διερεύνηση και συσχέτιση του ιστορικού υποθυρεοειδισμού με την εμφάνιση εμμένουσας ανοσμίας σχετιζόμενης με τον κορονοϊό.
Στην εργασία αυτή συμμετείχαν ο καθηγητής Νευρολογίας του ΕΚΠΑ Γεώργιος Τσιβγούλης, η αναπληρώτρια καθηγήτρια Ακτινολογίας του ΕΚΠΑ Ματίλντα Παπαθανασίου, ο αναπληρωτής καθηγητής Ψυχιατρικής του ΕΚΠΑ Κωνσταντίνος Ψαρρός, ο καθηγητής Παθολογίας-Ρευματολογίας του ΕΚΠΑ Πέτρος Σφηκάκης και ο καθηγητής Παθολογίας-Λοιμωξιολογίας του ΕΚΠΑ Σωτήριος Τσιόδρας. Τη δημοσίευση αυτή σχολιάζουν ο καθηγητής Νευρολογίας του ΕΚΠΑ Γεώργιος Τσιβγούλης και η νευρολόγος Λίνα Παλαιοδήμου.
Ο κορονοϊός και ο θυρεοειδής
Έπειτα από προηγούμενες παρατηρήσεις επιστημόνων ότι ο ιός SARS-CoV-2 δύναται να επηρεάζει τη θυρεοειδική λειτουργία και επομένως την ανάπτυξη και τη λειτουργία πρακτικά όλων των κυττάρων, συμπεριλαμβανομένων και των οσφρητικών κυττάρων, η παραπάνω ερευνητική ομάδα θέλησε να μελετήσει την επίδραση του γνωστού προηγούμενου ιστορικού υποθυρεοειδισμού στην εμφάνιση εμμένουσας ανοσμίας έπειτα από νόσο COVID-19.
Για το λόγο αυτό, μελετήθηκαν προοπτικά 12 ασθενείς με παρατεταμένη COVID-19-σχετιζόμενη υποσμία/ανοσμία διάρκειας άνω των 40 ημερών έναντι 24 ασθενών με COVID-19 χωρίς καμία υποκειμενική και αντικειμενική οσφρητική δυσλειτουργία.
Μέσω της σύγκρισης των δύο ομάδων ασθενών, που δε διέφεραν ως προς άλλους δημογραφικούς παράγοντες (φύλο, ηλικία) ή άλλους παράγοντες κινδύνου, προέκυψε ότι ο επιπολασμός του ιστορικού υποθυρεοειδισμού ήταν υψηλότερος στους ασθενείς με εμμένουσα ανοσμία. Οι συμμετέχοντες με υποθυρεοειδισμό είχαν αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα υπό αγωγή με λεβοθυροξίνη.
Μετά την προσαρμογή για πιθανούς συγχυτικούς παράγοντες, φάνηκε ότι ο υποθυρεοειδισμός σχετίστηκε ανεξάρτητα με υψηλότερη πιθανότητα για παρατεταμένη διαταραχή της όσφρησης στους ασθενείς με COVID-19.
Το συμπέρασμα
Συμπερασματικά, πιθανολογείται ότι η απουσία ή η βραδεία ανάκαμψη της όσφρησης μπορεί να ευοδώνεται από την προκαλούμενη από τον ιό περαιτέρω μείωση της λειτουργίας του θυρεοειδούς στους ήδη πάσχοντες από υποθυρεοειδισμό. Ωστόσο, αυτή η υπόθεση και τα πιλοτικά αποτελέσματα αυτής της μελέτης θα πρέπει να επιβεβαιωθούν περαιτέρω.
ΑΠΕ – ΜΠΕ.