Επισημαίνει ο Καθηγητής Οικολογίας Υδρόβιων Μικροοργανισμών του Π.Θ. Κωνσταντίνος Κορμάς για την εμπειρία του ως ακαδημαϊκός στο πρόγραμμα ERASMUS
Φέτος συμπληρώνει δέκα χρόνια διδακτικής και ερευνητικής παρουσίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας ως καθηγητής οικολογίας υδρόβιων μικροοργανισμών, ενώ εδώ και οκτώ χρόνια, (με εξαίρεση δύο χρονιές, το 2013 και φέτος), συμμετέχει στο πρόγραμμα ERASMUS. Ο λόγος για τον καθηγητή Κωνσταντίνο Κορμά, που από το 2007, διδάσκει σχεδόν κάθε χρόνο στο Πανεπιστήμιο ULCO της Δουνκέρκης στη Γαλλία, ενώ έχει διδάξει και στο Πανεπιστήμιο του Μπίντγκοζ στην Πολωνία και στα άμεσα σχέδιά του περιλαμβάνεται και το Πανεπιστήμιο του Βίγκο στην Ισπανία.
«Τι έχετε αποκομίσει από αυτές τις επισκέψεις σας» τον ρωτάμε και μας απαντά: «Βλέπω ένα διαφορετικό τρόπο στο συντονισμό της εκπαιδευτικής δραστηριότητας, το νέο τρόπο των εργαστηριακών ασκήσεων, έχω εν γένει εμπειρική πρόσβαση στον τρόπο δουλειάς κι άλλων συναδέλφων μου από το εξωτερικό».
«ΣΕ ΠΟΛΛΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΚΑΛΥΤΕΡΟΙ…»
Αμέσως μετά μας ξαφνιάζει λέγοντας ότι με τη συμμετοχή στο πρόγραμμα ERASMUS ξεπερνιέται το κόμπλεξ κατωτερότητας που πολλοί κουβαλούν εν γένει στα ελληνικά πανεπιστήμια. Συγκρίνοντας, βλέπουμε ότι κάνουμε πολύ καλή δουλειά εδώ και σε αρκετά πράγματα είμαστε πολύ καλύτεροι. Π.χ. σε σύνολο 235 χωρών, η Ελλάδα κατατάσσεται την τελευταία δεκαετία στην 26η θέση παγκοσμίως αναφορικά με την παραγωγή «επιστημονικού έργου», ξεπερνώντας χώρες με πολύ πιο ανεπτυγμένα συστήματα Ανώτατης Eκπαίδευσης όπως η Νορβηγία, η Αυστρία, η Δανία, η Νέα Ζηλανδία, κ.α. Δεν είναι τυχαίο.
Σπεύδει όμως να προσθέσει: «Υπάρχουν και πράγματα όμως που έξω λειτουργούν πολύ καλύτερα από εδώ. Στο κομμάτι της διοικητικής οργάνωσης π.χ. όλα είναι σχεδόν στην εντέλεια. Ο καθένας ξέρει τι κάνει.
Π.χ. δεν χρειάστηκε ποτέ ένας καθηγητής σε ένα πανεπιστήμιο της Γαλλίας, των ΗΠΑ ή αλλού, να ψάξει για αίθουσα, για σύνδεση στο ίντερνετ, για προτζέκτορα προβολής και για όλα αυτά που εκεί μοιάζουν λυμένα. Εδώ αντίθετα το μόνο που έχουμε, είναι συνεχείς αλλαγές στο νομοθετικό πλαίσιο από το 2004 και ανά δύο – τρία χρόνια».
«Τι κάνει παρ’ όλα αυτά περιζήτητους τους Έλληνες επιστήμονες στο εξωτερικό;» τον ρωτάμε. Μας απαντά: «Κατ’ αρχήν τα προπτυχιακά μας προγράμματα είναι απαιτητικά και σκληρά και το έχουμε διαπιστώσει από εισερχόμενους φοιτητές του προγράμματος ERASMUS. Το επίπεδό τους, σε πολλές περιπτώσεις, είναι χαμηλότερο από αυτό των δικών μας φοιτητών κι αυτό γιατί η εκπαίδευση έξω είναι σε «ράγες». Είναι ένα τεράστιο θέμα αυτό, που δεν μπορούμε να αναλύσουμε τώρα.
Το μόνο που θέλουμε στα ελληνικά πανεπιστήμια είναι να μας αφήσουν να κάνουμε τη δουλειά μας γιατί τα προβλήματα που έχουμε αφορούν κατά κύριο λόγο σε ζητήματα οργάνωσης. Όλοι ξέρουν πως το οργανωτικό μας έργο αφαιρεί χρόνο από την ερευνητική μας μέριμνα. Αν βάλετε το χρόνο που χάνεται σε εξωεκπαιδευτικές δραστηριότητες, τότε μένει πολύ λίγος διαθέσιμος για έρευνα.
Αυτό μας προσφέρει το ERASMUS. Μας μαθαίνει πως λειτουργούν οι άλλοι. Από τους οποίους δεν υστερούμε σε τίποτε επιστημονικώς. Αλλού υστερούμε, στη γνώση είμαστε πολύ καλοί. Ίσως επειδή είμαστε αρκετά ταλαιπωρημένοι ως λαός, μάθαμε να μαθαίνουμε γρήγορα.
Κι όλα αυτά παρότι πέραν όλων των άλλων έχουμε ν’ αντιμετωπίσουμε τη συνεχή μείωση του προσωπικού και την ταυτόχρονη αύξηση των εισερχόμενων φοιτητών».
«ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΦΥΣΙΟΔΙΦΕΣ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ…»
Αμέσως μετά μιλάει για κάτι που για πολλούς είναι ακόμη ταμπού: «Η νοοτροπία στη χώρα μας είναι πως η έρευνα είναι χόμπι, πως είμαστε φυσιοδίφες του 19ου αιώνα. Δεν είμαστε χομπίστες, η επιστημονική έρευνα είναι δουλειά κι όσο γρηγορότερα το καταλάβουμε, τόσο καλύτερα για όλους
μας».
Αναφορικά με τα προβλήματα του ERASMUS, μας κάνει λόγο για τη γραφειοκρατία που απαιτείται. «Ευτυχώς που έχουμε την πολύτιμη βοήθεια των ανθρώπων που εργάζονται στο πρόγραμμα αλλά θα μπορούσαμε να έχουμε λιγότερη γραφειοκρατία.
Επίσης το πρόβλημα της γλώσσας υπάρχει παντού. Συνήθως κάνουμε τα μαθήματα στα αγγλικά και η αλήθεια είναι πως θα προτιμούσα να υπάρχει και επίσημα μία κοινή γλώσσα για το πρόγραμμα σε όλες τις χώρες που συμμετέχουν στο πρόγραμμα ERASMUS.
Γενικά, θα έλεγα πως το πρόγραμμα ERASMUS βοηθά ειδικά ένα νέο ακαδημαϊκό και στο εκπαιδευτικό και στο διδακτικό κομμάτι. Μαθαίνεις πώς να διδάσκεις βλέποντας τι κάνουν και οι άλλοι και μετά είναι πιο εύκολο να κρίνεις τι θα ενσωματώσεις στη διδακτική σου μέθοδο».
Όταν τον ρωτάμε στο τέλος τι τον έκανε να γίνει καθηγητής οικολογίας υδρόβιων μικροοργανισμών μας απαντά χαμογελώντας: «Είμαι Θασίτης και θα γινόμουν ή αυτό που έγινα ή ψαράς ή καπετάνιος ή ενάλιος αρχαιολόγος. Αν και δεν έζησα επί μακρόν στο νησί απ’ όπου κατάγομαι, τη Θάσο, φαίνεται ότι βράχηκα αρκετά όταν ήμουν μικρός για να αγαπήσω τη θάλασσα και να θέλω να δουλεύω γι’ αυτήν, κι έτσι από μικρός ήθελα να γίνω είτε ψαράς ή καπετάνιος ή ενάλιος αρχαιολόγος ή (μάλλον) αυτό που έγινα…»