπορεί να διατεθεί για φωτοβολταϊκά», τονίζει ο ∆ηµήτρης Ντογκούλης, πρόεδρος του ΓΕΩΤΕΕ Κεντρικής Ελλάδας. «Υπάρχει βέβαια ένα ζήτηµα στον τρόπο που ένα περιφερειακό ή ένα δηµοτικό συµβούλιο γνωµοδοτεί υπέρ ή κατά ενός έργου, καθώς η γνωµοδότηση αυτή είναι κρίσιµη για την αδειοδότηση του έργου. Το προφανές είναι ότι µας λείπει η εφαρµογή ενός σοβαρού πλαισίου για την προστασία της αγροτικής γης, υψηλής ή χαµηλής παραγωγικότητας. Θα σας δώσω ένα παράδειγµα. Αυτή την περίοδο στην περιοχή των Φαρσάλων και της επαρχιακής οδού Λάρισας – Φαρσάλων κατασκευάζονται φωτοβολταϊκά σε εκτάσεις άνω των 10.000 στρεµµάτων. Η γη αυτή παρήγε σιτάρι ή κριθάρι, αποδίδοντας στον αγρότη µόλις 40 ευρώ το στρέµµα. Ποιος αγρότης λοιπόν δεν θα δεχόταν τα 200 ευρώ/στρέµµα για 20 χρόνια; Και έτσι η πολιτεία αφήνει όχι µόνο να “ξηλώνονται” παραγωγικές γαίες, αλλά να αποµακρύνονται οι αγρότες από τη γη».
Η αδυναµία (ή απροθυµία) ουσιαστικού ελέγχου, τόσο για τη µετατροπή της γης υψηλής παραγωγικότητας σε υποδοχέα ΑΠΕ, όσο και του «κόφτη» του 1% και οι συνέπειες όλης αυτής της κατάστασης στην αγροτική παραγωγή είναι η µία πλευρά της υπόθεσης. Η άλλη πλευρά αφορά και τη βιωσιµότητα αυτού του σχήµατος παραγωγής ενέργειας. «Είναι λογικό να είναι ελκυστικός ο Θεσσαλικός Κάµπος, επειδή το κόστος της επένδυσης είναι πολύ µικρότερο: η γη δεν έχει σηµαντικές κλίσεις, βρίσκεται κοντά σε υφιστάµενα δίκτυα», λέει στην «Κ» υψηλόβαθµο στέλεχος της ΡΑΑΕΥ (υπό τον όρο της ανωνυµίας). «Ο έλεγχος του είδους της αγροτικής γης ή της τήρησης του 1% εκφεύγει του ρόλου της ρυθµιστικής αρχής. Για εµάς το ζήτηµα είναι κατά πόσο αυτά τα έργα θα είναι οικονοµικά βιώσιµα, λόγω της υπερπροσφοράς. ∆ίνεται µεγάλος αριθµός αδειών σε ΑΠΕ επειδή υπάρχει µεγάλο επενδυτικό ενδιαφέρον, αλλά η ζήτηση για ενέργεια δεν είναι αντίστοιχη. Η συζήτηση αυτή θα πρέπει κάποια στιγµή να ανοίξει».
Παραγωγικές εκτάσεις που απέδιδαν 40 ευρώ/ στρέµµα στους αγρότες, µισθώνονται από εταιρείες φωτοβολταϊκών έναντι 200 ευρώ/ στρέµµα για χρονικό διάστηµα 20 ετών.
Πηγή: Εφημερίδα Καθημερινή (φωτό αρχείου)