Του Άρη Ι. Τάτση.
Στο επαναστατημένο Μεσολόγγι κουμάντο έκανε ο Αλέξανδρος
Μαυροκορδάτος, αρχηγός του αγγλικού κόμματος. “Τεσσαρομάτη” τον έλεγε ο
Καραϊσκάκης, επειδή φορούσε γυαλιά. Όχι πως ο Μαυροκορδάτος είχε τίποτε
προσωπικό με τον Καραϊσκάκη, αλλά του “έκοβε τη μανέστρα”, ήταν εμπόδιο στα
προδοτικά σχέδιά του. Γι’ αυτό του έκανε τη ζωή δύσκολη με τις διαταγές του. Όταν
είδε ότι δεν κατάφερνε τίποτα, αποφάσισε να τον βγάλει από τη μέση.
Έστησε μια σκευωρία εις βάρος του. Μια ψεύτικη κατηγορία ότι δήθεν ήταν
προδότης. Ορίστηκε δίκη που θα διεξαγόταν μέσα σε μια εκκλησιά στο Μεσολόγγι.
Ο Καραϊσκάκης είχε στις διαταγές του 1.500 παλικάρια. Δεν έφταναν οι
δυνάμεις του Μαυροκορδάτου για τα βάλουν μαζί του αν αψηφούσε το δικαστήριο.
Έτσι όμως, αν φυγοδικούσε, θα φαινόταν στα μάτια των συμπατριωτών του ότι
ομολογεί την κατηγορία.
Δεν κοιμόταν όρθιος. Ήξερε τι τον περίμενε. Η σύνθεση του δικαστηρίου ήταν
πιασμένη από τον Μαυροκορδάτο που τη διόρισε και την είχε έτοιμη την απόφαση.
Ποια απόφαση; Με κατηγορία για εσχάτη προδοσία σε περίοδο πολέμου θέλει και
ρώτημα;
Στη σύνθεση του δικαστηρίου κατόπιν εντονότατων πιέσεων του Ιωάννη
Κωλέττη, αρχηγού του γαλλικού κόμματος, είχε καταφέρει να παρεισφρύσει ο Γαλάνης
Μεγαπάνου. Το σχέδιο του Κωλέττη ήταν να καταφέρει αρχικά να σώσει τον
Καραϊσκάκη από τα νύχια του Μαυροκορδάτου κι ακολούθως, αφού αυτός θα του
χρωστούσε χάρη που τον έσωσε, να τον φέρει με τα νερά του.
Τα ζύγιασε τα πράματα ο Καραϊσκάκης. Δύσκολη απόφαση. Πήγε.
Δεν ήταν πέρα βρέχει. Πρώτα έζωσε το Μεσολόγγι με τους πολεμιστές του και
μετά φρόντισε πάνω από το μισό ακροατήριο να αποτελείται από τα πρωτοπαλίκαρά
του, που περίμεναν ένα νεύμα του καπετάνιου τους για να βγάλουν την κουμπούρα που
είχαν κάτω από τη φουστανέλα τους.
Κι άρχισε το πανηγύρι.
Οι δικαστές κατάλαβαν. Έχασαν τη γη κάτω από τα πόδια τους, έτρεμε η φωνή
τους, τους έπεφταν τα χαρτιά από τα χέρια και κυρίως ρωτούσαν άσχετα. Ο
Καραϊσκάκης σα να μη συνέβαινε τίποτα απαντούσε ακόμα πιο άσχετα. Πέρασαν ώρες
πολλές και η δίκη είχε βαλτώσει.
Αφού είδαν κι απόειδαν οι μαυροκορδατικοί έδωσαν το λόγο στον Μεγαπάνου.
Ούτε σ’ αυτόν απέδωσε σεβασμό ο Καραϊσκάκης. Αντί με το κανονικό του όνομα τον
αποκαλούσε “κύριο Πάνο”.
Άρχισε λοιπόν να τον μαλώνει ο Μεγαπάνου, “όλο λέγεις και λέγεις, βρε
Καραϊσκάκη”.
“Τι να με κάνεις, κύριε Πάνο, έχω αυτό το χούι”, απάντησε.
“Και γιατί να έχεις χούι, βρε Καραϊσκάκη, πενήντα χρονών έγινες κι ακόμα έχεις
χούι;”, ξαναμάλωσε ο Μεγαπάνου.
Δεν άντεξε ο Καραϊσκάκης κι απάντησε “κι εσύ, κύριε Πάνο, ογδόντα χρονών
έγινες κι ακόμα έχεις το χούι και γαμείς”. Κι ήταν αλήθεια πως οι φήμες έλεγαν ότι ο
Μεγαπάνου συνέχιζε και σ’ αυτή την ηλικία να είναι μπερμπάντης.
Καταλαβαίνετε ότι μέσα στην εκκλησιά δεν έμεινε άντερο από το γέλιο. Ο
δημόσιος κατήγορος αναγκάστηκε να διακόψει τη δίκη. Κι όλο το Μεσολόγγι
αναρωτιόταν “που βρέθηκε τέτοιος πουτζιαράς”.
Ο Μαυροκορδάτος που ήθελε απεγνωσμένα την καταδίκη του Καραϊσκάκη
οργάνωσε δεύτερη παρωδία δίκης χωρίς θεατές και χωρίς κατηγορούμενο. Τι απέγινε
μπορείτε να το βρείτε στο βιβλίο του Ν. Αναστασόπουλου “Γεώργιος Καραϊσκάκης, ο
γιος της καλογριάς” ( https://www.bookworld.gr/gr/book/bkid/58291/georgios-
karaiskakis ). Εκεί θα βρείτε και σε ποιον είπε και γιατί το αμίμητο “έχω εις τον πούτζον
μου βιολιά, έχω και τουμπερλέκια”.
Δε θέλησα να σας κάνω μάθημα ιστορίας με αφορμή την επέτειο της 25ης
Μαρτίου. Απλά αυτός ήταν ο καλύτερος τρόπος που βρήκα να εκφράσω την απορία
μου γιατί η κοινωνία μας βασανίζει κυριολεκτικά τα πιτσιρίκια για να τα μάθει
γράμματα.
Δε θέλει κόπο. Θέλει τρόπο.
Ο Άρης Τάτσης είναι δικηγόρος Άρτας ( https://aristatsis.wordpress.com/ ). Ειδικεύεται
σε διαζύγια, τροχαία ατυχήματα και πτωχευτικό νόμο.