Ο ιερέας που προχώρησε σε καταγγελία στον υπουργό Προστασίας του Πολίτη και στον Συνήγορο του Πολίτη, περιγράφει την εμπειρία του καθώς βγήκε από το σπίτι του με το αυτοκίνητο για να πάει στον οδοντίατρο σε άλλη περιοχή της Αθήνας. Όπως αναφέρει βρέθηκε στη μέση ενός σκηνικού τρόμου και δέχτηκε ψυχολογική βία, από αστυνομικούς που εκτός των άλλων δεν τηρούσαν κανένα μέτρο προστασίας απέναντι στον κοροναϊό.
Η καταγγγελία του ιερέα που δημοσιεύει η ΕφΣυν, περιγράφει τραμπουκισμό και κατάχρηση εξουσίας από αστυνομικούς χωρίς να δεχτούν καμία απειλή.
«Αστυνομία που αρνείται να αλλάξει νοοτροπία και να σταθεί δίπλα στον πολίτη με επαγγελματισμό, ευγένεια και σεβασμό, είναι και θα είναι ανεπιθύμητη στις γειτονιές μας», αναφέρει ο ιερέας και προχωράει στην περιγραφή των γεγονότων.
Η περιγραφή των γεγονότων
«Νωρίτερα εκείνο το απόγευμα γινόταν στην πλατεία Κυψέλης, όπου και κατοικώ, κάποια συγκέντρωση διαμαρτυρίας ενάντια στη “νέα κανονικότητα” και στα περιοριστικά μέτρα, αν κατάλαβα καλά. Εγώ γύρω στις 18:50 κατέβαινα την οδό Κυψέλης με το αυτοκίνητό μου, έχοντας όλα τα παραστατικά και δικαιολογητικά μετακίνησης μαζί μου, πηγαίνοντας στον γιατρό. Παρατήρησα τουλάχιστον σε τρία σημεία πολύ ισχυρές και πάνοπλες συγκεντρωμένες δυνάμεις της αστυνομίας ΟΠΚΕ, ΔΙΑΣ, ΔΡΑΣΗ και Τροχαία στις συμβολές των οδών Κυψέλης με Σύρου, Κεφαλληνίας, Πιπίνου και πιθανώς και αλλού που δεν θυμάμαι καλά.
Ηταν όμως χαρακτηριστικό και μου έκανε άσχημη εντύπωση (όχι όμως έκπληξη, γιατί είναι πολύ συνηθισμένο) ότι οι περισσότεροι αστυνομικοί των ομάδων αυτών ήταν κυριολεκτικά ο ένας πάνω στον άλλον, χωρίς μάσκα, πίνοντας καφέ, γελώντας και κάνοντας μεγάλη φασαρία […] Σταμάτησα με αλάρμ κοντά σε μια απ’ αυτές τις δυνάμεις και τους είπα ότι “αυτές οι εικόνες και νοοτροπίες δεν είναι επιθυμητές στη γειτονιά μας”. Αυτό, και μόνο αυτό, με ήρεμο ύφος και χωρίς κανέναν άλλον χαρακτηρισμό.
Μετά από λίγο έστριψα δεξιά στην Κοδριγκτώνος και, πριν βγω στην Πατησίων, περίπου στο ύψος 11 της Κοδριγκτώνος, βλέπω ξαφνικά, δεξιά και αριστερά μου, δυο μηχανές με αστυνομικούς και ο ένας από αριστερά μου φώναζε “Τι μου είπες; Τι μου είπες, ρε μαλάκα; Σταμάτα, ρε αρχίδι!”, κάνοντάς μου νόημα να σταματήσω επιτόπου και να ανοίξω το παράθυρο».
Ο ιερέας βρέθηκε περικυκλωμένος από τέσσερις μοτοσικλέτες και ένα περιπολικό
«Ο αστυνομικός με πλησίασε, χωρίς μάσκα, στο μισάνοιχτο παράθυρό μου, και με διέταξε με απερίγραπτα αυταρχικό ύφος να ανοίξω εντελώς το παράθυρο. Εγώ πάγωσα, γιατί πανικοβλήθηκα. Εχωσε το κεφάλι του μέσα στην καμπίνα του αυτοκινήτου, επαναλαμβάνω, χωρίς μάσκα, και ούρλιαζε, φτύνοντας στο πρόσωπό μου, να απενεργοποιήσω το κινητό μου τηλέφωνο.
Αμέσως κατάλαβα ότι τα πράγματα δεν πάνε καλά, ότι δεν πρόκειται για έναν απλό προληπτικό έλεγχο ρουτίνας, ότι σαφώς υφίσταμαι ψυχολογική βία, ότι βρίσκομαι στη μέση ενός στημένου σκηνικού τρόμου, περικυκλωμένος από ένοπλες δυνάμεις, στην κοινή θέα διερχομένων αυτοκινήτων και περαστικών – και όλα αυτά χωρίς να έχω κάνει κάτι κακό».
Ο αστυνομικός ζήτησε ταυτότητα, δίπλωμα, άδεια κυκλοφορίας, άδεια μετακίνησης. Ο ιερέας διαμαρτυρήθηκε για τον τρόπο που συνέβαιναν όλα αυτά: «Αυτό δεν είναι φυσιολογικός έλεγχος […] τα κάνετε προφανώς για να με τιμωρήσετε και να με εκδικηθείτε επειδή σας είπαν στον ασύρματο ότι είπα στους συναδέλφους σας κάτι που δεν τους/σας άρεσε. Αυτό είναι καταχρηστικό και εκδικητικό […] με έχετε περικυκλώσει από παντού, παραβιάζετε τα δικαιώματά μου, θέτετε σε κίνδυνο την υγεία μου». Τότε ο αστυνομικός απάντησε: «Θα σου βρω κάτι οπωσδήποτε και θα σε γράψω και θα σου πάρω δίπλωμα και πινακίδες, γιατί είσαι πολύ εξυπνάκιας! Τι παπάς είσαι εσύ, ρε; Ερχεται κόσμος να εξομολογηθεί σε σένα;».
Εν τέλει, ύστερα από μισή ώρα «ψυχολογικού βιασμού και τρομοκρατίας», όπως το ένιωσε ο ίδιος ο ιερέας, ο ένστολος του επέτρεψε να αποχωρήσει.
in.gr