Η Βαλάντω αναστέναξε, έβγαλε τα γυαλιά της, έτριψε τα κουρασμένα τσακίρικα μάτια της και συνέχιζε, από τις 9 το πρωί που άνοιξε το βαθμολογικό, να διαβάζει: «…γιατί τα ελληνικά μνημεία αντιπροσωπεύουν τον μεγαλύτερο – σε τι;- πολιτισμό που γνώρισε η ανθρωπότητα και συνεχίζει να προσφέρει απλόχερα και ευγενικά στην ανθρωπότητα – σήμερα – ο εξυπνότερος κληρονόμος του κόσμου, ο ελληνικός λαός!…»
Βαλάντωσε…, στα πενήντα πέντε της, και μετά από δύο μεταπτυχιακά, το ένα στην Εφαρμοσμένη Γλωσσολογία και το άλλο στην Παγκόσμια Ιστορία, στην Αγγλία και με πολλές προτάσεις να εργαστεί με δυσθεώρητες αποδοχές στους μεγαλύτερους εκδοτικούς οίκους της Γηραιάς Αλβιόνας και, αφού μετέδωσε τα φώτα της για μια πενταετία σε κεντρικό σχολείο του Μάντσεστερ, προτίμησε τελικά την πατρίδα της και το επαρχιακό Λύκειο στο οποίο εργάζεται εικοσιπέντε χρόνια τώρα, βαθμολογεί απερίσπαστη στις Πανελλαδικές Έκθεση και Ιστορία.
Η Βαλάντω δεν παντρεύτηκε ποτέ, αφιέρωσε τη ζωή της στους υπέροχους Έλληνες Μαθητές προσπαθώντας να τους μεταδώσει την αστείρευτη ανθρωπιστική πνοή της πιστεύοντας ακράδαντα ότι τους αξίζει να γίνουν πολίτες του κόσμου.
Έτσι, ενάντια αρκετές φορές στην ελληνοκεντρική θεώρηση των περισσοτέρων φιλολογικών μαθημάτων, πήγαινε παραπέρα και, ας πούμε, στην ιστορία προσπαθούσε να εντάξει τον απόλυτο εθνοκεντρισμό των σχολικών βιβλίων στο απέραντο και κοσμικό γίγνεσθαι.
Με λίγα λόγια έκανε τους μαθητές της να δουν σφαιρικά την ελληνική ιστορία ως γνήσιο υποσύνολο της παγκόσμιας ιστορίας και μερικές φορές να τους αποδείξει, προσέχοντας να μην πληγώσει την οικογενειακή τους διαπαιδαγώγηση, ότι χωρίς κάποιες εξωτερικές αποφάσεις της διεθνούς διπλωματικής σκηνής ίσως… και να μην υπήρχε το υπέροχο ελληνικό κράτος με τους ξεχωριστούς ανθρώπους και τους τόσο πλούσιους στη φτώχεια του πνεύματος και της ψυχής πολιτικούς.
«…Οι δραστηριότητες, που μπορούν να βοηθήσουν τους Έλληνες πολίτες και δη τους νέους στην εξοικείωση είναι τα σχολικά μαθήματα στο πλαίσιο μιας ανθρωπιστικής προσέγγισης της ελληνικής παιδείας, η οικογενειακή αγωγή και η προβολή της αξίας των μνημείων από τα Μ.Μ.Ε. και την Πολιτεία…».
Αναστέναξε και πάλι η Βαλάντω. Ένα είκοσι τοις εκατό των μαθητών δεν αντιλήφθηκε την διαφορά των δραστηριοτήτων από την βούληση. Γιατί, τι τρέχει;
Αγαπημένη μου Βαλάντω, τρέχει η αμνησία, η έλλειψη εννοιολογικής αντίληψης της πραγματικότητας, άρα η σωστή αποτίμησή της, η λειψή πανεπιστημιακή μας μόρφωση, ο επαρχιωτισμός της σημερινής έκφρασης των νεοελλήνων, η ανέχεια, η ιδεολογική πτώχευση των πολιτικών κληρονόμων, ο λαϊκισμός του μέτριου παντού και γύρω μας, ο ατομικισμός, η τελευταία εποχή της κομματικής αήθειας… και χιλιάδες άλλα.
«…Οι πνευματικοί άνθρωποι πρέπει να πάρουν θέση και μέσα από διαλέξεις – να μια δραστηριότητα – να υπενθυμίζουν κυρίως στους νέους ανθρώπους τη σημασία των ελληνικών μνημείων…»
Γέλασε η Βαλάντω, πρώτη φορά. Φαντάστηκε μια ημερίδα, που θα διοργάνωνε το σχολείο της με κεντρικό ομιλητή πασίγνωστο καθηγητή πανεπιστημίου, επιφανή συγγραφέα, βραβευμένο εντός κι εκτός, πολίτη του κόσμου, με ποικίλες παρεμβάσεις στο χώρο του πνεύματος, πνευματικός άνθρωπος… πόσος και τι κόσμος θα συγκεντρωνόταν: από το κοινό των τριανταπέντε ατόμων, το 60% θα ήταν εκπαιδευτικοί, κυρίως συνάδελφοι και φίλοι της, ένα 20% φιλομαθείς, ένα 10% τοπικοί παράγοντες του δεκάλεπτου και μόλις και μετά βίας ένας μαθητής στους δέκα, δηλαδή 3,5… ο μισός παίζεται…
«Πόσο «πίσω» είναι το ελληνικό σχολείο…», αναστοχάστηκε μία από τις σπάνιες εκπαιδευτικούς του ελληνικού συστήματος, «ζητάμε από τους μαθητές να εκφραστούν ακαδημαϊκά αναμασώντας μία ακατάσχετη αερολογία, ενώ… ο κόσμος τρέχει με χίλια, το WI – FI χτυπάει ανά τετράγωνο στο κινητό μας, η πληροφορία είναι εκατό χρόνια μπροστά…», «ευτυχώς πάλι, θα μου πεις, που το εκπαιδευτικό σύστημα είναι πίσω από τις εξελίξεις, ώστε να μην προλάβει να δει τα έσχατα…».
«…Μέσα από τα βιβλία, που μπορούν κυρίως οι μαθητές να διαβάζουν στον ελεύθερο χρόνο τους, μαθαίνοντας για την αξία αλλά και τη διαχρονική σωτηρία των μνημείων, είναι μία ακόμη δραστηριότητα…», συνεχίζει να γράφει ο μαθητής, ξεκαρδίστηκε πικρά επιτέλους – ευτυχώς ήταν μόνη της εκείνη τη στιγμή στην αίθουσα – η ευτραφής Βαλάντω – αφιερώνοντας όλη της τη ζωή στους μαθητές, άφησε το ελκυστικό σώμα της να αποκτήσει τη δικιά του δόξα, ελέω εγκεφάλου και «εκπαιδευτικής ψυχής».
Το γέλιο της είχε δύο αιτίες:
Πρώτον, μαθητής και ελεύθερος χρόνος είναι μαλωμένα μεταξύ τους. Μόλις ο μαθητής πατήσει το πόδι στο Λύκειο έχει αφήσει πίσω του την παιδική αθωότητα και γίνεται ο πιο σκληρός ανταγωνιστικός τύπος ανθρώπου, υποτίθεται μέσα από τις γνώσεις και «ευγενή άμιλλα», προκειμένου να προετοιμαστεί, μαζί με το άγχος της μητέρας του, για τις πανελλαδικές εξετάσεις, τρία ολόκληρα χρόνια… μια ζωή…
Δεύτερον, ο ελεύθερος χρόνος του ταυτίζεται με τη χρήση του κινητού και ίσως του πατρικού υπολογιστή, που, όταν δεν χρησιμοποιείται για πασιέντζες από μαμά – μπαμπά, παίρνουν φωτιά οι πυρήνες του από την chatολογογία με το γειτονόπουλο… Βιβλίο σ’ αυτήν τη δεκαετία για την νέα γενιά και μάλλον για τις επόμενες δεν υπάρχει…
Κάτι ήξερε, μονολογεί, τώρα, η Βαλάντω, ένα χαρακτηριστικό των περισσοτέρων εκπαιδευτικών, η πρώην και νυν κυβέρνηση, που αποτίναξαν ποίηση και πεζογραφήματα τόσο από τις επόμενες Πανελλαδικές όσο και από την καθημερινή κάματο της Γ΄ Λυκείου, μοναδικό φαινόμενο στο κόσμο, όπου όλες οι κοινωνίες διδάσκονται και εξετάζονται στη λογοτεχνία και στη γλώσσα τους, η δικιά μας «μπαίνει» στον κυβερνοχώρο, χωρίς φειδώ και… πυξίδα του κειμενικού λόγου…
«Αλήθεια, αναρωτάται, ατυχώς, η Βαλάντω, τα δύο τρίτα των κειμένων στη Γ΄ Λυκείου ανήκουν σε συγγραφείς της επαναστατικής ιδεολογίας και σκέψης, πως και δεν εξανίσταται η πρώτη φορά Λαϊκο- Αριστερά Κυβέρνηση και να επαναφέρει, έστω μόνο ανάλογου ύφους κείμενα, πάντα μόνο για τις Πανελλαδικές; Περίεργο… για τους άξιους οπαδούς του χθες, ομολογουμένως ευτραφείς και πλούσιους «αντι»εξουσιαστές του σήμερα, πάντα όμως ευλαβικώς προσκείμενους στο κοινωνικό συμβόλαιο, που συνυπέγραψαν με τις ηρωικές καθαρίστριες, αναμένοντας τα «ευκαταφρόνητα» ποσοστά τους από την επικείμενη και αγωνιώδη επαναπρόσληψή τους…
Η Βαλάντω αφήνει επιτέλους τα γυαλιά της και βυθίζεται στην ατέρμονη παντοτινή σκέψη της… Αλήθεια δεν υπάρχει σωτηρία από τη δικτατορία της επίφασης και της εγωιστικής αδολεσχίας; Αξίζει να παλέψω- ως θηλυκός Δον Κιχώτης τους πραγματικούς Αλεξηκέραυνους, που απομυζούν τα κεραυνοβόλα βέλη της λογικής; Αξίζει να υποστηρίζω συνεχώς πως η πορεία μας δεν πρέπει να ανακρούει πρύμναν προς τον πολιτισμό; Ότι η Ανατολή ανήκει στην ιστορία και στα παραμύθια που διαβάζω στ’ ανιψάκια μου;
Αξίζει, Βαλαντωμένη μου ψυχή, αξίζει γιατί η αντίληψη είναι ταλέντο και πάνω εκεί θα προσπαθείς και θα συνεχίζεις να προσπαθείς. Οι πρωτεργάτες του πνεύματος και της καινοτομίας ήταν, είναι και θα είναι λίγοι και ξεχωριστοί! Αυτούς προετοίμαζες, αυτούς προετοιμάζεις και αυτούς είσαι υποχρεωμένη να προστατεύεις από την αμνησία.
Ξαφνικά το κινητό της δονείται, στην Οθόνη εμφανίζεται η πανέμορφη αγαπημένη πεντάχρονη ανιψιά της. Την καλεί, είναι πέντε το απόγευμα, για να της διαβάσει, όπως αυτή ξέρει, το παραμύθι που δανείστηκε από το ολοήμερο νηπιαγωγείο… Στο γραπτό έβαλε ενενήντα…
Υ.Γ: Τα «αποσπάσματα» του γραπτού είναι αποκυήματα
της διασπαστικής φαντασίας του γράφοντος
ΑΔΑΜΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
7ο ΛΥΚΕΙΟ ΤΡΙΚΑΛΩΝ