Ο Χρήστος Τσαγανέας, μέσα στους τόσους ρόλους του, έχει υποδυθεί και αυτόν του αυστηρού πατέρα
που έχει άλλα σχέδια αποκατάστασης για την κόρη του, προσπαθώντας να την απομακρύνει από αυτόν
που η ίδια έχει επιλέξει. Το ιδιαίτερο στην περίπτωση του σπουδαίου Έλληνα ηθοποιού είναι
ότι προτού παίξει το ρόλο του «κακού» στο πανί είχε βιώσει την πικρή εμπειρία μιας τέτοιας
σύγκρουσης, υποδυόμενος αυτόν του «καλού» στην πραγματικότητα! Αυτόν του γιου που – κατά τις
αντιλήψεις των γονιών του – ερωτεύτηκε τη «λάθος» γυναίκα και για χάρη της παραστράτησε, κάνοντας
ολότελα του κεφαλιού του.
Όποιο ρόλο και αν κλήθηκε να ερμηνεύσει στη μεγάλη καριέρα του ο Χρήστος Τσαγανέας, όσο
ευφάνταστος και αν ήταν αυτός, κανένας δεν ξεπέρασε σε «μυθιστορηματική» αύρα την ίδια του τη
ζωή. Η επιλογή του να μυηθεί στον τρόπο ζωής της Νίτσας Βιτσώρη, να αφήσει τις σπουδές
του και να ασπαστεί την υποκριτική και τον κομμουνισμό, οδήγησε κυριολεκτικά στην αποκλήρωση
του και σε μια περίοδο προσωπικής δοκιμασίας, με πριονισμένα από την ανέχεια όνειρα.
Ο Βιτσώρης ήταν απόφοιτος ιατρικής σχολής, αλλά μετά το γάμο του με τη Λάσκαρη, το 1921,
σπούδασε υποκριτική και εξελίχθηκε σε σημαντικό πρωταγωνιστή του θεάτρου. Ήταν όμως και
δαχτυλοδεικτούμενος για τις αριστερές, πολιτικές πεποιθήσεις του. Η Νίτσα Λάσκαρη, που
όταν τον παντρεύτηκε, πήρε το όνομα του, φαίνεται ότι είχε επηρεαστεί βαθιά από
τη σκέψη του. Τόσο αυτή, όσο και ο μετέπειτα σύζυγός της, Τσαγανέας (του οποίου επίσης
οικειοποιήθηκε το επώνυμο) είχαν προσχωρήσει στο ΕΑΜ κατά τη διάρκεια της Εθνικής
Αντίστασης. Αιτία για την αποκλήρωση του νεαρού Τσαγανέα από τους γονείς του δεν ήταν
τόσο η ενασχόληση του με το θέατρο, όσο η σχέση του με τη Νίτσα Βιτσώρη, καθώς το όνομα
«Βιτσώρης» ισοδυναμούσε με ακραίο αναρχικό στοιχείο τα χρόνια εκείνα. Επρόκειτο
για έναν από τους πρώτους Έλληνες τροτσκιστές και αρχειομαρξιστές, διωκόμενος άγρια από
το μεταξικό καθεστώς.
Η παύση της χρηματοδότησης από τους γονείς του είχε ως αποτέλεσμα να αντιμετωπίσει ο
Τσαγανέας σοβαρό οικονομικό πρόβλημα, έως ότου αρχίσει να βγάζει χρήματα από το
επάγγελμά του. Για ένα φεγγάρι ζούσε μάλιστα σε μια μαούνα στο λιμάνι του
Πειραιά (!), ενώ είχε αναγκαστεί να συμμετέχει σε παραστάσεις περιπλανώμενων θιάσων,
τα μπουλούκια, που εκείνη την εποχή ήταν υποτιμημένα. «Λίγα τα θέατρα, λίγες οι θεατρικές
πιάτσες, πολλοί οι ασκούντες το επάγγελμα», έλεγε, χαρακτηριστικά.
Το θεατρικό ντεμπούτο του έγινε σε ηλικία 23 ετών (1929), χρειάστηκε όμως να περάσουν κάποια
χρόνια προκειμένου να καθιερωθεί στο σανίδι και τελικά να αναγνωριστεί ως ένας από τους πιο
ταλαντούχους ηθοποιούς της γενιάς του. Για 30 χρόνια συνεργάστηκε με τους σημαντικότερους
αθηναϊκούς θιάσους, παίζοντας κυρίως σε κλασικά έργα, ενώ τη δεκαετία του ’60 στράφηκε
στην κωμωδία και συνεργάστηκε με τον Μίμη Φωτόπουλο. Επί σειρά ετών υπήρξε από
τους πρωταγωνιστές του Εθνικού Θεάτρου, σε σημαντικούς ρόλους του παγκόσμιου ρεπερτορίου,
ενώ το διαβατήριο του για την κινηματογραφική καριέρα ήταν ο σύντομος ρόλος που ερμήνευσε
με ιδιαίτερη επιτυχία στην ταινία του Αλέκου Σακελλάριου «Οι Γερμανοί ξανάρχονται» (1948),
πλάι στον Βασίλη Λογοθετίδη.
Η μεγάλη επιτυχία που τον καθιέρωσε και στο πανί ήταν φυσικά ο εμβληματικός ρόλος του
κυρίου «βεβαίως, βεβαίως» στο «Ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο» (1959). Ο Τσαγανέας ήταν
τότε 53 ετών, αλλά πάντα μεγαλόδειχνε και για αυτό έπαιζε συνήθως το ρόλο του πατέρα στον
κινηματογράφο. Είχε προηγηθεί το «Λατέρνα, Φτώχεια και Φιλότιμο», ενώ ακολούθησε
το «Έγκλημα στο Κολωνάκι» (1959), στον χαρακτηριστικό ρόλο του Κώστα Φλωρά. Το σήμα
κατατεθέν του ήταν αυτό το επιβλητικό αριστοκρατικό παρουσιαστικό, που μαζί με
τα αδρά χαρακτηριστικά του προσώπου του και την εξίσου χαρακτηριστική εκφορά του λόγου
του, τού επέτρεπαν να κάνει πρώτους τους δεύτερους ρόλους και να έχει πάντα δουλειά. Κι ενώ
στον κινηματογράφο είχε κάπως τυποποιηθεί, στο θέατρο ήταν που μπόρεσε να ξεδιπλώσει το
πολυσχιδές ταλέντο του σε έργα σύγχρονα και κλασικού ρεπερτορίου: Σαίξπηρ, Χάουπτμαν,
Ρώμας, Μελάς, Ντοστογιέφσκι.
Για τις πράξεις του υπέρ της πατρίδας, ο Τσαγανέας τιμήθηκε με τον Χρυσό Σταυρό του Γεωργίου
Α’, μία δεκαετία σχεδόν πριν το εν λόγω παράσημο καταργηθεί (1975) και αντικατασταθεί απ’
αυτό του Τάγματος της Τιμής. Ωστόσο η πολιτική δράση του περιλαμβάνει και μια άκρως
αμφιλεγόμενη επιλογή – για πολλούς εξ ορισμού κατακριτέα.
Κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών, το 1994, το όνομα του σχετίστηκε με το γεγονός της
εκτέλεσης της ηθοποιού Ελένης Παπαδάκη από την ένοπλη οργάνωση, προσκείμενη στο ΕΑΜ
και στο ΚΚΕ, Ο.Π.Λ.Α. Ο Τσαγανέας, όντας μέλος του προεδρείου της Εθνικής Πολιτοφυλακής
ΕΑΜ Θεάτρου, είχε βάλει την υπογραφή του για τη θανατική καταδίκη της, κατηγορούμενης για
δωσιλογισμό, Παπαδάκη, μαζί με τους συναδέλφους του, Αιμίλιο Βεάκη, Θεόδωρο Μορίδη, Σπύρο
Πατρίκιο και Πάνο Καραβουσάνο,
Ένα χρόνο αργότερα, το 1945, κινδύνευσε να χάσει τη ζωή του στην ένοπλη επίθεση εν είδει
αντιποίνων κατά του προέδρου του τότε ΣΕΗ, Σπύρου Πατρίκιου.
Το κομμάτι που συμπλήρωσε το παζλ της άκρως… κινηματογραφικής ζωής του Τσαγανέα ήταν
αυτό που συνδέεται με τον Λέων Τρότσκι. Στις βιογραφίες και του ίδιου και της Νίτσας Τσαγανέα
αναφέρεται ότι μετά τη δολοφονία του Μπολσεβίκου ιδεολόγου από άνθρωπο του Στάλιν, το
αρχείο του πρώτου πέρασε από την Ελλάδα και αυτοί που ανέλαβαν να το κρύψουν, κάτω από
άκρα μυστικότητα, ήταν το ζεύγος Τσαγανέα. Πιθανότατα το αρχείο παραδόθηκε στη
Νίτσα Τσαγανέα από τον πρώην σύζυγό της, Βιτσώρη, ο οποίος μετά το χωρισμό τους είχε
διαφύγει στο εξωτερικό και έγινε διεθνώς διακεκριμένος τροτσκιστής, όντας ένας από τους πιο
στενούς συνεργάτες του εκ των ηγετών της Οκτωβριανής Επανάστασης.
Ο Χρήστος και η Νίτσα Τσαγανέα δεν απέκτησαν παιδιά, έζησαν όμως μαζί έως το τέλος της ζωής
του πρώτου – ανήμερα των γενεθλίων του, στις 2 Ιουλίου του 1976. Η σύζυγός του αξιώθηκε να
φτάσει έως τα 100, αφήνοντας την τελευταία πνοή της στις 10 Απριλίου του 2002.