Και το όνομα αυτού, Γιώργος Φούντας!
Ενσαρκώνοντας πάντα ρόλους που πρόβαλλαν την ρώμη, το σθένος και την καλώς εννοούμενη παλικαριά,
ο Έλληνας καλλιτέχνης είχε ξεχωρίσει μέσα από πολλές συμμετοχές στον κινηματογράφο, με ορισμένες από
τις πρωταγωνιστικές ερμηνείες του να μένουν πραγματικά αλησμόνητες και βαθιά χαραγμένες στη μνήμη
τόσο του κοινού όσο και των ανθρώπων του σινεμά.
Τα επόμενα χρόνια ο Γιώργος Φούντας πρωταγωνίστησε και σε άλλα έργα που έλαβαν διεθνή προβολή, σε μια
εποχή χρυσή για τον ελληνικό κινηματογράφο. Το 1960 συμμετέχει ξανά στο πλευρό της Μελίνας Μερκούρη
στο ιστορικό «Ποτέ την Κυριακή» , το οποίο προτάθηκε για πέντε Όσκαρ και τελικά κέρδισε εκείνο της
μουσικής την οποία είχε γράψει ο αξεπέραστος Μάνος Χατδιδάκις.
Την ίδια περίοδο πρωταγωνιστεί σε ακόμη δύο ταινίες που έφτασαν να κερδίσουν υποψηφιότητες σε διεθνή
φεστιβάλ, αλλά και στα βραβεία της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Τόσο στα «Κόκκινα
Φανάρια» του Μιχάλη Κούνδουρου, που για πολλούς θεωρείται η κορυφαία ερμηνεία της καριέρας του,
όσο και στο «Αμέρικα, Αμέρικα» που το υπέγραφε ο παγκοσμίου φήμης ελληνικής καταγωγής σκηνοθέτης,
Ελίας Καζάν! Η ταινία κέρδισε ένα Όσκαρ (είχε 4 υποψηφιότητες) αλλά και Χρυσή Σφαίρα, ενώ την
επόμενη χρονιά κιόλας, ο Φούντας είχε την τιμή να συμμετάσχει –και μάλιστα σε σημαντικό ρόλο- σε άλλη
μια ιστορική ταινία και συγκεκριμένα στον θρυλικό «Ζορμπά», ακόμα ένα φιλμ που έφτασε μέχρι το κόκκινο
χαλί του Kodak Theatre!
Με τέτοιο βιογραφικό δεν φαίνεται παράξενο να εξετάστηκε η περίπτωσή του για τον ρόλο του Τζέιμς
Μποντ το 1969. Ο –συγχωρεμένος πια- Σον Κόνερι ήθελε να κάνει ένα διάλειμμα και να δοκιμάσει άλλα
πράγματα στην καριέρα του και οι παραγωγοί έψαχναν τον επόμενο ηθοποιό που θα ενσάρκωνε τον
ακαταμάχητο πράκτορα. Σύμφωνα με τις διηγήσεις, ο Φούντας εμφανίστηκε αρνητικός αρχικά, αλλά
πιέστηκε ακόμη και από τους ανθρώπους της Φίνος Φιλμς να περάσει –έστω- από ένα δοκιμαστικό. Άλλωστε
γνώριζαν καλά ότι μια τέτοια κίνηση δεν θα απογείωνε μόνο την καριέρα του Φούντα, αλλά και το ελληνικό
σινεμά στο σύνολό του.
Πάντα σύμφωνα με όσα ακούγονταν εκείνη την εποχή, οι παραγωγοί της Eon Productions που είχαν τότε τα
δικαιώματα της σειράς ταινιών 007, έφτασαν σε δύο τελικούς υποψήφιους για τον ρόλο. Ο ένας ήταν ο
Γιώργος Φούντας και ο άλλος ο Τζορτζ Λέιζενμπι. Ο Αυστραλός δεν είχε ούτε κατά διάνοια εμπειρία που
να μπορούσε να συγκριθεί με εκείνη του Έλληνα ηθοποιού, ο οποίος ήταν ήδη φτασμένος, γνωστός στο
εξωτερικό και καταξιωμένος στην Ελλάδα, σε αντίθεση με εκείνον που ως τότε είχε παίξει μόνο σε διαφημίσεις.
Διέθετε, όμως, δύο σημαντικά πλεονεκτήματα που έγειραν την πλάστιγγα υπέρ του. Ήταν 15 χρόνια νεότερος,
ενώ τα αγγλικά ήταν η μητρική γλώσσα του, την ίδια ώρα που ο Φούντας γνώριζε απλά τα βασικά και θα
ήταν πολύ δύσκολο να καταφέρει όχι μόνο να εμπλουτίσει τις γνώσεις του αλλά και να πετύχει την ιδιαίτερη,
φλεγματική προφορά που αποτελούσε το σήμα κατατεθέν του Τζέιμς Μποντ.
Έτσι, τελικά επιλέχθηκε ο Τζορτζ Λέιζενμπι ο οποίος πρωταγωνίστησε στο «Στην υπηρεσία της Αυτής
Μεγαλειότητας». Ο Αυστραλός στα 29 του χρόνια μόλις έγινε τότε ο νεότερος ηθοποιός που ενσάρκωνε
τον θρυλικό πράκτορα και ο μόνος μη Ευρωπαίος, αλλά στη συνέχεια «κέρδισε» και μια καθόλου θετική
πρωτιά, καθώς αποδείχθηκε ο μοναδικός ως τότε καλλιτέχνης που έπαιξε μόνο μια φορά τον 007. Στη θέση
του θα μπορούσε να ήταν ο Γιώργος Φούντας…