Πρόκειται για μία από τις μεγαλύτερες υποθέσεις αγνοουμένων στην ιστορία της Βρετανίας, καθώς
η αναζήτηση κάποιου στοιχείου που θα οδηγούσε στη λύση του μυστηρίου συνεχίζεται εδώ και 29 χρόνια.
Ο Μπεν βρέθηκε εκείνο το καλοκαίρι στην Ελλάδα διότι ο παππούς και η γιαγιά του πήραν την
απόφαση να μετακομίσουν από το Σέφιλντ στην Κω, έχοντας μαγευτεί από το νησί κατά τη
διάρκεια των διακοπών τους ένα χρόνο πριν. Το ζευγάρι είχε τρία παιδιά, δύο αγόρια
17 και 11 ετών και την 19χρονη Κέρι, η οποία είχε γεννήσει τον Μπεν. Τα δύο ανήλικα
αγόρια ακολούθησαν τους γονείς τους στην Κω. Λίγους μήνες αργότερα, εγκαταστάθηκε μαζί
τους και η Κέρι με τον γιο της.
Η ανύπαντρη μητέρα βρήκε δουλειά σε ένα ξενοδοχείο, ενώ ο πατέρας και ο αδερφός της είχαν
αναλάβει να επισκευάσουν ένα σπίτι στο χωριό Ηρακλής. Έως τότε ζούσαν όλοι μαζί σε ένα
τροχόσπιτο που είχαν στήσει σε απομονωμένο μέρος κοντά στο χωριό. Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού
τους είχε πει πως όταν τελείωναν το σπίτι θα μπορούσαν να μείνουν εκεί χωρίς να πληρώνουν ενοίκιο.
Ο Μπεν ήταν 21 μηνών όταν συνέβη το μοιραίο. Όλη η οικογένεια – εκτός από την Κέρι που
εργαζόταν – είχε κληθεί από τον ιδιοκτήτη του σπιτιού για να φάνε όλοι μαζί το μεσημέρι της
24ης Ιουλίου του ’91. Ο Μπεν μπαινόβγαινε στο σπίτι και έπαιζε στην αυλή με δύο
αυτοκινητάκια, ήταν ορατός στους συγγενείς του από μια ανοιχτή πόρτα. Κάποια στιγμή
έβρεξε το σορτσάκι του και η γιαγιά του το κρέμασε σε ένα κλαδί στην αυλή. Περίπου στις 2.30
το μεσημέρι, ο 17χρονος γιος Στίβεν πήρε το μηχανάκι του και έφυγε για τη θάλασσα.
Λίγα λεπτά αργότερα η γιαγιά διαπίστωσε ότι ο Μπεν δεν ήταν στην αυλή. Έψαξε για λίγα λεπτά
βγαίνοντας στο δρόμο, αλλά το παιδί ήταν άφαντο. Μαζί του έλειπαν και το σορτσάκι με τα
αυτοκινητάκια. Ο Μπεν ήταν πολύ μικρός για να μπορέσει να πάει μόνος του μακριά και η ηρεμία
και η αίσθηση ασφάλειας στην περιοχή ήταν το επιπλέον στοιχείο που καθησύχασε τους συγγενείς
του. Υπέθεσαν ότι θα τον είχε πάρει μαζί του στη θάλασσα ο Στίβεν και σταμάτησαν να
τον αναζητούν. Όταν όμως επέστρεψαν το βράδυ στο τροχόσπιτο και διαπίστωσαν ότι ο θείος του
παιδιού δεν είχε καμία σχέση με την εξαφάνισή του, αντιλήφθηκαν ότι κάτι κακό είχε συμβεί. Όταν
ενημέρωσαν το αστυνομικό τμήμα του νησιού, είχαν περάσει ήδη 6 ώρες από την τελευταία φορά
που είδαν τον Μπεν. Αμέσως ξεκίνησαν οι έρευνες για τον εντοπισμό του και ενημερώθηκε η Ιντερπόλ.
«Το μέρος έμοιαζε τόσο ασφαλές. Δεν είχε κίνηση, ούτε κόσμο. Φαινόταν σαν μην υπήρχε
κανένας κίνδυνος. Χαλαρώσαμε. Ήμασταν ανεύθυνοι, πρόκειται για δικό μας λάθος», έλεγε
τότε η γιαγιά του Μπεν.
Αυτή η χαρακτηριστική καθυστέρηση ήταν και ο λόγος που οι πρώτοι που υποπτεύθηκαν οι ελληνικές
αρχές ήταν οι συγγενείς του παιδιού. Ένα σενάριο ήταν ότι ο Στίβεν τον είχε πάρει μαζί του και
προσπάθησε να εξαφανίσει τα ίχνη του όταν το παιδί τραυματίστηκε θανάσιμα, ένα άλλο ότι οι ίδιοι
οι παππούδες του παιδιού το είχαν πουλήσει σε ξένους. Μετά από πολύωρη ανάκριση, η οικογένεια
του θεωρήθηκε αθώα. Το ίδιο συνέβη και με τον πατέρα του παιδιού, που ζούσε στο Σέφιλντ
και στοχοποιήθηκε ως πιθανός απαγωγέας. Το σενάριο της απαγωγής ήταν πιο το επικρατέστερο,
αλλά καθώς οι αρχικές υποψίες στράφηκαν κατά της οικογένειας, το αεροδρόμιο και τα λιμάνια της χώρας
έκλεισαν τέσσερις μέρες μετά τη δήλωση της εξαφάνισης. Αυτό σήμαινε ότι αν όντως το παιδί είχε πέσει
θύμα απαγωγής, οι δράστες είχαν άπλετο χρόνο στη διάθεσή τους για να διαφύγουν.
Η οικογένεια του Μπεν έμεινε στο νησί τους επόμενους δυο μήνες και στη συνέχεια επέστρεψε στο
Σέφιλντ. Η γιαγιά και ο παππούς του ερχόταν ωστόσο συνέχεια στην Ελλάδα για να τον αναζητήσουν
και να ελέγχουν κάθε αναφορά που γινόταν στην αστυνομία και στις τηλεοπτικές εκπομπές. Και αυτοί
και η μητέρα του υποβλήθηκαν σε μια απίστευτη ψυχική δοκιμασία, καθώς υπήρξαν συνολικά πάνω
από 300 αναφερόμενες θεάσεις αγοριών που «ταίριαζαν» στην περιγραφή του Μπεν, τόσο στην
ελληνική ηπειρωτική χώρα όσο και στα νησιά. Πέρα από το ειλικρινές ενδιαφέρον πολλών Ελλήνων, ένας
επιπλέον λόγος για αυτό ήταν ότι η οικογένεια είχε συγκεντρώσει από δωρεές το ποσό των 7 εκατ. δραχμών,
το οποίο και ανακοίνωσε ότι θα προσφέρει σε όποιο βοηθούσε στον εντοπισμό του μικρού αγοριού.
Τον Οκτώβριο του ‘93 η οικογένειά του είχε δηλώσει πως πίστευε ότι ο Μπεν είχε πέσει θύμα κυκλώματος
εμπορίας βρεφών. Ωστόσο δεν εγκατέλειψε ποτέ τις προσπάθειες, έχοντας πάντα στο πλευρό της την
αστυνομία του Γιορκσάιρ. Το 1994 η αστυνομία έφτιαξε το πορτρέτο του παιδιού όπως θα
ήταν μετά από δύο χρόνια και κόλλησε περισσότερες από 7.000 αφίσες σε διάφορα κομβικά
σημεία, με την ελπίδα ότι κάποιος που ξέρει θα μιλήσει. Το 1996 η αμοιβή των 7 εκατ. δραχμών
εκτοξεύτηκε στα 190 εκατομμύρια (!), ενώ το 2003 η ομάδα απεικόνισης προσώπων της
Μητροπολιτικής Αστυνομίας δημιούργησε μια ψηφιακά ενημερωμένη φωτογραφίας του Μπεν.
Χρησιμοποιώντας τεχνικές εξέλιξης της ηλικίας μετέβαλε μια φωτογραφία του αγοριού με το πώς
θα φαινόταν σε ηλικία 13 ετών. Μια άλλη φωτογραφία με την ηλικία του ενημερωμένη δημιουργήθηκε
το 2007.
Στα τέλη του 1995, ο ιδιωτικός ερευνητής Στράτος Μπακιρτζής βρήκε ένα ξανθό αγόρι, ηλικίας
περίπου έξι ετών, που ζούσε με μια οικογένεια τσιγγάνων σε έναν καταυλισμό που βρίσκεται στην
Θεσσαλονίκη. Το παιδί ισχυρίστηκε ότι είχε δοθεί στους Τσιγγάνους, αφού εγκαταλείφθηκε
από τους βιολογικούς του γονείς και την θετή μητέρα του, οι οποίοι υποστήριζαν ότι
αγόρασαν το αγόρι από άλλους Τσιγγάνους. Ωστόσο, δεν βρέθηκαν αποδεικτικά στοιχειά
ότι ήταν ο Μπεν. Το ίδιο έτος οι παππούδες του έκαναν αναπαράσταση της εξαφάνισης του μικρού
αγοριού για να βοηθήσουν τις έρευνες. Μια άλλη καταγγελία ανέφερε ότι ο Μπεν είχε μεγαλώσει
σε καταυλισμό Ρομά στη Βέροια Η αστυνομία εισέβαλε στο σπίτι της οικογένειας και εντόπισε ένα
7χρονο αγόρι. Του πήραν αποτυπώματα, του έκαναν εξετάσεις αίματος και τον ανέκριναν για
τουλάχιστον 10 ώρες. Σύντομα, διαπιστώθηκε ότι το παιδί δεν ήταν ο Μπεν.
Ένα χρόνο αργότερα, ένας βαρυποινίτης στις φυλακές Λαρίσης, πήρε τηλέφωνο σε ελληνική τηλεοπτική
εκπομπή και ανέφερε ότι ήξερε πού βρισκόταν ο Μπεν. Και η δική του ιστορία ήταν ότι το παιδί είχε
μεγαλώσει με μια οικογένεια Ρομά στη Βέροια. Μετά από τις σχετικές έρευνες όμως ο κρατούμενος
αποδείχθηκε «μυθομανής». Το ’97 ένας άλλος κρατούμενος ισχυρίστηκε ότι το παιδί είχε απαχθεί
από σπείρα, αλλά μετά από το θόρυβο που ξέσπασε, τον έδωσε σε μια οικογένεια Ρομά, η οποία τον
πούλησε σε έναν Έλληνα επιχειρηματία στη Γερμανία. Ούτε αυτή η θεωρία βοήθησε στην εξιχνίαση
της υπόθεσης.
Τον Σεπτέμβριο του 2016 η αστυνομία ενημέρωσε την Κέρι Νίνταμ ότι είχαν πληροφορίες ότι ένας άνδρας
από την Κω είχε αναφέρει πως ο Κωνσταντίνος Μπάρκας, χειριστής εκσκαφέα που πέθανε το 2015, είχε
πει ότι ο Μπεν σκοτώθηκε σε ένα ατύχημα και ότι ο Μπάρκας είχε καλύψει τη σορό σε ένα πηγάδι. Οι
Βρετανοί
ντετέκτιβ θεωρούν ότι καταπλάκωσε τον Μπεν με τον εκσκαφέα από ατύχημα και πανικοβλήθηκε,
αποκρύπτοντας τα στοιχεία και μεταφέροντας το σώμα του σε μία κοντινή τοποθεσία. Τότε αναζωπυρώθηκε
η έρευνα για τα λείψανα, σε διαφορετική περιοχή από αυτή που είχε σαρωθεί τέσσερα χρόνια νωρίτερα.
Οι ανασκαφές επικεντρώθηκαν γύρω από ένα δέντρο, το οποίο φυτεύτηκε αφότου εξαφανίστηκε ο Μπεν.
Περισσότεροι από 800 τόνοι χώματος ελέγχθηκαν και αντικείμενα ενδιαφέροντος επιστράφηκαν στο
Ηνωμένο Βασίλειο για ιατροδικαστική ανάλυση. Μεταξύ των οποίων και οστά που αρχικά πολλοί πίστεψαν
ότι ανήκουν στον Μπεν. Όπως διαπιστώθηκε όμως αργότερα ήταν οστά ζώων. Θαμμένα βρέθηκαν επίσης,
ένα αυτοκινητάκι και ένα κομμάτι από σανδάλι, πάνω στα οποία υπήρχαν ίχνη αίματος. Οι εξετάσεις
έδειξαν ότι το αίμα δεν συνέπιπτε με το DNA του Μπεν, το αυτοκινητάκι ωστόσο αναγνωρίστηκε από την
οικογένεια Νίνταμ ότι ανήκε στον Μπεν όταν εξαφανίστηκε.
«Η ομάδα μου και εγώ γνωρίζουμε ότι μηχανήματα, συμπεριλαμβανομένου ενός μεγάλου εκσκαφέα,
χρησιμοποιήθηκαν για να καθαρίσουν μια έκταση γης στις 24 Ιουλίου 1991, πίσω από την αγροικία
που ανακαινιζόταν από τους Νίνταμ», δήλωσε τον Οκτώβρη του 2016 ο υπεύθυνος αξιωματικός της
βρετανικής αστυνομίας Τζον Κάουζινς. Πρόσθεσε ότι είναι «πεπεισμένος πως ο Μπεν πέθανε την
ίδια ημέρα που εξαφανίστηκε ως αποτέλεσμα ενός ατυχήματος κοντά στο αγρόκτημα στο χωριό
Ηρακλής και βρίσκεται θαμμένος στο νησί της Κω».
Δύο μήνες αργότερα η Κέρι Νίνταμ, μητέρα του Μπεν, εξήγησε για ποιο λόγο η αστυνομία του Γιορκσάιρ
θεωρεί ότι ο φάκελος της υπόθεσης έκλεισε, σταματώντας τις αντίστοιχες έρευνες. Μας διαβεβαίωσαν ότι
«υπάρχουν άνθρωποι στο νησί που ξέρουν, αλλά είπαν ψέματα. Υπάρχουν άνθρωποι στην Κω που ξέρουν
τι έγινε και πιθανότατα ξέρουν ακριβώς που είναι θαμμένος ο Μπεν». Η ίδια είχε ενοχοποιήσει ανοιχτά
τον Οκτώβριο του ίδιου έτους τον Κωνσταντίνο Μπάρκα, λέγοντας ότι «φυσικά ήξερε τα πάντα από την
αρχή και εύχομαι να καίγεται στην κόλαση».
Η δήλωση προκάλεσε την έντονη αντίδραση της οικογένειας του Μπάρκα, ο οποίος πέθανε το 2015 από
καρκίνο του στομάχου. Μιλώντας στην «Daily Mail» ο γιος του εκλιπόντος, Βαλάντης Μπάρκας, τόνισε
ότι η Κέρι Νίνταμ βεβηλώνει τη μνήμη του πατέρα του και της συνέστησε να προσέχει τα λόγια της.
«Όταν οδηγείς έναν εκσκαφέα είσαι ψηλά, η καμπίνα έχει τζάμια γύρω-γύρω, έχεις πολύ καλή
ορατότητα, σε αντίθεση με ένα φορτηγό. Μπορείς να δεις ακόμα και ένα ποντίκι στο έδαφος από κάτω
σου. Όσο ζούσε ο πατέρας μου, βοηθούσε την αστυνομία. Επί 25 χρόνια δεν βρήκαν τίποτα. Κατηγορήθηκε
ότι έτρεμε και ότι ήταν αγχωμένος, αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια. Όταν έφυγε από το γραφείο του ανακριτή,
ήταν πολύ ήρεμος. Πάντα σεβόμασταν την Κέρι Νίνταμ, αλλά είμαστε πολύ αναστατωμένοι με όσα είπε
για τον πατέρα μου», δήλωσε μεταξύ άλλων ο Βαλάντης Μπάρκας, σε αυτό που μπορεί να είναι ο επίλογος
της πιο αλλόκοτης εξαφάνισης παιδιού σε ελληνικό έδαφος. Μέρα μεσημέρι, σε ένα θεωρητικά φιλήσυχο
και ασφαλές μέρος, βγαλμένο από τις πιο ανέμελες εικόνες του ελληνικού καλοκαιριού.