Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου 2024
trikaladay.gr / Ελλάδα / ΙΝΕ ΓΣΕΕ: Ετήσια έκθεση 2024 οικονομίας και απασχόλησης – Τα νοικοκυριά αγκομαχούν να βγάλουν το μήνα

ΙΝΕ ΓΣΕΕ: Ετήσια έκθεση 2024 οικονομίας και απασχόλησης – Τα νοικοκυριά αγκομαχούν να βγάλουν το μήνα

Δημοσιεύτηκε η Ετήσια έκθεση 2024 της ΙΝΕ ΓΣΕΕ και τα συμπεράσματα δεν κρίνονται ιδιαίτερα αισιόδοξα τόσο ως προς τον τομέα της απασχόλησης όσο και στους τομείς παραγωγικότητας και βιωσιμότητας των νοικοκυριών. Οι αριθμοί είναι αμείλικτοι και αποτυπώνουν μία μάλλον δυσάρεστη κατάσταση στην Ελλάδα, τοποθετώντας την σε χαμηλή θέση ανάμεσα στα υπόλοιπα κράτη – μέλη της ΕΕ.

Η ψαλίδα στις κοινωνικές ανισότητες ανοίγει, υψηλά είναι τα ποσοστά όσων βρίσκονται αντιμέτωποι με τη φτώχεια, τα νοικοκυριά αγκομαχούν να βγάλουν το μήνα, ενώ ο χώρος της εργασίας δεν σημειώνει πρόοδο και σύγκλιση με προηγμένες χώρες ούτε καν στα ποιοτικά του χαρακτηριστικά καθώς είναι ιδιαίτερα αυξημένη η πίεση που ασκείται στο εργατικό δυναμικό και αντιστρόφως ανάλογη με τις απολαβές που κινούνται σε χαμηλό επίπεδο. 

Με αυξημένο ελαφρώς το ποσοστό απασχόλησης, έναντι του 2022, αγγίζοντας το 61,8%, η Ελλάδα κατατάσσεται δεύτερη στην ΕΕ σε ποσοστό ανεργίας, με 11,1% μ.ο., σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ που δημοσιεύθηκε σήμερα (19.6.2024).

Σύμφωνα με την έκθεση της ΓΣΕΕ, το ποσοστό απασχόλησης είναι 8,6 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ και άνω των 10 ποσοστιαίων μονάδων χαμηλότερο από το αντίστοιχο άλλων οικονομιών της περιφέρειας της ΕΕ και της ανατολικής Ευρώπης.

ΙΝΕ ΓΣΕΕ: Τα βασικά συμπεράσματα της έκθεσης

Η μεγέθυνση της οικονομίας το 2023 και το α΄ τρίμηνο του 2024 στηρίχτηκε στην κατανάλωση και σε αυτό συνέβαλαν τα υψηλότερα εισοδήματα από μη μισθωτή εργασία και σε μικρότερο βαθμό τα καταναλωτικά δάνεια. Ωστόσο η αύξηση των μισθών και η συμβολή τους στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα και κατ’ επέκταση στην κατανάλωση των νοικοκυριών ήταν πενιχρή.

Και στον τομέα των επενδύσεων το 2023 η Ελλάδα είχε μακράν τις χαμηλότερες επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), παρά την υψηλή κερδοφορία και την αύξηση των επενδυτικών χορηγήσεων, εν μέρει λόγω της ρευστότητας του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ), με ένα σημαντικό ποσοστό της επενδυτικής δραστηριότητας να κατευθύνεται στις κατασκευές, ενώ την ίδια ώρα πάνω από τις μισές Άμεσες Ξένες Επενδύσεις (ΑΞΕ) κατευθύνθηκαν στην αγορά κατοικίας και στον κλάδο εστίασης και παροχής καταλυμάτων.

Οι ελλειμματικές επενδύσεις σε τομείς όπως Έρευνα και Ανάπτυξη (Ε&Α) δημιουργούν καθίζηση και χαμηλή παραγωγικότητα και υψηλή εισαγωγική εξάρτηση. Για το λόγο αυτό, το 2023 η Ελλάδα παρουσίασε το τρίτο υψηλότερο έλλειμμα σε όλη την ΕΕ.

Ο χώρος της Εργασίας και τα αδύναμα εισοδήματα

Στο χώρο της Εργασίας τα πράγματα δεν είναι τόσο αισιόδοξα, καθώς το ωριαίο εισόδημα, που εντάσσεται στους δείκτες παραγωγικότητας, παροσυίασε τη χαμηλότερη αγοραστική δύναμη στην ΕΕ.

Ειδικότερα, η Ελλάδα καταγράφει το χαμηλότερο ωρομίσθιο στην ΕΕ-27 στους κλάδους: «Κατασκευές», «Επαγγελματικές, επιστημονικές και τεχνικές δραστηριότητες», «Δραστηριότητες σχετικές με την ανθρώπινη υγεία και την κοινωνική μέριμνα» και «Τέχνες, διασκέδαση και ψυχαγωγία».

Το δεύτερο χαμηλότερο ωρομίσθιο σημειώνεται στον κλάδο «Παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, φυσικού αερίου, ατμού και κλιματισμού».

Ο κλάδος «Χονδρικό και λιανικό εμπόριο, μεταφορές, καταλύματα και υπηρεσίας εστίασης» καταγράφει το 3ο χαμηλότερο πραγματικό ωρομίσθιο και η «Μεταποίηση» και η «Εκπαίδευση» το 4ο χαμηλότερο μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ-27.

Συνολικά, την περίοδο 2019-2023 η Ελλάδα καταγράφει τη μεγαλύτερη ποσοστιαία μείωση του πραγματικού εισοδήματος από εργασία (-8,3%) σε σχέση με όλες τις χώρες της ΕΕ-27.

Επομένως, η Ελλάδα όχι απλώς δεν συγκλίνει με την ΕΕ-27 σε όρους κοινωνικής βιωσιμότητας, αλλά αποκλίνει ταχύτατα και από τις βόρειες ευρωπαϊκές χώρες και από τις περιφερειακές χώρες, που αναπτύχθηκαν την ίδια περίοδο ραγδαία.

Η ανεργία και η ένταξη στην εργασία

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και άλλα ποιοτικά χαρακτηριστικά που σχετίζονται με την αγορά εργασίας, η οποία δείχνει ότι παρουσιάζει σημάδια βελτίωσης, ωστόσο οι επιδόσεις σε βασικούς δείκτες που προσδιορίζουν τον βαθμό και τις προοπτικές ένταξης στην αγορά εργασίας, την ποιότητα της απασχόλησης, τις αμοιβές, την προστασία και τη θεσμική ενδυνάμωση των εργαζομένων αποκλίνουν σημαντικά από τις αντίστοιχες στα περισσότερα κράτη-μέλη της ΕΕ.

Το 2023 το ποσοστό απασχόλησης στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στο 61,8%, κατατάσσοντας τη χώρα μας στην προτελευταία θέση μεταξύ των κρατών-μελών. Είναι 8,6 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ και άνω των 10 ποσοστιαίων μονάδων χαμηλότερο από το αντίστοιχο άλλων οικονομιών της περιφέρειας της ΕΕ και της ανατολικής Ευρώπης.

Αν παρατηρήσουμε τα ποσοστά με βάση συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες, η απόκλιση συνεχίζει να είναι ανησυχητική.

Ειδικότερα, η απόκλιση του ποσοστού απασχόλησης μεταξύ ανδρών και γυναικών στην Ελλάδα το 2023 ανήλθε στις 18 ποσοστιαίες μονάδες, είναι η υψηλότερη στην ΕΕ.

Επιπλέον, η απόκλιση του ποσοστού απασχόλησης των ατόμων ηλικίας 15-29 ετών από το αντίστοιχο εκείνων ηλικίας 50-64 ετών ανήλθε στις 27,4 ποσοστιαίες μονάδες, η έβδομη μεγαλύτερη μεταξύ των κρατών-μελών της Ένωσης.

Και ανά Περιφέρεια τα ποσοστά παρουσιάζουν εύρος. Τα υψηλότερα ποσοστά απασχόλησης το 2023 εμφάνισαν οι περιφέρειες Πελοποννήσου (65,5%), Αττικής (64%), Στερεάς Ελλάδας (63,2%) και Κρήτης (63%), ενώ τα χαμηλότερα οι περιφέρειες Δυτικής Μακεδονίας (55,6%), Θεσσαλίας (58%) και Δυτικής Ελλάδας (59,4%).

Επιπλέον, στις περιφέρειες Στερεάς Ελλάδας και Νοτίου Αιγαίου εντοπίζεται η μεγαλύτερη απόκλιση του ποσοστού απασχόλησης μεταξύ ανδρών και γυναικών (27,2 και 24 ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα), ενώ η χαμηλότερη σημειώθηκε στην περιφέρεια Αττικής (14 ποσοστιαίες μονάδες), ακολουθούμενη από την περιφέρεια Ηπείρου (15,7 ποσοστιαίες μονάδες).

Το 2023 το ποσοστό ανεργίας διαμορφώθηκε στο 11,1%, που αποτελεί το δεύτερο υψηλότερο μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ. Επιπλέον, το ποσοστό ανεργίας των γυναικών ηλικίας 15-74 ετών στην Ελλάδα ανήλθε το 2023 στο 14,3% (το υψηλότερο στην ΕΕ), καταγράφοντας απόκλιση 5,8 ποσοστιαίων μονάδων από το αντίστοιχο των ανδρών. Παρά τη μείωσή του, έντονο παραμένει επίσης το πρόβλημα της ανεργίας των νέων, με το ποσοστό των ανέργων ηλικίας 15-29 ετών πέρυσι να ανέρχεται στο 21,8%.

Η ποιότητα απασχόλησης και τα εξαντλητικά ωράρια

Οι επιδόσεις της χώρας σε δείκτες που σχετίζονται με το επίπεδο ποιότητας της απασχόλησης δεν δημιουργούν αισιοδοξία. Η ποιότητα της απασχόλησης δεν προσδιορίζει μόνο το επίπεδο ευημερίας των εργαζομένων μιας χώρας, αλλά επηρεάζει και τη μακροχρηματοπιστωτική σταθερότητα και τις αναπτυξιακές προοπτικές της οικονομίας.

Σύμφωνα με έρευνα του Eurofound, το 2021 οι εργαζόμενοι στη χώρα μας δήλωναν σε ποσοστό 64,3% ότι δούλευαν, πάντα ή συχνά, υπό συνθήκες πολύ υψηλών ρυθμών εργασίας και σε ποσοστό 56,2% ότι είχαν, πάντα ή συχνά, περιορισμένα χρονικά όρια για να διεκπεραιώσουν την εργασία τους.

Το ίδιο έτος το 24,7% των εργαζομένων στην Ελλάδα αφιέρωνε καθημερινά ή σε εκτεταμένους χρόνους στη διάρκεια της εβδομάδας μέρος του ελεύθερου χρόνου του προκειμένου να καλύψει διάφορες εργασιακές του υποχρεώσεις.

Υψηλός είναι και ο δείκτης αβεβαιότητας των εργαζομένων για την εξέλιξη του εισοδήματός τους, με το 30,3% εξ αυτών να δηλώνει το 2021 ότι αδυνατεί να προβλέψει το ύψος των αποδοχών του στους επόμενους τρεις μήνες. Το ποσοστό αυτό είναι σχεδόν τρεις φορές υψηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ.

Οι μισθοί που δεν καλύπτουν τα απαραίτητα

Η υποχώρηση του μεριδίου των μισθών στη διανομή του εισοδήματος τα τελευταία χρόνια οφείλεται στην ταχύτερη αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας συγκριτικά με τον πραγματικό μισθό και στην υστέρηση της προσαρμογής των ονομαστικών μισθών στη μεταβολή του πληθωρισμού κερδών.

Η απόκλιση της παραγωγικότητας από τον πραγματικό μισθό την περίοδο 2019-2023 οδήγησε σε συστηματική αναδιανομή εισοδήματος εις βάρος της εργασίας.

Η μεγαλύτερη απόκλιση παραγωγικότητας-πραγματικού μέσου μισθού εντοπίζεται στον κλάδο των χρηματοοικονομικών και ασφαλιστικών δραστηριοτήτων (24,6%), στη μεταποίηση (22,7%), στις κατασκευές (22%) και στη βιομηχανία (15,1%).

Το συνδυασμένο αποτέλεσμα του πληθωρισμού και της υστέρησης των πραγματικών μισθών σε σχέση με την παραγωγικότητα είναι το πραγματικό μέσο ωρομίσθιο (σε μονάδες αγοραστικής δύναμης – PPS) το 2023 που αποτελεί το χαμηλότερο στην ΕΕ-27.

Η εργασία σε νούμερα και οι ΣΣΕ – Το επίπεδο φτώχειας και η αβεβαιότητα – Χαμηλές αμοιβές σε εργαζόμενους με εκπαίδευση

Το 2023 υπογράφηκαν και κυρώθηκαν από το υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης 19 Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας (ΣΣΕ) κλαδικού ή ομοιοεπαγγελματικού, εθνικού ή τοπικού χαρακτήρα.

Από αυτές οι 12 είναι εθνικές κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές, ενώ οι 7 είναι τοπικές κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές. Το ίδιο έτος έχουν επίσης υπογραφεί 209 επιχειρησιακές ΣΣΕ.
Στους δείκτες κοινωνικής βιωσιμότητας τα στοιχεία δείχνουν επιδείνωση των κοινωνικών συνθηκών μετά το 2020, ως αποτέλεσμα της επίδρασης της πανδημικής κρίσης, της κρίσης κόστους ζωής αλλά και της αναποτελεσματικότητας της ασκούμενης οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής.

Για να το μεταφράσουμε σε νούμερα, το 2023 το 21,8% των ανηλίκων και το 18,3% των ενηλίκων βρίσκονταν σε κίνδυνο φτώχειας.

Το 27,5% των ατόμων με επίπεδο εκπαίδευσης 0-2, το 18,5% των ατόμων με επίπεδο εκπαίδευσης 3-4 και το 7,6% με επίπεδο εκπαίδευσης 5-8 βρίσκονταν επίσης σε κίνδυνο φτώχειας.

Παράλληλα, με εισόδημα κάτω από το όριο της φτώχειας ζούσαν οι 23 στους 100 απασχολουμένους με επίπεδο εκπαίδευσης 0-2, περίπου 10 στους 100 απασχολουμένους με επίπεδο εκπαίδευσης 3-4 και 3,5 στους 100 απασχολουμένους με επίπεδο εκπαίδευσης 5-8.

Το ποσοστό των ανήλικων και των ενήλικων ατόμων που ζούσαν σε νοικοκυριά πολύ χαμηλής έντασης εργασίας έφτασε το 2023 στο 86,9% και στο 61,7% αντίστοιχα, αναδεικνύοντας τις σημαντικές κοινωνικές προεκτάσεις της υποαπόδοσης της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα.

Σε κίνδυνο φτώχειας ή σε κοινωνικό αποκλεισμό βρέθηκε το 24,1% των ατόμων που ζούσαν στις πόλεις και το 30,4% όσων ζούσαν στις αγροτικές περιοχές.

Το ποσοστό των νέων ηλικίας 18-24 ετών βρίσκεται σε σημαντική υλική και κοινωνική στέρηση στην Ελλάδα, ποσοστό που είναι πάνω από δύο φορές πιο υψηλό από το αντίστοιχο ευρωπαϊκό.

Το 2023 το 14,7% των νέων ηλικίας 18-24 ετών, το 13% των ατόμων ηλικίας άνω των 55 ετών, το 12,9% των ανδρών και το 14,1% των γυναικών βίωσαν σημαντική υλική και κοινωνική στέρηση. Παράλληλα 2021-2023 περίπου το 36% των νοικοκυριών στην Ελλάδα αντιμετώπιζε μεγάλη δυσκολία να αντεπεξέλθει στις δαπάνες για την κάλυψη των βασικών του αναγκών.

Το 2023 το ποσοστό των εργαζομένων με σύμβαση μερικής απασχόλησης που αντιμετώπισε κίνδυνο φτώχειας στην εργασία αυξήθηκε κατά 3,5 ποσοστιαίες μονάδες, με σχεδόν 22 στους 100 εργαζομένους να έχουν διαθέσιμο εισόδημα κάτω από το όριο της φτώχειας, ενώ στην ίδια συνθήκη βρέθηκαν 9 στους 100 απασχολουμένους με σύμβαση πλήρους απασχόλησης.

newpost

Δες επίσης

Άγρια δολοφονία στην Εύβοια: Δύο αδέλφια σκότωσαν τον πατέρα τους

Ανείπωτη τραγωδία το πρωί της Τρίτης 17 Δεκεμβρίου σε χωριό της Εύβοιας και συγκεκριμένα στην περιοχή της ...