Από του φεγγαριού την κοντινή τη στράτα
ως και τις απάνω γειτονιές των άστρων,
χοροστάσι στήσανε οι μάγισσες της νύχτας,
νεράιδες αγγελόμορφες και νύμφες ασπροφορούσες.
Στο ξέφωτο, βγήκαν σεργιάνι οι κρυφοί καημοί,
στεναγμοί και ψίθυροι ακούστηκαν τραγούδι,
ένα φιλί και μια αγκαλιά της ψυχής η ανασαιμιά,
κύκλος ιερού χορού η ζωή και κράτημα χεριού.
Στο γλυκοχάραμα κι ως της αυγής τα μάγια,
χάριτες καλόμοιρες και μούσες παινεμένες,
γιορτάσι ονείρων λάμπρυναν και ομορφιές κεντούσαν,
προσήλιο βλέμμα η χαρά, φτερούγισμα το γέλιο.
Πεζοπορούσα στους καιρούς και μάντευα στους χρόνους
τον ερχομό τ’ ανέλπιστου, τ’ ανίσκιωτο της μοίρας,
να έρθει η μούσα καλοτύχισμα , συνταίριασμα να φτάσει
απ’ τα περβόλια τ’ ουρανού στης γης το πανηγύρι.
Κόκκινο φέγγισμα η ανατολή, αντίλαλος μελωδίας,
τον έρωτα υμνολογούσε η Ερατώ και σμίλευε τους πόθους,
το σκλαβωμένο νου λευτέρωνε και ευτύχιζε καρδιές,
να είναι οι μέρες ποίηση και μουσική οι νύχτες.
Γαλήνεψα κι ευτύχισα στη λάμψη των ματιών της
το συναπάντημα ως θεία λειτουργία να το νιώσω
και στα χείλη της με κρυφή σπονδή ν’ ανακαλύψω
τα ιερά και όσια , στη συμφωνία των ψυχών μας.