Τον χάρτη των ενοικίων της επαγγελματικής στέγης επανασχεδιάζει τα τελευταία χρόνια η δικαιοσύνη, προχωρώντας σε… βαθιά «κουρέματα» λόγω της μεγάλης οικονομικής κρίσης και «ανακουφίζοντας» χιλιάδες ενοικιαστές που προσφεύγουν σωρηδόν στα δικαστήρια.
«Κούρεμα» στα ενοίκια επαγγελματικής στέγης
Με αλλεπάλληλες δικαστικές αποφάσεις κρίθηκε πλέον αμετάκλητα ότι στα συμβόλαια εμπορικών μισθώσεων, που καταρτίσθηκαν προ της κρίσης ή στο ξεκίνημά της (π.χ. το 2010, όταν δεν είχε ακόμα συνειδητοποιηθεί το μέγεθος της επερχόμενης καθίζησης) πρέπει να επιβληθούν δικαστικά μειώσεις, που συνήθως κυμαίνονται γύρω στο 20%, αλλά μπορεί να φθάσουν μέχρι και το 50%.
Το «κούρεμα» αυτό που έχει πλέον επικυρωθεί «και με τη βούλα» του Αρείου Πάγου, ενώ είναι αρχικά προσωρινό για 1-2 χρόνια (ανάλογα με τη διάρκεια ισχύος που του δίνει κάθε δικαστική απόφαση) γίνεται τελικά «μακράς διαρκείας» αφού η αρεοπαγιτική νομολογία επιτρέπει πλέον μόνο μικρές ετήσιες αυξήσεις για το μέλλον (σε ποσοστό 75% του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή – ΔΤΚ) καταργώντας κάθε συμφωνία που έχει γίνει ιδιοκτητών – ενοικιαστών στο παρελθόν για μεγάλες αυξήσεις (π.χ. 10-15% ετησίως).
Η αρεοπαγιτική αυτή κρίση έχει προκαλέσει «έκρηξη» σχετικών αγωγών για μείωση ενοικίων επαγγελματικής στέγης, όταν οι δύο πλευρές δεν τα βρίσκουν στις κατ’ ιδίαν διαπραγματεύσεις, καθώς πολλοί ενοικιαστές σπεύδουν να αξιοποιήσουν την ευνοϊκή νομολογία σε διάφορα δικαστήρια της χώρας.
«Κούρεμα» στα ενοίκια επαγγελματικής στέγης
Ωστόσο, η δικαιοσύνη εμφανίζεται αρνητική απέναντι στο «κούρεμα» ενοικίων που συμφωνήθηκαν πιο πρόσφατα, μεσούσης της κρίσης, ενώ δηλαδή είχαν φανεί τα αποτελέσματά της στην αγορά και δεν μπορούσε πλέον να υποστηρίξει κανείς ότι αιφνιδιάστηκε από την απρόβλεπτη μεταβολή των οικονομικών συνθηκών. Ηδη εκδόθηκε η πρώτη σχετική απόφαση Πρωτοδικείου που λέει «όχι» στο «κούρεμα» ενοικίου καταστήματος που συμφωνήθηκε στα μέσα του 2013, αφού τότε δεν μπορούσε να γίνει επίκληση των αιφνίδιων και δραματικών αλλαγών που έφερε η οικονομική κρίση.
Αντίθετα, για τα παλαιότερα μισθωτικά συμβόλαια (που καταρτίστηκαν πριν από την κρίση και συνέχισαν να «τρέχουν» στη διάρκειά της ή όσα υπογράφηκαν κατά το πρώτο διάστημα, όταν δεν ήταν ακόμα ορατές οι αλυσιδωτές επιπτώσεις των μνημονιακών μέτρων) η νομολογία των δικαστηρίων εξακολουθεί να «ψαλιδίζει» σημαντικά τα ενοίκια σε εμπορικά καταστήματα, γραφεία, εστιατόρια, μπαρ, καφετέριες κλπ. σε όλη τη χώρα. Την ίδια στιγμή, η εμπειρία έχει καταδείξει ότι στις κατοικίες η μείωση ενοικίων έχει γίνει συνήθως μετά από σχετική συνεννόηση και συμφωνία μεταξύ των δύο πλευρών, χωρίς να χρειάζεται η διαδικασία προσφυγής στα δικαστήρια, όπως γίνεται στην περίπτωση της επαγγελματικής στέγης, όπου η μισθωτική σύμβαση έχει πολύ μεγαλύτερη διάρκεια.
Η ευνοϊκή για τους ενοικιαστές νομολογία των δικαστηρίων (που επικυρώθηκε και από τον ΑΠ) στηρίζεται στη διαπίστωση ότι η μεγάλη οικονομική κρίση με τα βαριά μέτρα που επιβλήθηκαν από το 2010 έχουν οδηγήσει σε ουσιώδη και απρόβλεπτη (κατά τον χρόνο σύναψης των μισθωτηρίων) μεταβολή των συνθηκών έτσι ώστε να επιβάλλεται η δικαστική μείωση των ενοικίων με βάση τις αρχές της καλής πίστης, της ευθύτητας και εντιμότητας των συναλλαγών. Δέχεται δηλαδή ότι αν γνώριζαν την επερχόμενη καθίζηση της αγοράς, δεν θα είχαν συμφωνήσει ένα τόσο υψηλό ενοίκιο, που οφείλει να μειωθεί για να αποκατασταθεί η ισορροπία που πρέπει να υπάρχει μεταξύ των δύο πλευρών, έτσι ώστε να μη διαταράσσεται από ένα υπέρμετρο για τον ενοικιαστή βάρος.
Τη στιγμή που η νομολογία λέει «ναι» στο «κούρεμα» των παλαιότερων υψηλών ενοικίων, ενώ βάζει ταυτόχρονα «φρένο» στη μείωση των νεότερων συμφωνημένων ενοικίων (στα μέσα της κρίσης), άγνωστο παραμένει ποια θα είναι η στάση της δικαιοσύνης απέναντι και στα μεταγενέστερα αυτά συμβόλαια, εφόσον συνεχιστεί η ύφεση και δεχθεί νέο πλήγμα η αγορά ακινήτων ή μειωθούν σημαντικά οι αντικειμενικές αξίες, κλπ.
Πάντως, αν υπάρξει στο μέλλον αιφνίδια ανάκαμψη της οικονομίας και της αγοράς ακινήτων σε κάποια περιοχή, ο ιδιοκτήτης θα μπορεί (με βάση την αντίστοιχη νομολογία) να ζητήσει δικαστικά την αύξηση του ενοικίου.
Η αρεοπαγιτική νομολογία δικαιολογεί τις δικαστικές μειώσεις των ενοικίων επαγγελματικής στέγης συγκαταλέγοντας στα έκτακτα, αιφνίδια και απρόβλεπτα γεγονότα (που δεν μπορούσε να περιμένει κάποιος κατά τη σύναψη των μισθωτικών συμβολαίων), τη μεγάλη οικονομική κρίση, την επιβολή από το 2010 αυστηρών δημοσιονομικών και φορολογικών μέτρων λιτότητας, που οδήγησαν σε περικοπή μισθών και συντάξεων, σε δραματική αύξηση της ανεργίας, «λουκέτα» σε πολλές επιχειρήσεις, μείωση της αγοραστικής δύναμης του πληθυσμού και της εμπορικής κίνησης καταστημάτων, έλλειψη ρευστότητας, αδυναμία δανειοδοτήσεων από το τραπεζικό σύστημα, μείωση του τζίρου και των κερδών, καθίζηση της αγοράς των ακινήτων (που παραμένουν «ξενοίκιαστα», με χαμηλή αγοραία και μισθωτική αξία).
Η δικαιοσύνη δέχθηκε μάλιστα σε αρκετές περιπτώσεις ως νόμιμη την αναδρομική μείωση του ενοικίου, όταν το Εφετείο επιβάλλει ακόμα μικρότερο ποσό σε σύγκριση με αυτό που καθόρισε η πρωτόδικη απόφαση.
Ετσι, η περικοπή του μισθώματος μπορεί να επιτευχθεί στην πράξη πολύ νωρίτερα για τον ενοικιαστή, δηλαδή από τότε που κοινοποίησε την αγωγή του στον ιδιοκτήτη.
Οι πρώτες δικαστικές αποφάσεις που άνοιξαν δειλά δειλά τον «χορό» των μειώσεων, ήλθαν από Πρωτοδικεία της Περιφέρειας (Βόλου, Μεσσηνίας κλπ.) αλλά και της Αθήνας το 2011.
Ακολούθησαν αντίστοιχες εφετειακές αποφάσεις, που είτε επιβεβαίωσαν τις πρώτες μειώσεις (ύψους 10-15%) είτε «κούρεψαν» ακόμα περισσότερο τα ενοίκια, σε σύγκριση με τις πρωτόδικες αποφάσεις.
Η νομολογία του ΑΠ επικύρωσε τώρα τις μειώσεις των ενοικίων, καταργώντας ταυτόχρονα τις ρήτρες των συμβολαίων για μεγάλες αυξήσεις στο μέλλον, βάζοντας ως «πλαφόν» το 75% του ΔΤΚ και επιτρέποντας τις αναδρομικές μειώσεις. Στις δικαστικές αποφάσεις γίνεται επίκληση παραδειγμάτων στις ίδιες περιοχές, με μείωση ενοικίων κατά 15-25% (σε Περιστέρι, Αιγάλεω, Παγκράτι, αλλά και σε Βόλο, Θεσσαλονίκη, Κέρκυρα κλπ.).
ΤΟ ΣΚΕΠΤΙΚΟ
Απορριπτική κρίση για σύμβαση του 2013
Στον αντίποδα των περιπτώσεων που περιγράφονται στη διπλανή στήλη βρίσκεται υπόθεση αγωγής που υπέβαλε επιχείρηση Internet-καφέ στην Αθήνα στο Πρωτοδικείο, ζητώντας τη δικαστική μείωση του ενοικίου, που συμφώνησε από την άνοιξη του 2013 σε σύμβαση που θα διαρκέσει μέχρι το 2025. Το συμφωνητικό πρόβλεπε ενοίκιο 1.500 € μηνιαίως και ετήσια αναπροσαρμογή σε ποσοστό 100% του ΔΤΚ (όπως καθορίζεται από τη Στατιστική Υπηρεσία).
Μολονότι την επόμενη χρονιά το νοίκι έμεινε το ίδιο, η επιχείρηση ζήτησε δικαστικά τη μείωση στα 1.000 ευρώ επικαλούμενη τη μεταβολή των οικονομικών συνθηκών της χώρας, τη μείωση της μισθωτικής αξίας γειτονικών ακινήτων, την πτώση του τζίρου λόγω της συνεχιζόμενης ύφεσης.
Ωστόσο το Πρωτοδικείο απέρριψε τη σχετική αίτηση ασφαλιστικών μέτρων για άμεσο «κούρεμα», κρίνοντας ότι δεν προσκομίστηκαν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι υπήρξε πτώση του τζίρου που συνδέεται με την επικρατούσα οικονομική ύφεση.
Παράλληλα το δικαστήριο δέχθηκε ότι η κρίση που πλήττει τη χώρα την τελευταία 5ετία και η παρατεταμένη ύφεση, που έχουν περιορίσει την καταναλωτική κίνηση όλων των εμπορικών επιχειρήσεων, δεν μπορούν να θεωρηθούν στη συγκεκριμένη υπόθεση ως απρόβλεπτη μεταβολή συνθηκών. Κι αυτό γιατί η μίσθωση συμφωνήθηκε το 2013 διαρκούσης της οικονομικής κρίσης, ενώ το αντικείμενο της επιχείρησης (καφετέρια με Internet κλπ.) προσελκύει, λόγω του είδους της και του χαμηλού αντιτίμου των προϊόντων που προσφέρει, σταθερά μεγάλο αριθμό πελατών. Το δικαστήριο έλαβε επίσης υπόψη του το γεγονός ότι κοντά στεγάζεται και κρατική υπηρεσία με μεγάλο αριθμό εργαζομένων και προσερχόμενων πολιτών, καθώς και ότι παρόμοια ενοίκια έχουν συμφωνήσει και άλλες παρεμφερείς γειτονικές επιχειρήσεις, αντίστοιχων διαστάσεων.
ΟΙ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΕΥΝΟΪΚΏΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ
Από 11.500€ τον μήνα το μίσθωμα έπεσε σε 6.000€
Σε μια χαρακτηριστική περίπτωση, είχε συμφωνηθεί σε περιοχή της Αττικής, μερικά χιλιόμετρα έξω από τον Πειραιά, η ενοικίαση ισόγειου καταστήματος 335 τ.μ., πάνω σε πλατεία, από τις αρχές του 2005 μέχρι και το 2017, με μηνιαίο ενοίκιο 7.848 € που θα ανέβαινε κάθε χρόνο 6% (συν τέλη χαρτοσήμου 3,6%) για να λειτουργήσει ως καφετέρια-μπαρ, fast food-πιτσαρία. Το καλοκαίρι του 2011 το ενοίκιο είχε αυξηθεί κατά 42% φθάνοντας τα 11.132 € (11.533 με το χαρτόσημο), όταν η ενοικιάστρια επιχείρηση προσέφυγε στα δικαστήρια ζητώντας να εγκρίνουν σημαντική μείωση (στην οποία δεν συμφωνούσαν οι συνιδιοκτήτες), θεωρώντας την αναγκαία, καθώς ο κύκλος εργασιών, λόγω κρίσης, έπεσε κατακόρυφα, περιορίστηκε το προσωπικό ενώ άλλα καταστήματα τριγύρω έκλεισαν.
Ο ΑΠ συμφώνησε στον ισχυρισμό ότι για τη συντριπτική πλειοψηφία των καταναλωτών η δαπάνη στην εστίαση χαρακτηρίζεται πλέον ως πολυτελής, ενώ διαπίστωσε από τα προσκομισθέντα στοιχεία ότι πράγματι υπήρξε πτωτική πορεία και στα ενοίκια των γύρω ακινήτων. Κάνοντας δεκτή την αγωγή των ενοικιαστών, έκρινε ότι δεν είναι επαρκής η μείωση του ενοικίου που αποφάσισε το Πρωτοδικείο Πειραιά σε 8.040 €, αλλά επικύρωσε την ακόμα μεγαλύτερη μείωση (και μάλιστα αναδρομικά από τον Οκτώβριο 2011) που έκρινε ως επιβεβλημένη το Εφετείο, στα 6.030 €.
Τα συμβόλαια
Ο ΑΠ δέχθηκε επίσης ότι δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη ως ασφαλή και αξιόπιστα συγκριτικά στοιχεία, τα συμβόλαια για μισθωτήρια γειτονικών εμπορικών μισθώσεων που υπογράφηκαν αρκετά χρόνια πριν την κρίση, ούτε διάφορες αγγελίες για ενοικίαση που αναρτώνται στο Διαδίκτυο, καθώς αυτές δεν σημαίνουν ότι υπογράφηκε πράγματι και σχετική σύμβαση με αυτό το μηνιαίο μίσθωμα. Παράλληλα απέκρουσε ως αποδεικτικό στοιχείο τις φωτογραφίες άλλων καταστημάτων της περιοχής που παρουσιάζουν κίνηση, καθώς δεν αποδεικνύουν τον πραγματικό τζίρο, ενώ από τα προσκομισθέντα συμβόλαια αποδείχθηκε η πτωτική πορεία των ενοικίων σε όλα τα γειτονικά καταστήματα, με συνέπεια το ελεύθερα διαμορφούμενο ενοίκιο να θεωρείται πολύ κατώτερο του συμφωνηθέντος, που γι’ αυτό τον λόγο πρέπει να μειωθεί.
Σε άλλη περίπτωση, συμφωνήθηκε το 2008 η ενοικίαση αντίστοιχου καταστήματος 354 τ.μ. σε πόλη της Θεσσαλίας μέχρι το 2024 με μηνιαίο μίσθωμα 8.000 € (για εστιατόριο-καφέ-γλυκά) και ετήσια αύξηση σε ποσοστό μεγαλύτερο κατά 1% του ΔΤΚ. Σύντομα ο χώρος νοικιάστηκε σε άλλη εταιρεία ως fast food το 2009 με ενοίκιο 8.702 €, που μετά την έλευση της κρίσης από τα τέλη του χρόνου και την ύφεση στην αγορά, ήταν πλέον υπέρμετρα επαχθές για την ενοικιάστρια επιχείρηση.
Το Πρωτοδικείο, όπου προσέφυγε, μείωσε το ενοίκιο στα 7.140 € ενώ το Εφετείο προχώρησε σε μεγαλύτερη μείωση στα 6.720 €, κρίνοντας ωστόσο νόμιμο τον τρόπο που είχαν συμφωνήσει οι δύο πλευρές στο μισθωτήριο για την αναπροσαρμογή του ενοικίου.
Εδωσε «γραμμή»
Ομως, ο ΑΠ, ανατρέποντας την εφετειακή απόφαση, άνοιξε τον δρόμο για ακόμα μεγαλύτερη μείωση του ενοικίου, καθώς έκρινε ότι από τη στιγμή που υπήρξε απόφαση για δικαστική μείωση του ενοικίου, η περαιτέρω αναπροσαρμογή δεν μπορεί να γίνεται με βάση όσα συμφώνησαν οι δύο πλευρές στο μισθωτήριο αλλά μόνο σε ποσοστό 75% του ΔΤΚ. Και παρέπεμψε την υπόθεση πάλι στο Εφετείο Λάρισας για να «ψαλιδίσει» ακόμα περισσότερο το ενοίκιο, σύμφωνα με τον τρόπο αναπροσαρμογής που υπέδειξε ο ΑΠ ότι έπρεπε να εφαρμοστεί από τα τέλη του 2011.
Ο τρόπος αυτός αυτόματης αναπροσαρμογής στο 75% του ΔΤΚ εμποδίζει ουσιαστικά την επάνοδο «τρελών» αυξήσεων στα ενοίκια που κυριαρχούσαν μέχρι πριν κάποιο διάστημα στην αγορά και τα οποία μπορούν να «πέφτουν» μέσα από σχετικές αγωγές ενοικιαστών και τις συνακόλουθες δικαστικές αποφάσεις.
Ο ενοικιαστής επαγγελματικής στέγης βγαίνει έτσι διπλά κερδισμένος από τη μείωση και τη μελλοντική τιμαριθμοποιημένη αναπροσαρμογή, καθώς δεν θα χρειάζεται να προσφεύγει συνεχώς στα δικαστήρια για να αποδείξει ότι εξακολουθεί να υφίσταται μια υπέρμετρα δυσμενής κατάσταση για εκείνον.
Το πρόβλημα μετακυλίεται έτσι ουσιαστικά στον ιδιοκτήτη, αφού εκείνος θα πρέπει πλέον να προσφύγει δικαστικά για να διεκδικήσει αύξηση, αποδεικνύοντας ότι έχουν αλλάξει τα δεδομένα στην αγορά, σε σημείο που να επιβάλλεται αναπροσαρμογή υψηλότερη από το 75% του ΔΤΚ, που κρίθηκε από τον ΑΠ ως ένα ασφαλές κριτήριο για την ομαλοποίηση της αγοράς.
Σε άλλη υπόθεση, ο ΑΠ απέκρουσε τη συμφωνία αύξησης του ενοικίου κατά 10% ετησίως για επαγγελματική στέγη σε πόλη της Ηπείρου (εμπορικό κατάστημα) ανοίγοντας τον δρόμο για να γλιτώσουν οι ενοικιαστές ποσό 75.000 ευρώ περίπου που κατέβαλαν συνολικά με τις διογκωμένες αυξήσεις των τελευταίων ετών, σε περίοδο μεγάλης οικονομικής κρίσης, κατά παράβαση της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών.
ethnos.gr/ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΥΛΩΝΙΤΗΣ